24/3/17

Το στάιλινγκ σαν πολιτική κριτική - Ο Ρουβίκωνας στον Ρουβίκωνα - Άλλος για τον ποταμό;

(Εφημερίδα των συντακτών 24 Μαρτ. 2017)


Το στάιλινγκ σαν πολιτική κριτική

«Παπούτσια δετά τύπου brogues (ενδεχομένως Church’s, αν και δεν είμαι σίγουρος), παντελόνι σιγκαρέτ (δηλαδή, κολάν για άνδρες και LBGT), δερμάτινο στενό σακάκι, γυαλί ηλίου καθρεφτιζέ πορτοκαλί…»

Κάποια οικοδέσποινα ή γλάστρα πρωινομεσημεριανάδικου, που γεμίζουν την ώρα τους με το τι φόρεσε ο άλφα και η βήτα στην τάδε κοσμική εμφάνισή τους; 

Και ποιον να αφορά η περιγραφή; Τον Λάκη Γαβαλά; τον Τρύφωνα Σαμαρά; ή άλλο, βήτα κατηγορίας όνομα, γκέι μάλλον, όπως υποβάλλει η αναφορά σε LGBT (εντάξει: τυπογραφική αβλεψία το LBGT); 

Όχι· κάποιον βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, που (δίνω ολόκληρο τώρα το απόσπασμα)

«Το όνομά του δεν έχει σημασία, αλλά την όψη του πρέπει να την περιγράψω, διότι ήταν η ενσάρκωση της “ανάπτυξης”: Παπούτσια δετά τύπου brogues (ενδεχομένως Church’s, αν και δεν είμαι σίγουρος), παντελόνι σιγκαρέτ (δηλαδή, κολάν για άνδρες και LBGT), δερμάτινο στενό σακάκι, γυαλί ηλίου καθρεφτιζέ πορτοκαλί. Με άλλα λόγια, ένας συνήθης κακοχυμένος πενηντάρης μεταμφιεσμένος σε κακοχυμένο τριαντάρη. Για λύπηση ο μουσακάς...»

Και τελικά ποιος περιγράφει; Στην έγκριτη Καθημερινή η πρώην Πανδώρα του Βήματος και τώρα Φαληρεύς, ο Στέφανος Κασιμάτης: Όντως, για λύπηση ο μουσακάς!

Που διαπρέπει σε ενδυματολογικές και γενικότερες ανθρωπολογικές παρατηρήσεις: όταν γράφει για το σακίδιο του Τσακαλώτου, ο οποίος το χρειάζεται κυρίως «για να ενισχύει την όψη του λέτσου, που οφείλει να προβάλει ο καλός αριστερός για τον εαυτό του...»· ή για την «ιδιότυπη σχέση που διατηρεί ο Ζίζεκ με το σαμπουάν και τα άλλα είδη ατομικής καθαριότητας...» κ.ά.

Ξανά: για λύπηση –κι ούτε καν μουσακάς.


Ο Ρουβίκωνας στον Ρουβίκωνα

«Το δηλώνουμε εταστικά»: δηλαδή; Αν λάβουμε υπόψη μας ότι το λόγιο και σπάνιο (κατά Μπαμπινιώτη!) επίθετο εταστικός σημαίνει διερευνητικός, παρατηρητικός κτλ., τίποτα! 

Απλώς ζουραρισμός, επί το λαϊκότερον ζουραριδιά, από το όνομα του επιφανέστερου εκπροσώπου της σχολής: μια λόγια ή λογιόμορφη λέξη που δεν σημαίνει τίποτα, ιδίως στη συγκεκριμένη θέση. Κοινώς, άλλη μια από τις αυτοκτονικές απόπειρες όσων πιστεύουν ότι η μία και ενιαία γλώσσα δεν έχει διακριτές, διαφορετικές φάσεις, άρα και σύνταξη και λεξιλόγιο, άρα όρια, κι έτσι θεωρούν ότι μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα στα αχανή εδάφη της γλώσσας. Κι έτσι όπως απομακρύνονται από το φυσικό γλωσσικό τους περιβάλλον, πέφτουν μοιραία σε ναρκοπέδια (κανόνας που επαληθεύεται με μαθηματική ακρίβεια στον λόγο όλων, σχεδόν ανεξαιρέτως, των λογιόπληκτων), ή αναλόγως πνίγονται: καλή ώρα στον ποταμό Ρουβίκωνα· και για την ακρίβεια: ο Ρουβίκωνας στον Ρουβίκωνα.

