30/12/17

Η δεύτερη εξορία της Αγγέλας Κοκκόλα

(Εφημερίδα των συντακτών 29 Δεκ. 2017)


«Στα κρυφά επικοινωνούσαμε μαζί σου στη δικτατορία, Αγγέλα· στα κρυφά σε αποχαιρετούμε και σήμερα», ακούστηκε μια φωνή πάνω απ’ τον ανοιχτό τάφο.

Ήταν μια κηδεία σωστό θρίλερ. Που πρέπει να καταγραφεί, έστω στις πιο αδρές γραμμές του, ελάχιστη οφειλή στη μνήμη της.

Μιλώ για την κηδεία της Αγγέλας Κοκκόλα, που έγινε στα κρυφά, και μόνο με μυθιστορηματικό τρόπο κατόρθωσαν να την αποχαιρετήσουν συγγενείς, φίλοι και συνεργάτες.

Η Αγγέλα Κοκκόλα, ιδιαιτέρα του Αντρέα Παπανδρέου από το 1964, «δανεική» έπειτα στον πατέρα, τον Γεώργιο Παπανδρέου (αυτή δακτυλογραφεί τις περίφημες επιστολές προς τον βασιλιά το ’65), τον Γενάρη του ’68 ακολουθεί τον Αντρέα στο εξωτερικό, τον επόμενο μήνα στέλνει απ’ το Παρίσι την ιδρυτική διακήρυξη του ΠΑΚ στο BBC με εντολή του Αντρέα (που όταν φεύγει πλέον για τον Καναδά τη χρίζει «Υπεύθυνη του ΠΑΚ στην Ευρώπη»), μαζί με τον Αντρέα γυρίζει στην Ελλάδα το ’74, στο ίδιο αεροπλάνο αλλά λαθραία, αφού της είχε αφαιρεθεί στο μεταξύ η ιθαγένεια και μαζί το διαβατήριο. Ιδρυτικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ, διαγράφεται το ’75, επανέρχεται το ’79, ιδιαιτέρα πάντα του Αντρέα, διευθύντρια του ιδιαίτερου γραφείου του επί πρωθυπουργίας του, ευρωβουλεύτρια στο τέλος.

Όμως το τέλος μιας ζωής γεμάτης δραστηριότητα και πρωτοβουλίες, στο κέντρο της πολιτικής ζωής της χώρας, σε εποχές μάλιστα κρίσιμες, είχε αρχίσει να γράφεται εδώ και μερικά χρόνια, όταν έχασε σχεδόν ολότελα το φως της, και παραταύτα δεν εννοούσε να σταματήσει να πηγαίνει στο θέατρο, ακόμα και να βγαίνει για ψώνια μόνη της, με τον καιρό ωστόσο όλο και περισσότερο ανήμπορη, καθώς σιγά σιγά αποσυρόταν σε κόσμους άλλους, αυστηρά ιδιωτικούς, φτιαγμένους με ψηφίδες από τα παλιά κι από τα τωρινά, όπου κανένας δεν μπορούσε πια να την ακολουθήσει. Ούτε η αγαπημένη της ξαδέρφη Σοφία που την παράστεκε ώς το τέλος, ούτε ο πιστός φίλος της Χριστόφορος, ή η στενή συνεργάτριά της η Έφη, ούτε ο Νίκος, ο κάποτε προσωπικός της αστυνομικός και πάντα αφοσιωμένος φίλος, ή ο αγαπημένος βαφτισιμιός, και κάποιοι ακόμα φίλοι ή συγγενείς.

Το οριστικό τέλος, σκληρά μοναχικό, με την Αγγέλα που έσβησε μέσα στον απροσπέλαστο δικό της κόσμο, ήρθε στις 16 Δεκεμβρίου. Και επιχειρήθηκε να γίνει ακόμα πιο μοναχικό: η Αγγέλα μακριά και από τον παλιό της κόσμο, μακριά ακόμα και από στενούς συγγενείς, στενότατους φίλους και συνεργάτες μιας ολόκληρης ζωής: Ο αδερφός που εμφανίστηκε επέμεινε να την κηδέψει μόνος του, με τη γυναίκα του και την κόρη του, «εν στενοτάτω κύκλω» (όπως ανακοίνωσε στην Καθημερινή έπειτα από την κηδεία της).

