25/7/15

–Μα ο Χαϊκάλης; –Μα ο Χαϊκάλης;

(Εφημερίδα των συντακτών 25 Ιουλ. 2015)



«Μα ο Χαϊκάλης;» ρώτησε, πιο πολύ σε απόγνωση παρά οργισμένος.

«Μα ο Χαϊκάλης;» του αντιγύρισε την ερώτηση, σχεδόν απορημένος, ο άλλος, μπορεί ο άλλος του εαυτός. Και τον αποστόμωσε. Ή όχι;

Γιατί η ερώτηση αυτή, αν και διατυπώνεται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, με τον ίδιο τονισμό, έχει δύο διαφορετικά νοήματα, με μόνο σημείο σύμπτωσης την αρνητική προφανώς άποψη για το αναφερόμενο πρόσωπο:

«Μα ο Χαϊκάλης στην κυβέρνηση;» είναι η αρχική διατύπωση, που εκφράζει δυσφορία, απελπισία, αγανάκτηση κτλ.

«Μα ο Χαϊκάλης σε μάρανε;» είναι η δεύτερη, απάντηση ουσιαστικά στην πρώτη, που εννοεί, πολύ απλά: «Απ’ όλα όσα συμβαίνουν, ο Χαϊκάλης σε πείραξε πιο πολύ;»

Αλίμονο, δεν νοείται καταφατική απάντηση εδώ. Όμως, θα επέμενε άλλος, ή ο ίδιος, ο Χαϊκάλης, το υφυπουργείο δηλαδή στον Χαϊκάλη, είναι, σε συμβολικό επίπεδο, όχι πια, όχι πια μόνο η παραδοχή αλλά –προσοχή!– η αποδοχή της ήττας. Γιατί καλά να την παραδεχτείς την ήττα, μάλλον: οφείλεις να την παραδεχτείς την ήττα, αν είναι να πας παρακάτω· όχι όμως να την αποδεχτείς!

Γράφω και, ομολογώ, ξαφνιάζομαι ο ίδιος: τι βρίσκει κανείς για να κόψει στα δυο την τρίχα, κατά τη γαλλική έκφραση, αποχρώσεις τάχα, να γεμίσει απρόθυμα μια στήλη, όταν δεν γεμίζει με τίποτα το κενό, το μέσα και το γύρω, το γύρω που επιστρέφει και μεγαλώνει το μέσα· αποχρώσεις να ξορκίσει συναισθήματα που δεν τα φέρνει βόλτα η λογική –η λογική που όλα μια χαρά τα αναλύει και τα τακτοποιεί, χωρίς ωστόσο να μπορεί παράλληλα να τιθασεύσει, έστω προσωρινά να αποκοιμίσει, τα συναισθήματα.

Τελευταίο κομμάτι πριν από την άδεια του Αυγούστου, και καμία χαλάρωση δεν φέρνει η ιδέα αυτή, ούτε καν η αλλιώς λυτρωτική σκέψη πως σταματάει κανείς να γράφει στην κορύφωση, ενδεχομένως, της κρίσης –αν όχι, αν όχι ακόμα για τη χώρα, σίγουρα για την κυβέρνηση και το κόμμα. Γιατί είναι κείμενα που πρέπει να γραφτούν, πράγματα που οφείλει να τα γράψει κανείς, όχι για να πει τίποτα πρωτότυπο και σοφό, μα για να μη φανεί ότι τα κάνει, κατά το κοινώς λεγόμενο, γαργάρα.

Γιατί βρεθήκαμε στα δυο στενά, και είναι η ώρα που αναγκαστικά ξανακοιτάει κανείς προς τα πίσω και ξανασκέφτεται τα ώς εδώ, και τότε άλλος δικαιότατα αγανακτεί και θεμιτότατα αναθεωρεί, άλλος αγανακτεί χωρίς να αναθεωρεί, και εξακολουθεί να στηρίζει, χωρίς ωστόσο ενθουσιασμό, μάλλον περίλυπος, έως θανάτου.