Γιατί το αλίευμα είναι από την τελευταία προκήρυξη του Ρουβίκωνα, έπειτα από την επίθεση στα γραφεία της αλυσίδας Mikel. Δεν είχα ξαναδιαβάσει, ομολογώ, κείμενο της οργάνωσης αυτής, κι έτσι ξαφνιάστηκα, καθώς είχα μείνει πολύ πίσω, στον περίφημο «ξύλινο» λόγο των αριστερίστικων κ.ά. ομάδων, της μεταπολίτευσης λόγου χάρη.

Τώρα, ανθούν τα στερεοτυπικά πλέον της λογιόπληκτης εποχής: εισήλθε στο νοσοκομείο, αντί: μπήκε· τα κέρδη ανήλθαν στα τόσα εκατομμύρια, αντί: έφτασαν…· μαζί όμως με άλλα, περιδιαγραμμάτου ή και περίπου ελληνικά:  

μετέρχεται σε καθημερινή βάση του κινδύνου τροχαίου, αντί: κινδυνεύει κάθε μέρα… (αφήνω την κοινότατη, όμως καθαρά λογιόστροφη λάθος σύνταξη τού ρ. μετέρχομαι με γενική)· ο κίνδυνος επαυξάνεται λόγω της αγχογόνου συνθήκης που επιβάλλει η παράδοση των πλείστων παραγγελιών στην ώρα τους· στο συγκεκριμένο παιχνίδι των πεσσών μεταξύ κεφαλαίου και εργαζομένων οι κανόνες a priori έχουν απολεσθεί…· η εν λόγω αλυσίδα καταστημάτων βρίθει καταγγελιών και μαρτυριών εργαζομένων· συντηρούν την εικόνα των οιονεί απίστων για τον εαυτό τους, κ.ά., όλα του Ρουβίκωνα, εννοείται.

Οιονεί ελληνικά.


Άλλος για τον ποταμό;

Ο Θεόδωρος Πάγκαλος, απροπό. Που πνίγηκε κι αυτός στα νερά του Ρουβίκωνα, όταν σε ραδιοφωνική εκπομπή, με αφορμή κάποια άλλη επιχείρηση της ομώνυμης οργάνωσης, είπε εμβριθώς –χωρίς κανένας να τον διορθώσει, έτσι πειστικός που ακούγεται πάντα ο στόμφος, είτε στα εγκυκλοπαιδικά, όπως εδώ, είτε στα ζουράρικα ελληνικά, όπως τα παραπάνω. Είπε λοιπόν ο Πάγκαλος:

«Τώρα τον Ρουβίκωνα διήλθε, όπως ξέρετε, ο Καίσαρ και είπε το περίφημο βέντι, βίντι, βίνσι». Μόνο που ο Καίσαρας, όταν διάβηκε τον Ρουβίκωνα, είπε το άλλο περίφημο, ότι ο κύβος ερρίφθη! Σε άλλη περίπτωση, αναγγέλλοντας στη Σύγκλητο κάποια νίκη του, είπε το veni, vidi, vici (ήλθον, είδον, ενίκησα), και όχι: «vedi, vidi, vinci», όπως τα είπε ο κάποτε συνδαιτυμόνας μας στο φαγοπότι.

Παρωνυχίδα όμως, μπροστά στους τόμους τους οποίους γεμίζουνε τα μύρια όσα του Παγκάλου.

buzz it!