Ένας αγωνιώδης κύκλος επαφών αρχίζει ανάμεσα σε συγγενείς και φίλους, μήπως μαθευτεί πότε θα γίνει η κηδεία, να πάνε όσοι τα καταφέρουν. Οικογενειακός τάφος υπήρχε στο Α΄ Νεκροταφείο, μαθεύτηκε όμως πως η κηδεία μπορεί να γινόταν, άγνωστο για ποιο λόγο, στου Παπάγου, η σορός πάντως μεταφέρθηκε στα ψυγεία του Α΄, μεσολαβούσε σαββατοκύριακο, άρα η κηδεία, και αφού θα ήταν «εν στενοτάτω», λογικά θα γινόταν Δευτέρα. Όμως η συστηματική παρακολούθηση του προγράμματος των κηδειών και στα δύο νεκροταφεία απέβαινε άκαρπη. Εντέλει δεν έγινε Δευτέρα η κηδεία. Τρίτη όμως πρωί πρωί μαθεύτηκε πως η σορός έφυγε από το Α΄ για του Παπάγου, όπου θα ψαλλόταν η κηδεία, όπως και έγινε, για να γυρίσει έπειτα να ταφεί στο Α΄!

Μίλησα για θρίλερ· στην ουσία πρόκειται για περιύβριση νεκρού.

Ειδοποιήθηκαν τελευταία στιγμή όσοι ήταν δυνατόν να ειδοποιηθούν, όσοι μπορούσαν έτρεξαν, και ουσιαστικά έστησαν καρτέρι, μερικοί απ’ τις 9.30, με την αγωνία κιόλας από ποια πύλη θα φέρουν τη νεκροφόρα. Τελικά συγκεντρώθηκαν γύρω στα 70 με 80 άτομα, που υποδέχτηκαν με ζωηρά χειροκροτήματα την ξανά φυγάδα Αγγέλα, έπειτα από την κωμικοτραγική περιφορά της από νεκροταφείο σε νεκροταφείο.

Στον τάφο πια δόθηκε εντολή να μπει το φέρετρο μέσα, κάποια ανιψιά φώναξε να περιμένουν να έρθουν κι οι υπόλοιποι συγγενείς, μια 90χρονη π.χ. ξαδέρφη, ο ιερέας κι οι εργάτες δεν ήξεραν τι να κάνουν, ο αγαπημένος βαφτισιμιός έπιασε να τραγουδάει αργά, σταθερά και με ωραία φωνή: «Στον άλλο κόσμο που θα πας…»

Κι η Αγγέλα μπήκε στον τάφο, άγνωστο πάντα αν έβλεπε, όπως λέμε, από ψηλά, κι αν πάλι έβλεπε αν καταλάβαινε· όμως δεν μπορεί, κάτι θα ένιωσε απ’ τη συγκίνηση όχι όσων θα ’θελαν μα όσων μπόρεσαν εντέλει να την αποχαιρετήσουν, από αυτούς που την αγάπησαν, από αυτούς που αγαπούσε.

Στο καλό, Αγγέλα! Έστω και στα κρυφά, δεν ήσουν τελείως μόνη.

buzz it!

23/12/17

Από τους πλούσιους φίλους

(Εφημερίδα των συντακτών 22 Δεκ. 2017)



Και νά που θα κάνουμε Χριστούγεννα με δώρα, δώρα ακριβά, να ’ναι καλά οι πλούσιοι φίλοι, που κάθε τόσο μας γεμίζουν καλούδια· σήμερα θα ξετυλίξω τα πιο καινούρια, με τη σειρά μάλιστα που ήρθαν τούτες τις μέρες, και που συμπίπτει, γιά δες, με την ηλικία της φιλίας μας.