Στη δεύτερη κατηγορία θα έβαζα και τον εαυτό μου. Ό,τι με κόπο, σίγουρα, και διά της λογικής αλλά με γενναίο τίμημα συναισθηματικά αποδέχτηκα εξαρχής, εξακολουθώ να το βλέπω αναπόφευκτο, άρα, από μιαν άποψη, προφανώς της πολιτικής σκοπιμότητας, καλά καμωμένο. Όμως δεν φτάνει η λογική, και κάποια στιγμή το άθροισμα σε πνίγει –και τότε ο λογαριασμός πάει… στον Χαϊκάλη.

Αν περιοριστούμε στους βασικούς σταθμούς της μετεκλογικής πορείας, θα επέμενα, ακόμη, πως ήταν

– αναπόφευκτη αν και ιδιαίτερα επώδυνη η συγκυβέρνηση μ’ ένα εθνικιστικό και ρατσιστικό κόμμα, αφού αποκλείονταν τα κόμματα της χρεοκοπίας και το ανησυχητικά θολό Ποτάμι (στου οποίου ωστόσο τα νερά όλα δείχνουν ότι κάποια στιγμή, άγνωστο αν λίγο ή πολύ, πάντως θα βραχούμε)· 

– αναπόφευκτη αν και το ίδιο επώδυνη η επιλογή προέδρου της Δημοκρατίας από την καραμανλική δεξιά· αλλά, έστω κι έτσι, έπρεπε να είναι ο Προκόπης Παυλόπουλος;

– αναπόφευκτο ή και πολλαπλώς αναγκαίο το δημοψήφισμα, πρωτοβουλία που δεν μπορεί να κριθεί αναδρομικά με βάση λ.χ. το ότι εξαγρίωσε, αλλά και εξαχρείωσε, τους εταίρους·

– αναπόφευκτη και η υπογραφή της συμφωνίας, υπό το κράτος επιστημονικά μεθοδευμένων εκβιασμών, που ούτε αυτή μπορεί να εξεταστεί στο φως προηγούμενων συμφωνιών που προτείνονταν και πάντα ήταν, ώς την επόμενη, οι χειρότερες δυνατές.

Στον πόλεμο νικάς ή νικιέσαι, πεθαίνεις κιόλας, όπως έγραφα στο προηγούμενο

Και νικηθήκαμε. Χρειαζόταν και η ατίμωση αποπάνω; Με Χαϊκάλη;

«Μα ο Χαϊκάλης;» θα πείτε, ή και λέω μόνος μου –και ήδη είπα, απ’ την αρχή.

Ναι, ο Χαϊκάλης. Και όχι τόσο επειδή έχει καταχωρηθεί, σίγουρα με δικές του, άοκνες προσπάθειες, σαν γραφικός, λες και μας έλειψαν ποτέ, από πού ν’ αρχίσω, Γιακουμάτος, Βούλτεψη, Ντινόπουλος, Κανέλλη, Χειμωνάς, Ψαριανός, ω Ψαριανός, και αναντίλεκτα πρώτος με διαφορά ο Άδωνης! Ούτε τόσο επειδή μόλις τις προάλλες μας πέταξε ξανά στα μούτρα την ντροπή, την ντροπή της συγκυβέρνησης, διασαλπίζοντας το περιβόητο «Έλληνας δεν γίνεσαι· γεννιέσαι!»

Αλλά επειδή έφτασε να φαντάζει κι ο Χαϊκάλης αναπόφευκτος, καθώς είναι πασιφανείς οι λόγοι που οδήγησαν σ’ αυτή την επιλογή. Και συμβολίζει έτσι, όσο πιο παραστατικά γίνεται, την ήττα. Την αποδοχή, όπως είπα, της ήττας. Κάνοντάς την να δείχνει ακόμα πιο βαριά, ασήκωτη, συντριπτική.

buzz it!