19/3/17

Η Γαλλίδα Emily Brontë και το test-άκι

(Εφημερίδα των συντακτών 18 Μαρτ. 2017)


Πίτερ Μπρέχελ (Μπρύγκελ, Μπρέγκελ κ.ά.!) ο πρεσβύτερος, "Ο πύργος της Βαβέλ"



«Θα μιλήσουμε για την Έμιλυ Μπροντέ· δεν ξέρω γαλλικά, αλλά θα κάνω πως ξέρω: Έμιλυ Μπγοντέ…» έκανε χαριτωμένα ο παρουσιαστής, μ’ ένα κλειστό, γαλλικοφανές έψιλον στο επίθετο· «Αγγλίδα είναι» τον έκοψε ο παρουσιαζόμενος.

Η σκηνή, που μου την επισήμανε με μέιλ του φίλος αναγνώστης, διαδραματίστηκε στην εκπομπή «Στάση ΕΡΤ», η οποία μας απασχόλησε πρόσφατα, όταν παρουσίασε το πόνημα μιας μαθήτριας της «σχολής» Άδωνη, έκδοση οίκου που μας χαρίζει Κωνσταντίνο Πλεύρη και διάφορους άλλους «γνήσιους Έλληνες». Τώρα (2/3) παρουσιαζόταν ο σκηνοθέτης Γιάννης Καλαβριανός, που διασκεύασε τα Ανεμοδαρμένα ύψη της Έμιλυ Μπροντέ. Να μην το ήξερε το κλασικό αυτό έργο ο παρουσιαστής (Ανδρέας Ροδίτης); Δεν νομίζω· θα το ήξερε, θα το είχε ακουστά, κι αυτό και τη συγγραφέα του· απλώς μπορεί να μην ήξερε πως είναι Αγγλίδα: αλλά τότε δεν είχε φροντίσει να μάθει τα πλέον στοιχειώδη για την εκπομπή που ετοίμαζε; Ή δεν την ετοίμαζε; Κι είχε μπροστά του ένα χαρτί με ονόματα και τίτλους, που τα διάβαζε πρίμα βίστα, εκείνη την ώρα; Και τότε, αναρωτιέμαι, και περνάω στο θέμα μου, μήπως ήταν λατινικά γραμμένο το όνομα π.χ. της Μπροντέ: Emily Brontë, μ’ αυτά τα περίεργα διαλυτικά στο τέλος, που του φάνηκαν κάτι σαν τη γαλλική οξεία;

Τα λατινόγραπτα ονόματα με έχουν απασχολήσει πολλές φορές, αυτή η τάση που οφείλεται συχνά σε επιστημονική σχολαστικότητα, άλλοτε σε απλή ξενομανία, ίσως σε μια αθώα παρανόηση ότι τα ξένα μένουν, άρα και γράφονται, πάντα ξένα. Υπάρχει πάντα κάποια λογική πίσω απ’ όλα αυτά, το θέμα είναι ότι άλλοτε διαιωνίζουν ή προκαλούν εσφαλμένη προφορά: «Κίρκεγκαρντ» γράφουν συχνά τον Κίρκεγκωρ (Kierkegaard), «Ντεσκάρτ» τον έχει σ’ ένα βιβλίο, κι όχι μόνο μία φορά, τον Ντεκάρτ (Descartes) κάποιος βραβευμένος μάλιστα μεταφραστής, «Φουρτβάνγκλερ» άκουσα εμβρόντητος να λέει πρόσφατα στο Τρίτο επαγγελματίας μουσικός τον Φουρτβαίνγκλερ (Furtwängler)· το βασικότερο: δεν μεταδίδουν τη στοιχειώδη πληροφορία, για κάποιον που πρωτοσυναντά ένα όνομα –και θέλει να ξέρει τι διαβάζει, πώς θα μιλήσει έπειτα γι’ αυτόν που διάβασε, πώς θα αναζητήσει ένα βιβλίο, δίσκο του κτλ.