1. Πρώτα ο Παντελής Μπουκάλας. Που πρόσφατα μας απείλησε με 17 τόμους για το δημοτικό τραγούδι. Ίσα που πέρασε χρόνος από τον πρώτο (Όταν το ρήμα γίνεται όνομα: Η «Αγαπώ» και το σφρίγος της ποιητικής γλώσσας των δημοτικών, εκδ. Άγρα), που πάει κιόλας για επανέκδοση, και νά κι ο δεύτερος: 580 σελίδες ο πρώτος, 820 ο δεύτερος, αν συνεχίσει έτσι και με τους υπόλοιπους 15, θα έχει γενναίο μερίδιο στην κλιματική αλλαγή.

Το αίμα της αγάπης: Ο πόθος και ο φόνος στη δημοτική ποίηση είναι τώρα ο τίτλος, που μαρτυράει αμέσως το σπλάτερ που περιμένει τον αναγνώστη:

«Ένα κόκκινο ποτάμι διασχίζει την επικράτεια της αγάπης, και με τη ροή του υπηρετεί τον μέγα στόχο: Να γίνει νόημα το αίμα», με οδηγό πάντα «το αμέριστο σέβας στην ιερότητα της αγάπης. Ο πυρήνας της ιερότητας αυτής διασώζεται ακόμα κι όταν η σχέση ανάμεσα σε δύο ερωτευμένους τυχαίνει να εκδηλωθεί με μορφές που η κοινότητα τις συναριθμεί στις ανίερες και τις άπρεπες.

»Στο δημοτικό τραγούδι ο έρωτας προσδιορίζεται και εικονογραφείται εξαρχής σαν πόλεμος, όχι σαν ακίνδυνο ειδύλλιο:

»Ποιος είδε τέτοιον πόλεμο
να πολεμούν τα μάτια,
δίχως μαχαίρια και σπαθιά
να γένονται κομμάτια;»

Και πολεμικός ανταποκριτής λοιπόν ο Μπουκάλας, ιστορεί με τη μέγιστη ερευνητική εμβρίθεια τις πολυαίμακτες μάχες, με τον ποιητικό του όμως τρόπο που συναγωνίζεται, αλήθεια, τη ρώμη του ιστορούμενου δημοτικού.

2. Σύμπτωση θαυμαστή, ο ποιητής Χριστόφορος Λιοντάκης, που αφηγείται με την άκρα λιτότητα, καληώρα, της δημοτικής ποίησης και με εντυπωσιακά ελεγμένη συγκίνηση τα παιδικά του χρόνια στο χωριό, τη λεγόμενη ανέφελη παιδική ηλικία, που όμως αργά και μεθοδικά εκτρέφει τους δαίμονες του καθενός, ετοιμάζοντας άλλες, εξίσου πολυαίμακτες μάχες (Ο μεγάλος δρόμος, εκδ. Γαβριηλίδης).

Εδώ ο οχτάχρονος Χριστόφορος, σε κάποια εξόρμηση με τη γιαγιά, που κουβαλάει, ασήκωτο βάρος, την αυτοκτονία του παππού:

«Την είδα να κάνει τον σταυρό της, αγγίζοντας τις άκρες των δαχτύλων της στο χώμα, να ξορκίζει το πένθος μέσα σε μια αχλύ μετάνοιας. Το γήρας που χώνευε μέσα στο ανθισμένο. Μια μέλισσα είχε καθίσει στο μαύρο μαντίλι της. Εκείνη δεν την έβλεπε. Εγώ για πρώτη φορά έβλεπα κόσμημα πάνω της. Δεν μιλούσε πολύ. Ξεμάκρυνα πίσω από το χέρσο, στο σκοτεινό χαντάκι με το στεκάμενο νερό. Μια σαγήνη με τραβούσε και έσκυβα διαρκώς στη μοναξιά του υδρόβιου λειμώνα. Με σήκωσε η φωνή της. Έδενε σφιχτά το μαντίλι, μάλλον τέλειωσε. Πότε χέρι χέρι, πότε λίγα βήματα μπροστά, πότε πετώντας το σακάκι στον αέρα, φτάσαμε στο ξωκλήσι κάτω απ’ τον λόφο. Μισάνοιχτη πόρτα. Τη σπρώχνω και τρίζει. Υγρασία από τις πλάκες ως την οροφή. Το βορινό παραθυράκι στη δυσμένεια των ανέμων. Με σηκώνει να προσκυνήσω. Σταυροκοπιέται ετοιμάζοντας τα καντήλια. Τα σπίρτα μουλιασμένα, δεν ανάβουν. Τα καταφέρνει. Το φως των καντηλιών και το θυμίαμα θαμπώνουν τις μορφές των εικόνων. Γονατίζει. Μου δίνει ένα μάτσο μυρτιές να σκουπίσω το Ιερό. Εκεί δεν μπαίνουν γυναίκες. Από κει την έβλεπα σε μια γωνιά, ακουμπισμένη στον τοίχο. Έμοιαζε να έχει δραπετεύσει από το τέμπλο. Βγήκαμε. Καθίσαμε στο πεζούλι, δίπλα σ’ ένα ιωνικό κιονόκρανο ασβεστωμένο. Πνιγμένοι στις μυρτιές, στα κυπαρίσσια, στις δάφνες, στις λυγαριές, στη ρίγανη και το θυμάρι, κοιταζόμαστε. Έβγαλε το μαντίλι της και σιγοψιθύρισε:

»Χαρά στη μοίρα σας, βουνά,
που Χάρο δε φοβάστε,
μόν’ περιμένετε άνοιξη
να πρασινολογάτε.

»Ο σκαμμένος χείμαρρος στο πρόσωπό της γέμισε θολά νερά. Έπεσα στην αγκαλιά της. Δεν ξέρω τι μοσκοβολούσε περισσότερο».

3. Ο τρίτος ο μικρότερος, όπως στα παραμύθια, ο Κωνσταντίνος Αγγελίδης, που πλουτίζει μ’ άλλον τρόπο τη ζωή μας, με το στοιχείο που δένει με την ποίηση και την κάνει τραγούδι –ύμνο εν προκειμένω. Βυζαντινή μουσική λοιπόν, από παμπάλαια κοιτάσματα, διαφορετικά μα και συγγενικά με το δημοτικό τραγούδι. Μαθητής ον ηγάπα ο αείμνηστος Λυκούργος Αγγελόπουλος, ο Αγγελίδης, με τη δική του χορωδία (Βυζαντινός Χορός «Τρόπος»), στα μόλις 12 χρόνια της έχει ταξιδέψει τη βυζαντινή μουσική σε 18 χώρες και έχει εκδώσει 23 σιντί, συχνά με ανέκδοτα έργα από τη βυζαντινή και αγιορείτικη παράδοση.

Τελευταία παραγωγή, δύο σιντί μαζεμένα (Σπουδή 4 και 5, στη σειρά «Κλασική Ελληνική Μουσική»), το ένα σε σύμπραξη με μια ρουμανική χορωδία, υπό τον Φλορίν Λεόντε, το άλλο αφιέρωμα στον Συνέσιο Ιβηρίτη (18ος-19ος αι.), που πρώτη φορά αποτυπώνονται σε δίσκο έργα του.

Κρίμα κι άδικο που δεν μπορεί να δοθεί εδώ η παραμικρότερη γεύση από τα δώρα του Αγγελίδη. Που μ’ αυτά όχι μόνο Χριστούγεννα, μα όλες τις γιορτές γιορτάζουμε. Ταξιδεύοντας σε κόσμους άλλους, πιστεύουμε δεν πιστεύουμε.

buzz it!

16/12/17

Ο άνιωθος ανορίωτος που αθυροστομεί

(Εφημερίδα των συντακτών 16 Δεκ. 2017)


«Είσαι εκτός ορίων, σου λέω! Είσαι ανορίωτος!» εξανίσταται μέσα στο τρόλεϊ η κοπέλα με τον φίλο της, χαρίζοντάς μας έναν ενδιαφέροντα νεολογισμό. Μου τον μετέφερε εδώ και λίγα χρόνια μια παλιά, ακριβή φίλη, τον κρατούσα πώς και πώς, στο μεταξύ κάπου τον πήρε το μάτι μου κι εμένα, πρόσφατα μου τον έγραψε άλλος φίλος σε μέιλ, όχι σαν γλωσσική παρατήρηση αλλά χρησιμοποιώντας τον κανονικά στον λόγο του.