19/7/15

Η ήττα δεν είναι πάντοτε (μόνο) ήττα

(Εφημερίδα των συντακτών 18 Ιουλ. 2015)


Το τρίτο μνημόνιο ήρθε, με μέτρα δυσβάστακτα, μια συμφωνία εξαιρετικά επώδυνη, ιδίως για κυβέρνηση της αριστεράς.

Κανένας δεν διαφωνεί εδώ. Όρος απαράβατος ωστόσο είναι να κρίνουμε το όποιο και οσοδήποτε καταστροφικό αποτέλεσμα σε συνάρτηση με τις άλλες επιλογές, αν υπήρχαν καν, προπάντων με τις αντικειμενικές συνθήκες.

Οφείλουμε έτσι να σκεφτούμε, να σταθμίσουμε, να θυμηθούμε και να θυμόμαστε συνέχεια ορισμένα δεδομένα:

1. Τι θα έκαναν οι άλλοι στις παρούσες συνθήκες. Οι ίδιοι βέβαια λένε τώρα, εκ του ασφαλούς, ότι δεν θα ’χαν φτάσει ώς εδώ. Ας δούμε τότε όχι τι θα έκαναν, αλλά τι έκαναν ή τι δεν έκαναν.

– Λίγο πριν, λίγο μετά τις ευρωεκλογές του ’14 σταμάτησαν κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια, από αυτές που υπήρχαν σαν δεσμεύσεις στα μνημόνια: άσε να τα λουστούν οι επόμενοι, ήταν η σκέψη, ή το σχέδιο, ο Σύριζα δηλαδή.

– Το περασμένο φθινόπωρο, όταν κορυφώθηκαν οι πανηγυρισμοί για το success story, εκτός από το παρδαλό κατσίκι που εγέλασε γέλιο μεγάλο, ο Σαμαράς άκουσε από τους εταίρους σχεδόν όσα δεν άκουσε μετά ο Τσίπρας, και αναγκάστηκε να τα μαζέψει με τρόπο.

– Λίγο αργότερα, είχαμε το μέιλ Χαρδούβελη, αυτό που τότε αρνιόνταν ότι υπήρχε καν, έπειτα όμως το αναγνώρισαν για να πουν πόσο πιο ήπιο ήταν από την όποια συμφωνία προτάθηκε στην κυβέρνηση του Σύριζα, αυτό λοιπόν το μέιλ Χαρδούβελη οι εταίροι τούς το γύρισαν πίσω, που σημαίνει ότι απαιτούσαν περισσότερα μέτρα: τα γλίτωσαν με την απώλεια της εξουσίας.

Με αυτά τα δεδομένα (α) τι μας λέει πως θα ’ταν καλύτερη η επόμενη, δική τους συμφωνία, είτε την έλεγαν μνημόνιο είτε όχι; Και αν ακόμα ήταν καλύτερη αρχικά, (β) ποιος θα ισχυριστεί πως δεν θα έμπαιναν όλο και νέα μέτρα, με πανθομολογούμενη πλέον την αποτυχία της πολιτικής της λιτότητας και των προγραμμάτων του ΔΝΤ; Αλλά, έτσι κι αλλιώς, (γ) δεν είναι τάχα όλα τα νέα μέτρα στο πνεύμα όχι μόνο των παλιών μνημονίων αλλά και της ιδεολογίας του νεοφιλελευθερισμού, την οποία έχουν κορόνα στο κεφάλι τους οι άλλοι;