Στα όρια του κωμικού, η άγνωστη προφορά του ονόματος ενός θεατρικού συγγραφέα, που έργο του είδαμε πριν από πέντε χρόνια (Fucking games), άγνωστη ακόμα και στους συντελεστές της παράστασης, όπως ξανάγραφα: Grae Cleugh βλέπαμε παντού, από τη μαρκίζα του θεάτρου ώς τις εφημερίδες: «Κλυ», με κλειστό -υ, έλυσε την απορία ο ίδιος ο συγγραφέας όταν ήρθε στη χώρα μας.

Και πώς να προφέρεται ο Ryszard Nieoczym, «σκηνοθέτης της ενδιαφέρουσας, φαίνεται, παράστασης The sky up above», αναρωτιόταν και η ίδια η κριτικός που τον ανέφερε. Πώς να ξέρει κανείς ότι προφέρεται Γιέλμσλεβ ο Δανός γλωσσολόγος Hjelmslev και Ντόνοχιου ο Ιρλανδός κριτικός Denis Donoghue;

Αντί λοιπόν για τη στοιχειώδη υποχρέωσή μας για τη μετάδοση της στοιχειώδους πληροφορίας, αρχικά· αντί για τη δεξίωση στη γλώσσα μας και τη μονιμοποίηση έπειτα αυτών που μας προσφέρουν τη μουσική τους, την ποίησή τους, την επιστήμη τους κ.ο.κ., τους κρατούμε πάντοτε απέξω –συχνά και σε αλφάβητο άλλο από της γλώσσας τους: Tchekhov, Prokoviev, Mayakovsky κτλ.

Νεότερη τάση, που συμπίπτει και προφανώς συνδέεται με γενικότερες λογιόστροφες καθαριστικές τάσεις, είναι να γράφονται με λατινικά στοιχεία λέξεις που έχουν ενσωματωθεί προ πολλού  στη γλώσσα μας: «ένα πραγματικό bijoux», «ο δημοσιογράφος υποστηρίζει ότι embargo δεν υπήρχε», «μοιράζει prospectus με οδηγίες χρήσης», σε τίτλο: «Πολιτική assortie με σεξουαλικά σκάνδαλα», και πάλι σε τίτλο: «Τα ωραία πλάνα και το sabotage», ή το stress, το album και το test.

Το test λοιπόν, αλλά και το test-άκι! Άλλη κατηγορία αυτό, άλλο σκαλί: μια λέξη τώρα που επίσης έχει αποκτήσει υπηκοότητα ελληνική, δίνει μάλιστα και παράγωγα, υποκοριστικό εν προκειμένω, στιγματίζεται ξαφνικά σαν ξένη, και μπάσταρδο το παιδί της.

Ακόμα πιο γόνιμη στάθηκε στα εδάφη μας η λέξη ροκ: ροκάς-ροκάδες, ροκιά, ροκάρω, κι όμως διαβάζω τίτλο: «Όταν η Θύρα 13 rockάρει»! Ενώ «Hollywoodιανός αστέρας απολαμβάνει τον ήλιο της Ελλάδας»!

Σχετικά πρόσφατο δάνειο είναι ο κόουτς (coach), με πολλά ατού (atouts: ναι, κι αυτό το είδα κάπου) υπέρ του: είναι δισύλλαβο, έναντι του 4σύλλαβου προπονητή και της 5σύλλαβης προπονήτριας, κυρίως μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε προσφώνηση: καλημέρα, κόουτς κτλ., ενώ κανένας δεν μπορούσε να πει και δεν έλεγε ποτέ: «καλημέρα, προπονητή» κτλ. Έτσι, ενσωματώθηκε γρήγορα, δίνοντας και παράγωγα: κοουτσάρω, κοουτσάρισμα· όμως διαβάζω πως «μητέρα coachάρει την κόρη της».

Ίδια είναι και τα internet-ικός, googleάρω κ.ά., παράγωγα κι αυτά νεότερων δανείων, με ευρύτερη χρήση.

Μοιάζει τραγελαφικό και οξύμωρο, να είναι ευρύχωρη και δημιουργική η γλώσσα, και οι ίδιοι οι φορείς και χρήστες της εντέλει φοβικοί.

buzz it!