2. Η τιμωρητική τακτική είναι ένα άλλο, αναντίλεκτο στοιχείο· η πρόσθετη, δηλαδή, ασφυκτική πίεση σε μια αριστερή κυβέρνηση, που, είτε με το ευρώ είτε με τη δραχμή, απειλούσε με κατάρρευση το ήδη ετοιμόρροπο οικοδόμημα της ευρωζώνης. Σε εποχή που πλήθαιναν οι φωνές αντίστασης και έμοιαζε ότι μπορεί να αλλάξουν οι συσχετισμοί, έπρεπε να συντριβεί με κάθε τρόπο μια αριστερή κυβέρνηση. Από αυτή την άποψη τίποτα δεν εγγυάται πως θα ήταν πιο αίσια η έκβαση των διαπραγματεύσεων σε οποιαδήποτε περίπτωση, όπως αποδείχτηκε εξάλλου τη βδομάδα που οδήγησε στο δημοψήφισμα, με τις παλινωδίες των εταίρων και την επιβολή όλο και επαχθέστερων όρων.

Όμως τι; Η βεβαιότητα (είτε προϋπήρχε είτε σχηματίστηκε καθοδόν) πως μια αριστερή κυβέρνηση θα συναντήσει λυσσαλέο πόλεμο σημαίνει πως δεν έπρεπε να πάει στον πόλεμο αυτό; πιο πριν ακόμα: πως δεν έπρεπε να υπάρξει καν, να μην είχε σχηματιστεί; (Τα ίδια ρητορικά ερωτήματα ισχύουν και στην –πιθανότερη ενδεχομένως– περίπτωση που η κυβέρνηση είχε υπερεκτιμήσει τις δυνάμεις της, τις δυνατότητες και την αποτελεσματικότητα των συμμαχιών που πίστευε ότι μπορεί να σχηματίσει.)

3. Είπα για πόλεμο, και δεν είναι σχήμα λόγου. Πόλεμο που, αν δεχτούμε πως κατέληξε σε ήττα, είχε οπωσδήποτε επιμέρους κερδισμένες μάχες, διόλου ασήμαντες:
(α) καταστράφηκε ένα από τα υπερόπλα που χρησιμοποίησαν οι άλλοι, οι μέσα και οι έξω: η ύπαρξη τάχα κρυφής ατζέντας για έξοδο απ’ το ευρώ, γενικότερα πως όλα ήταν συνεννοημένο παιχνίδι·
(β) καταδείχτηκε, ακόμα πιο σημαντικό, πόσο γυμνός και αποκρουστικός στη γύμνια του είναι ο γηραιός βασιλιάς, η Ευρώπη· και το σημαντικότερο,
(γ) αναδείχτηκαν οι διεθνείς διαστάσεις του ελληνικού προβλήματος.

4. Έπαιξε το κεφάλι του σ’ αυτό τον πόλεμο ο Τσίπρας, έμεινε έκθετος στην κριτική για πολιτική αφέλεια, ανικανότητα, υπογραφή μνημονίου κτλ., σώζοντας όμως, το λέω κι ας ακούγεται παράδοξο, πολιτική ηθική και εντιμότητα. Γιατί, όσο νωρίτερα είχε υπογράψει μια έτσι κι αλλιώς κακή συμφωνία (που μόνο αναδρομικά, εκ των υστέρων, τη λέμε ευνοϊκότερη!) τόσο περισσότερο έκθετος θα ήταν ηθικοπολιτικά, θα είχε κάψει οριστικά κάθε του κεφάλαιο, αφού δεν θα είχε εξαντλήσει ακριβώς κάθε όριο, δικό του και μοιραία και της χώρας.

Δεν θα είχε πολεμήσει εντέλει. Μέχρι τέλους. Και όταν πας στον πόλεμο, πας φυσικά για να νικήσεις, ξέρεις ωστόσο πως μπορεί και να νικηθείς. Ή και να μη γυρίσεις.

Αν τώρα οδηγηθήκαμε σε ήττα (κάτι που πρέπει πάντως πάντα να συνεξετάζεται με αντικειμενικές συνθήκες και συσχετισμούς, καθώς και με υπάρχουσες επιλογές), ξέρουμε πως οι νίκες θεμελιώνονται σε ήττες. Εννοώ αυτά που είναι η ιστορική αλήθεια, πως η ήττα μας μπορεί να οδηγήσει αύριο σε νίκη άλλων, π.χ. στην Ισπανία, μεθαύριο σε δική μας. Αμήν.

buzz it!