12/3/17

Η αυτοχειρία ενός συγγραφέα

(Εφημερίδα των συντακτών 11 Μαρτ. 2017)


«Ανήκω σε έναν λαό τον οποίο βδελύσσομαι. Το βδέλυγμα είναι αυτός ο λαός. Ο ελληνικός λαός. Ο ελληνικός λαός είναι ένα βδέλυγμα. Ο λαός αυτός είναι πλέον ικανός και πανέτοιμος για το χειρότερο. Για το χείριστο. Δεν είναι ικανός και πανέτοιμος παρά μόνο γι’ αυτό. Επειδή ο ίδιος ανήκει στο χειρότερο. Στο χείριστο. Ο ελληνικός λαός ανήκει οριστικά στο μη περαιτέρω του χείριστου.

»Βρίσκεται σε πλήρη διαθεσιμότητα για να γεννάει μόνο τέρατα. Η γονιμότητά του, η μοναδική την οποία διαθέτει, είναι πλέον προγραμματισμένη γενετικώς και καθηλωμένη αποκλειστικώς στην τερατογένεση. Ο ελληνικός λαός είναι ένα τέρας προορισμένο να γεννάει μόνο τέρατα...»

Έτσι άρχιζε ο συγγραφέας Δημήτρης Δημητριάδης ένα κείμενό του, με τίτλο «Το βδέλυγμα» (LiFO 30.9.15), ένα παραληρηματικό κείμενο με αφοριστικό ύφος και μια ναρκισσευόμενη, κούφια εσχατολογία, χωρίς ίχνος κριτικής σκέψης και επιχειρήματος. Όπως ήταν φυσικό, το κείμενο σχολιάστηκε ευρέως για την προκλητικότητα και τη βαθύτερη ιδεολογική ουσία του –για την «ανερυθρίαστη αισθητικοποίηση της πολιτικής» σε συνδυασμό με την «επιδεικτική απουσία κοινωνικών όρων», που συνιστούν εντέλει ένα κείμενο «φασιστικό στην κυριολεξία του», όπως έγραψε π.χ. εδώ ο Θωμάς Τσαλαπάτης («Πεθαίνω σαν βδέλυγμα», 3.10.15).

Υπάρχει όμως κάτι περισσότερο κι από αυτό, όπως επισήμανε ο Παντελής Μπουκάλας (Καθημερινή 11.10.15):

«Μόνο οι λέξεις είναι κάπως νέες στο κείμενο του Δημητριάδη. Ο τόνος των λεγομένων του είναι ίδιος χρόνια τώρα, ιδίως αφότου στερεώθηκε μέσα του η πίστη (που δηλώνεται άλλωστε ρητά και κατηγορηματικά) πως είναι αδικημένος στην Ελλάδα. Φλεβάρη του 2008, παρουσιάζοντας στην Καθημερινή ένα καινούργιο βιβλίο του συγγραφέα, τους Καταλόγους 13-14 [...], που συνόψιζαν το πιστεύω του πως όλα οδεύουν στο σκοτάδι και στο ΜΗΔΕΝ, έλεγα και τα εξής: “Ο Δημητριάδης έχει μιλήσει με φωνή έκδηλα επιθετική και οργισμένη ή εσωτερικευμένη και μυστική (και η έκδηλη ή και προκλητική επιθετικότητα άλλωστε ακούγεται κάποιες φορές σαν το άλλο όνομα μιας αποφασισμένης ενδοστρέφειας, ενδεχομένως και αυταρέσκειας), αποφατική, ιερατική ή χλευαστική, με φωνή που καταφάσκει την τέχνη κι άλλοτε πάλι διατυπώνει αυστηρές επιφυλάξεις, οι οποίες παίρνουν πια μια μηδενιστική οξύτητα όταν αναφέρονται στον κόσμο εν γένει, ο οποίος εξεικονίζεται ολονέν εφιαλτικότερος”».