11/7/15

Το απροσδόκητο και όντως νέο

(Εφημερίδα των συντακτών 11 Ιουλ. 2015)


«Ό,τι στοίχημα θες» συμφώνησε ο Δημήτρης, σίγουρος για την επικράτηση του Όχι, αμέσως μόλις προκηρύχτηκε το δημοψήφισμα, κάτι που το έβρισκα απίθανο εγώ: «Κερνάω μακαρονάδα με κιμά» πρότεινα, ένα κλασικό μας αστείο, «όμως εσύ θα φας γαρίδες, άμα χάσεις» τον απείλησα, έτσι που απεχθάνεται καθετί θαλασσινό. Αρχικά δεν πτοήθηκε, όμως τον κλόνισα σιγά σιγά: συν οι γαρίδες, σχεδόν το ακύρωσε το στοίχημα. Δεν βγαίνουν τα κουκιά, επέμενα· θα φύγει σημαντικό μέρος των ψηφοφόρων του Σύριζα που τον είδαν να αθετεί τις υποσχέσεις του, χώρια οι τρομοκρατημένοι στο ενδεχόμενο της δραχμής, και πηγή αναπλήρωσης δεν υπάρχει, αφού το ΚΚΕ λόγου χάρη μάλλον αποχή θα προτείνει, τουλάχιστον στη ζούλα. Και νά που το ΚΚΕ πρότεινε επισήμως άκυρο-αποχή, έκλεισαν έπειτα και οι τράπεζες, εντάθηκε η σταυροφορία των εναντίων: θεωρητικά, ο θρίαμβος του Ναι!

Αλλά όσο πλησίαζε η Κυριακή της Κρίσεως, σαν να υποχωρούσε το σοκ από το κλείσιμο των τραπεζών και πλήθαιναν οι ενδείξεις πως τις γλιτώνει τις γαρίδες ο Δημήτρης: στήθος με στήθος ο αγώνας, στη μισή με μία μονάδα θα κριθεί, έμοιαζε να είναι η κοινή πεποίθηση, με μικρή ανοδική τάση –ή απλώς ευχή;– του Όχι.

Το αποτέλεσμα αιφνιδίασε τους πάντες. Πολλά ειπώθηκαν ήδη, μαζί και ότι καθοριστικός παράγοντας για την επικράτηση του Όχι ήταν ακριβώς η σταυροφορία των εναντίων, που μετήλθαν κάθε μα κάθε μέσο, νόμιμο και παράνομο: η τακτική αυτή, με δεδομένη πια την ανυποληψία του συνόλου σχεδόν των ΜΜΕ και των παραδοσιακών κομμάτων, πιο πολύ απώθησε παρά προσέλκυσε ψηφοφόρους.

Μ’ όλους αυτούς και όποιους άλλους επιπλέον λόγους, όποιες κι αν είναι στο μεταξύ ή στο άμεσο –και όχι μόνο– μέλλον οι συνέπειες αυτής της ψήφου, όποια κι αν είναι τώρα ή αργότερα η έκβαση, έξοδος απ’ το ευρώ, χρεοκοπία, πυρηνική καταστροφή, εξαέρωση της χώρας, ό,τι κι αν έχει ή δεν έχει κατά νου ο Τσίπρας, κρυφή ή φανερή ατζέντα, το μοναδικό στην ιστορία μας είναι ακριβώς η στάση των ψηφοφόρων, που θα μπορούσε πρόχειρα να επιγραφεί σαν εξαφάνιση της πολυπληθέστατης τάξης των κοψοχέρηδων.

Ένα είναι το αδιαμφισβήτητο νόημα του Όχι σ’ αυτό το άχρηστο, το άκυρο, το αντισυνταγματικό ή όπως αλλιώς το είπαν δημοψήφισμα, με το άκυρο ή ανύπαρκτο ή ασαφές ερώτημα: το Όχι, πιο πολύ από Όχι στην άλφα ή βήτα συμφωνία, ή στους εκβιασμούς των εταίρων, ή γενικότερα στο ευρώ και στην Ευρώπη, ήταν Όχι στο παλιό πολιτικό σύστημα, αυτό ακριβώς που οδήγησε τη χώρα στην καταστροφή. Αν ο αντίλογος ήταν πως ούτε ο Σύριζα είναι το καινούριο, και ίσα ίσα είναι εξίσου ή και περισσότερο φαύλος κ.ο.κ., πάλι το Όχι είναι σίγουρο Όχι στους άλλους. Μπορεί χωρίς μεγάλη πίστη πια στο καινούριο το οποίο αντιπροσωπεύει –αν και εφόσον!– ο Σύριζα, όμως απόλυτο Όχι στο αποδεδειγμένα αποτυχημένο παλιό.

Ο απογαλακτισμός από τον δικομματισμό και η απόρριψη του παλιού συστήματος είχε αποτυπωθεί ήδη στις ευρωεκλογές του ’14, και κυρίως στις φετινές βουλευτικές, παρά την πανστρατιά των εναντίων και πάλι, και τη συντονισμένη έσωθεν και έξωθεν τρομοκρατία.

Τώρα όμως είχαμε μια καινούρια, ιδιαίτερα εντυπωσιακή παράμετρο, η οποία στοιχειοθετεί τεράστια ειδοποιό διαφορά: στις ευρωεκλογές του ’14 και οπωσδήποτε στις φετινές βουλευτικές, κάλλιστα και βάσιμα μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι η ψήφος στον Σύριζα είχε άμεση σχέση με την παροχολογία του. Εκτινάχτηκε έτσι στα ύψη το ποσοστό του και καταποντίστηκαν τα παραδοσιακά κόμματα. Ήρθε όμως η σκληρή πραγματικότητα, η ανώμαλη προσγείωση του Σύριζα και μαζί των ψηφοφόρων: ο ουρανός με τ’ άστρα που τους είχαν τάξει, φάνταζε όλο και πιο μακρινός, ουτοπική ή και εμπρόθετα απατηλή εξαγγελία, άρχιζε πια να εξαντλείται η υπομονή, φούντωνε η κριτική απ’ έξω κι από μέσα, ακόμα κι απ’ το ίδιο το κόμμα.

Και εκεί που έχουν διαψευστεί οι προσδοκίες, έχουν ακυρωθεί στην πράξη οι εξαγγελίες, τα πάντα είναι άδηλα, εάν θα βγούμε ή θα μας βγάλουν από το ευρώ, αν θα βουλιάξουμε κι άλλο ακόμα, με το αδιανόητο λίγο πιο πριν: τις τράπεζες κλειστές, ο αιθεροβάμων ή απατεών πρωθυπουργός πετυχαίνει την περιφανέστερη νίκη. Ποσοστό κοντά 62%, εξωπραγματικό ιδίως στις συγκεκριμένες συνθήκες, σε εμπόλεμη κυριολεκτικά περίοδο, όπου θα μπορούσε κανείς να πει πως και το αντίστροφο, δηλαδή ένα 40%, θα ήταν ήδη νίκη.

Αυτή η ψήφος στο άδηλο και ασαφές και με υψηλότατο ρίσκο, αν όχι με σίγουρα σκληρότατο τίμημα, αντί για το γνωστό μα αποδεδειγμένα καταστροφικό, αυτή η εντυπωσιακά ακαθοδήγητη εντέλει ψήφος, η κουφή και τυφλή στις παντοειδείς, επιστημονικά μεθοδευμένες πιέσεις έχει πολλά να μας πει.

Για την ώρα κουφοί και τυφλοί επιμένουν να παραμένουν οι άλλοι.

buzz it!