Ενάμιση χρόνο μετά το «Βδέλυγμα», ο Δημητριάδης ένιωσε την ανάγκη να επανέλθει («Ο γάντζος», Athens Review of Books, Μάρτ. ’17), στην ίδια πάντα γραμμή, αλλά σε νηφαλιότερο σχετικά τόνο και με μια απόπειρα τάχα εμβάθυνσης. Έτσι, εξετάζεται «αυτό που θα αποκαλούσαμε “ψυχισμό του ελληνικού λαού”, προπάντων σήμερα, με συσσωρευμένη μέσα του όλη την πολύπλοκη συγκομιδή των δύο τουλάχιστον προηγούμενων αιώνων μέχρι σήμερα», «μία περιοχή που ο ίδιος ο λαός, παρότι, ή λόγω τού ότι, την φέρει μέσα του, τρομάζει όχι μόνο να την κοιτάξει, αλλά τρομάζει και να διανοηθεί ακόμη ότι είναι ο φορέας της», και τελικά «αποδίδει τα δεινά του στον “ψυχισμό άλλων” των οποίων παραμένει, όπως πιστεύει, αιώνιο θύμα».

«Ο δικός του [ψυχισμός] συνίσταται από μία συγκρουσιακή συνύπαρξη αντιμαχόμενων ακροτήτων, οι οποίες λειτουργούν πλέον μέσα του ανεξάρτητα από την σκέψη και την θέλησή του, είναι δέσμιός τους, σε σημείο τέτοιο ώστε να διακατέχεται από πάσης φύσεως φαντάσματα τα οποία δεν του επιτρέπουν, μέχρι στιγμής, να ωριμάσει [...].

»Ο ελληνικός λαός, ως αυτή η ζοφερή εσωτερική περιπλοκότητα, συνιστά μία εκτρωματική καταγωγή όλων εκείνων των πεπραγμένων που αναφέρθηκαν προηγουμένως. Ό,τι προέρχεται από την καταγωγή που είναι αυτός ο λαός, είναι, και δεν μπορεί παρά να είναι, εκτρωματικό…»

Η συνέχεια, ίδια με τα παλιά. Μοιάζει εντέλει εφιαλτικό: «Αυτός αν ζούσε στη Γερμανία του ’30, θα ήταν σήμερα ολόκληρο κεφάλαιο της σύγχρονης ευρωπαϊκής Ιστορίας» σχολίασε ο γείτονας εδώ Δημήτρης Αγγελίδης.

Υπάρχει όμως κάτι ακόμα πιο εφιαλτικό, από μιαν άποψη: η αυτοκαταστροφική μανία του συγγραφέα, όπως μπορούμε να τη δούμε έπειτα από μακρά πλέον πορεία (με βάση και την επισήμανση του Μπουκάλα), του συγγραφέα που ξαναγράφει διαρκώς το εμβληματικό, όπως λέγεται, εσχατολογικό έργο του, το Πεθαίνω σα χώρα (1978), το πρώτο και το μόνο πάντως που γνώρισε την ομόθυμη αποδοχή κριτικής και αναγνωστικού κοινού. Και ξαναγράφοντάς το, με βάση τα όσα είδαμε, το καταστρέφει, καθώς το απογυμνώνει από τις λογοτεχνικές προθέσεις του, αυτές που μπορούν συχνά και αντισταθμίζουν ακόμα και την πιο αποκρουστική ιδεολογία, που μπορούν συχνά και δημιουργούν τέχνη.

Τώρα, χωρίς την προστατευτική σκευή της τέχνης, μένει γυμνή η ιδεολογία, το κείμενο γίνεται απλοϊκό μανιφέστο, και ο συγγραφέας μένει εκτεθειμένος στον κίνδυνο να χαρακτηριστεί, χειρότερα εντέλει κι από αντιδραστικός: γραφικός.

Κρίμα.

buzz it!