4/7/15

Το δημοψήφισμα και το ηθικό πλεονέκτημα

(Εφημερίδα των συντακτών 4 Ιουλ. 2015)




Ημέρα Τετάρτη γράφεται η στήλη αυτή και ώς το Σάββατο που ενδεχομένως διαβάζεται, είναι άγνωστο τι θα μεσολαβήσει. Αλλά, όποια κι αν είναι η εξέλιξη, ανεξάρτητα από την επικαιρότητα, υπάρχει μία ουσιώδης παράμετρος που ελάχιστα θίγεται, ένα στοιχείο που αναδείχτηκε τα τελευταία ιδίως χρόνια και έχουμε τόσο εξοικειωθεί πια μ’ αυτό, που μας φαίνεται περίπου αυτονόητο και φυσικό, ακόμα και τώρα που έφτασε στο έσχατο όριό του. Αναφέρομαι στον πολιτικό κυνισμό, σ’ έναν συστατικό πλέον αμοραλισμό που εδραιώθηκε σιγά σιγά στον δημόσιο βίο και διαβρώνει αργά αλλά αποτελεσματικά τον κοινωνικό ιστό.

Δεν χρειάζεται να αναπαραγάγω τις ποικίλες αντιδράσεις που ξεσήκωσε η απόφαση για το δημοψήφισμα και τα επιχειρήματα εναντίον της, που υπερπροβάλλονται εξάλλου συντεταγμένα από τα ΜΜΕ. Δείγμα της αμετροέπειας μόνο και της σύγχυσης των ορίων: π.χ. ο λόγος για «τους εγχώριους νεομπολσεβίκους [που] ονειρεύονται την επιβολή του σοβιετικού αυταρχισμού με τον οποίο γαλουχήθηκαν όλα αυτά τα χρόνια της Μεταπολίτευσης» και για την «ολοκληρωτική κυβέρνηση, με κρυφή ατζέντα, που εκφράζει τους πιο μύχιους πόθους και φαντασιώσεις μιας αριστερής κομμουνιστικής νομενκλατούρας, βαλκανικής κοπής, για την οποία τα όρια του κόσμου της είναι τα όρια των σοβιέτ των Εξαρχείων» (Δ. Β. Τριανταφυλλίδης, The book’s journal, 29.6.15)· ή πάλι για την «πολιτική απόφαση που θα μας οδηγήσει στην αποκοπή από την Ευρώπη», απόφαση που «ισοδυναμεί με το πολιτικό πραξικόπημα [!] που επέτρεψε στους μπολσεβίκους να επιβάλουν την απάνθρωπη τυραννία τους» (Τ. Θεοδωρόπουλος, Καθημερινή 28.6.15), χαρακτηρισμοί που ανταγωνίζονται τις κλασικές πια οιμωγές για την επικείμενη νέα Μικρασιατική Καταστροφή.

Θα έγινε ήδη φανερό ότι, παρά την έντονη, ομολογώ, ανησυχία μου, θεωρώ πως το δημοψήφισμα ήταν αναπόφευκτη λύση –τουλάχιστον όσο δεν υπήρχε περιθώριο για εκλογές. Σαν «απόδειξη» δεν θα χρησιμοποιήσω κανένα από τα επιχειρήματα της κυβέρνησης, αλλά αποκλειστικά τις αιτιάσεις της αντιπολίτευσης, μολονότι η αλήθεια είναι πως ορισμένες από αυτές, κάποτε μπορεί και όλες, τις συμμερίζεται και σεβαστή μερίδα από φιλοσυριζαϊκές ή και καθαυτό συριζαϊκές δυνάμεις.

Ώστε ο Τσίπρας οδήγησε τη χώρα στα βράχια; εξαπάτησε τον λαό με την παροχολογία του; δεν εφάρμοσε τίποτα από όσα είχε εξαγγείλει; απέτυχε γενικότερα στην πολιτική του; δεν διαπραγματεύτηκε ουσιαστικά, δεν είχε σχέδιο, ούτε προτάσεις; κατάστρεψε την οικονομία και τη χώρα κτλ.;

Ε τότε, για όλους αυτούς τους λόγους, η απάντηση μπορεί να είναι σταθερά μία: δημοψήφισμα!

Χίλιοι και ένας λόγοι δηλαδή, σ’ έναν μακρύ, ατέλειωτο κατάλογο που μπορεί να τον συμπληρώσει ο καθένας, επιβάλλουν προσφυγή στον λαό, ώστε να του δοθεί η δυνατότητα να αποδοκιμάσει την κυβερνητική πολιτική, ή αλλιώς να ανανεώσει την εντολή, ακριβέστερα: να δώσει νέα εντολή, με βάση τα νέα δεδομένα.

Πιο ξεκάθαρο και απλό δεν θα μπορούσε να είναι: τόσον καιρό ο Τσίπρας κατάγγελλε, ορθά, ορθότατα, την κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου ότι δεν είχε λαϊκή νομιμοποίηση, αφού για άλλα είχε εκλεγεί και άλλα, διαμετρικά αντίθετα, έπραττε· και την καλούσε να παραιτηθεί και να προχωρήσει σε εκλογές. Το ίδιο μπορούν να του αντιγυρίσουν τώρα, άσχετο αν εξίσου ορθά ή όχι, πως για άλλα είχε κι ο ίδιος εντολή και άλλα έπραξε. Αν τόσο μπόρεσε, αν είχε τη γνωστή πανστρατιά με τα υπερόπλα απέναντί του κτλ., έστω πως δεν τους αφορά: δικαίωμά τους.

Εδώ όμως ορθώνεται απροσμέτρητος ο κυνισμός που είπα: έχεις νωπή εντολή, του λένε (παραβλέποντας δολίως αυτό που έλεγαν την αμέσως προηγούμενη στιγμή, πως ήταν άλλη η εντολή!), προχώρα! Βγάλε τα κάστανα απ’ τη φωτιά (που ανάψαμε εμείς), ή μάλλον: βάλ’ το κεφάλι σου στον ντορβά, και ξέρουμε εμείς. Παράλληλα αποσιωπάται, όταν δεν επικροτείται κιόλας, για τυφλούς αντιπολιτευτικούς λόγους, η παρελκυστική τακτική, οι παλινωδίες και οι εκβιασμοί των εταίρων, καθώς και η άμεση ανάμειξή τους στα εσωτερικά της χώρας. Προπαντός αποσιωπάται –και πια δεν απευθύνομαι στην κλασική αντιπολίτευση αλλά σε φίλους και δικούς– η ιστορική διάσταση του προβλήματος, η αναγκαία, διαρκής αναφορά στη βασική ευθύνη όσων έφεραν τη χώρα στο χείλος του γκρεμού, ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι ο Τσίπρας τώρα θα τη ρίξει μέσα.

Όμως η λειψή ματιά και ο λειψός λόγος συνεπάγονται αναπόφευκτα λειψή πολιτική, παναπεί εξόχως αναποτελεσματική, κυρίως αναντίστοιχη με τις όποιες καλές προθέσεις μας. Και οι καιροί δεν τα αντέχουν αυτά.

Κατά τη γνώμη μου, το δημοψήφισμα, ακόμα κι αν αποφασίστηκε σαν διαπραγματευτικό χαρτί, αποτελεί εξ αντικειμένου ενέργεια θεμελιώδους πολιτικής εντιμότητας. Με το δημοψήφισμα ο Αλέξης Τσίπρας διατηρεί ή έστω επανακτά το ηθικό πλεονέκτημα που έχει μια κυβέρνηση της αριστεράς απέναντι στις διεφθαρμένες κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και ΝΔ.

Εάν μας ενδιαφέρει ακόμα η υπόθεση της αριστεράς… Γενικότερα: της δημοκρατίας.

buzz it!