4/3/17

Ο απατεώνας και ο άγιος

(Εφημερίδα των συντακτών 4 Μαρτ. 2017)


Γραφικοί, καλτ, θεατρίνοι κτλ., με τέτοιους χαρακτηρισμούς, που σίγουρα ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και πάλι λίγα λένε, αρνιόμαστε να πάρουμε στα σοβαρά διάφορους που χτίζουν καριέρα αυτογελοιοποιούμενοι, προσφέροντας θέαμα και εξασφαλίζοντας μια θέση στις σατιρικές εκπομπές, έπειτα στα παρακάναλα κι από κει στα «σοβαρά» κανάλια, σε λαϊφστάιλ κι έπειτα πάλι «σοβαρές» εκπομπές και πάνελ. Κι από κει στη Βουλή των Ελλήνων! Να διαφεντεύουν με δική μας εντολή τη ζωή μας –αυτοί ακριβώς που τους είχαμε διασκεδαστές και γελωτοποιούς, οι άρχοντες εμείς! Πρόεδρος κοινοβουλευτικού πλέον κόμματος ο ένας, αντιπρόεδρος της αξιωματικής αντιπολίτευσης ο άλλος, και άλλοι, φευ ουκ ολίγοι. Είναι όμως κι άλλοι, που ακολούθησαν αντίστροφη πορεία: από τη Βουλή των Ελλήνων, καραγκιοζεύουν τώρα στα ΜΜΕ.

Για τον Πάγκαλο ο λόγος, που υπουργός επί δεκαετίες υπέγραψε τη χρεοκοπία της χώρας –μαζί με «τον τυροπιτά που δεν έκοβε απόδειξη»· τώρα στη σύνταξη αλλά όχι σε αποστρατεία, με καθημερινό σχεδόν βήμα σε ραδιόφωνα και εφημερίδες, φροντίζει να συντηρεί την εικόνα του με πιασάρικες ατάκες και ποζάτες αερολογίες.

Γράφει λοιπόν ο καθ’ ομολογίαν του απατεώνας Πάγκαλος, ακριβέστερα: μέλος «κυβέρνησης απατεώνων», για την οργουελιανή «νέα γλώσσα» (New speak), που εμφανίστηκε, λέει, και πήρε διαστάσεις με τους «Τσιπρανέλ», οι οποίοι είπαν την τρόικα «θεσμούς» κτλ. (Βήμα 26/2). Ώς εδώ συγκρατήθηκε ο Πάγκαλος, γιατί σε άλλα μεγάλα ήθελε να καταλήξει:

«Η προσπάθεια όμως δημιουργίας New speak συνεχίζεται. Προ ενός μηνός [!] περίπου εισήχθη [!] ένας νέος όρος, η λέξη “έμφυλος”. Ομολογώ ότι δεν τον εγνώριζα. Διαπίστωσα ρωτώντας γύρω μου και ανατρέχοντας σε λεξικά ότι πολλοί άλλοι μου διεκδικούσαν τη δάφνη της αγνοίας. Τελικά φαίνεται [!] ότι “έμφυλος” είναι κάποιος ή κάποια που ανήκει στις δύο βασικές ομοφυλοφιλικές ομάδες [!], είτε αποτελούνται από άνδρες είτε από γυναίκες, καθώς και όλους τους δυνατούς συνδυασμούς μεταξύ τους» ολοκληρώνει την αυτάρεσκη επίδειξη ανακρίβειας και ασυναρτησίας ο Πάγκαλος.

Γιατί, διαφορετικά, χρειάζεται απλώς μια στάλα παραπανίσιο μυαλό, κυρίως ήθος, για να καταλάβει πας μη Πάγκαλος, και χωρίς λεξικά, το επίθετο «έμφυλος»: πως η έμφυλη βία λ.χ. δεν είναι να πλακωθούν δυο άντρες στο ξύλο, αλλά να πλακώσει ο άντρας τη γυναίκα του στο ξύλο, η βία δηλαδή που έχει άξονα τις ανισότητες κατά φύλο –από τη χειροδικία ώς την κλειτοριδεκτομή.

Όμως ο Πάγκαλος, Πάγκαλος: «Επίσης θα πρέπει να προσθέσουμε στους εμφύλους, υποθέτω, τους παιδεραστές, τους κτηνοβάτες, τους νεκρόφιλους κ.ο.κ. Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου…» συνεχίζει, λες κι έμεινε τάχα να πει τίποτα παραπάνω. Εδώ εξάλλου ανταμώνει τις απόψεις του αγίου Πειραιώς, εξού και η συνειρμική επίκληση στα θεία, υποθέτω.

Εννοώ την ουσιαστικά εξίσωση ομοφυλόφιλων και κτηνοβατών την οποία διακονεί ο άγιος Πειραιώς, όταν επιμένει πως η αναγνώριση δικαιωμάτων στους ομοφυλόφιλους (π.χ. με το σύμφωνο συμβίωσης) είναι το πρώτο βήμα για την αναγνώριση της παιδεραστίας και της κτηνοβασίας, όπως υποτίθεται πως έχει γίνει στην Ολλανδία και τη Γερμανία.

Εδώ και χρόνια ο άγιος Πειραιώς επαναλαμβάνει κόπι-πέιστ (θεμιτό βεβαίως αυτό) τη σκοτεινή προφητεία του για το «ασύγγνωστο και τερατώδες κακούργημα εις βάρος του αιωνίου Θεού και του ανθρωπίνου προσώπου» που συντελείται «με την θεσμική αναγνώριση των αισχίστων παθών της ομοφυλοφιλίας σήμερα, της παιδοφιλίας αύριο (βλ. Ολλανδία) και της κτηνοβασίας μεθαύριο (βλ. Γερμανία)…»: αυτό όμως δεν είναι απλώς αθέμιτο, είναι «ασύγγνωστο και τερατώδες κακούργημα» απέναντι στο ποίμνιό του και στον Θεό του, αφού είναι ασύγγνωστο και τερατώδες ψεύδος!

Καταρχήν ο άγιος αλλά και νομικός ξέρει πως η πρώτη του επιστήμη δεν αναγνωρίζει άγνοια, αν αίφνης θέλει να μας πείσει ότι δεν ξέρει, κυρίως ότι δεν διάβασε τις επανειλημμένες δημοσιεύσεις και διαψεύσεις –όχι από εθνομηδενιστάς και κομμουνιστοσυμμορίτας, άγιε δέσποτα, αλλά π.χ. από το Χαμόγελο του Παιδιού. Που συνέβαλε και αυτό στο να μην αναγνωριστεί (π.χ. από τη Χάγη) κόμμα παιδεραστών στην Ολλανδία. Δεν υπήρξε δηλαδή ποτέ «θεσμική αναγνώριση» της παιδεραστίας στην Ολλανδία, όπως διατείνεται ο άγιος-και-νομικός: ένα κόμμα που ιδρύθηκε από τρία άτομα το 2006 δεν συγκέντρωσε ούτε καν τις 30 υπογραφές που χρειάζονταν για καθεμιά από τις 19 εκλογικές περιφέρειες, ώστε να μπορέσει να κατέβει στις εκλογές, και αυτοδιαλύθηκε το 2010. Εφτά χρόνια μετά, ο σεβασμιότατος επιμένει να διακινεί έναν άδηλης καταγωγής αλλά προφανούς σκοπιμότητας μύθο, με καρύκευμα τα περί κτηνοβασίας, που ούτε αυτή είναι «θεσμικά αναγνωρισμένη» στη Γερμανία ή αλλού (ίσα ίσα υπάρχει και σχετικός νόμος).

Γυρίζουμε όμως στον Πάγκαλό μας, που καταλήγει:

«Ας μας βοηθήσει ο Θεός. Φαίνεται ότι η κολασμένη φαντασία του ολοκληρωτισμού πρόκειται να μας προωθήσει και άλλες τέτοιες προτάσεις».

Όντως, ας μας βοηθήσει ο Θεός, ας μας φυλάει από την κολασμένη φαντασία Παγκάλων και άλλων.

buzz it!