Άγνωστο από πού ξεκίνησε (τα ευρήματα στο διαδίκτυο είναι λιγοστά: «ένας ανορίωτος και ασύδοτος τύραννος…», «αυτό είναι και το ελάττωμά μου, είμαι ανορίωτος…» κ.ά.), ούτε και μπορεί κανείς να προδιαγράψει την πορεία του. Για την ώρα ας απολαύσουμε το γλωσσικό παιχνίδι που παίζεται γύρω μας, κι όχι μέσα σε σκοτεινές βιβλιοθήκες και εργαστήρια, με τα παλιά γλωσσικά σεντούκια, απ’ όπου ανασύρονται παράταιρα ξέφτια, που μπαλώνονται κι αποπάνω κατά το δοκούν, κι έτσι ο ένας ζητά από το θεατρικό έργο «να ελλειτουργήσει», η άλλη «εντέλλεται» το σκυλάκι της με διάφορες λέξεις και χειρονομίες, κι άλλος «υπόκειται διαταγών».

Η διαφορά είναι καταστατική, και γι’ αυτό καθοριστική: στη μία περίπτωση, στο καθαρό παιχνίδι, έχουμε το ζωντανό γλωσσικό αίσθημα που δημιουργεί, αυθόρμητα κατά κανόνα, ασύνειδα, ακολουθώντας τους ενδιάθετους γλωσσικούς κανόνες. Ας θυμηθούμε εδώ τα «παιδιόπλαστα», κατά τον ορισμό του Παντελή Μπουκάλα, το ξενυχτώνει, σαν αντίθετο του νυχτώνει, άρα ξημερώνει, το παιδάκι που παραπονιέται πως το μαρκαδόρισε το αδερφάκι του, και τόσα άλλα.[1]

Αντίθετα, στην άλλη περίπτωση, με τις «ελλειτουργίες» ή τα «πώποτε» και τους «ούστινας», έχουμε συνειδητή προσπάθεια, που την κινεί συγκεκριμένη ιδεολογία, όχι πια κατά το παλιό διπολικό σχήμα αριστερά/πρόοδος-δεξιά/συντήρηση, είναι όμως γλωσσική ιδεολογία, οπωσδήποτε συντηρητική.

Υπάρχει, ακόμα περισσότερο, (ιδεο)γλωσσικός φανατισμός και στόχος, σκοπιμότητα, ενώ στον ανορίωτο υπάρχει μόνο παιχνίδι, άσχετα από «αισθητικό» αποτέλεσμα.

Ας δούμε όμως μερικά από αυτά τα μεγαλουργήματα, τολμώ να πω. Και πρώτα μια καθαρά λαϊκή δημιουργία, που σταδιοδρομεί αρκετά χρόνια τώρα στο ίντερνετ, σαν δείγμα υποτίθεται αγραμματοσύνης:

– «Μην παρκάρετε εδώ. Ανευθυνόμαστε για τις ζημιές» γράφει με κεφαλαία ένα αδέξιο χέρι, που με μιαν απλούστατη, σχεδόν αυτονόητη κίνηση φτιάχνει το μονολεκτικό αντίθετο του ρ. ευθύνομαι.

– «Αθυροστομείς!» επιπλήττει ένας συγκροτημένος σχολιαστής έναν άλλο, που βρίζει, που είναι αθυρόστομος, που… αθυροστομεί! Ελάχιστα κι εδώ τα ευρήματα στο ίντερνετ. Αντίθετα:

– «Με χαλάει λίγο που διαφανίζει το παντελόνι» άκουσα και θαύμασα στο διαφημιστικό κάποιας τηλεοπτικής εκπομπής. Τη φορά αυτή διαπίστωσα πως είχα μείνει πολύ πίσω: «Πού πας με το μαγιό σου να διαφανίζει;» βρήκα μαζί με πλήθος άλλες χρήσεις στο ίντερνετ, ακόμα και διαφημίσεις για «το κολάν που δεν διαφανίζει».

Είναι όμως και τα λιγότερο προφανή:

– «Ο Παναθηναϊκός έχασε με κάτω τα χέρια και αυτό είναι το χειρότερο. Η ήττα είναι μέσα στο ποδόσφαιρο, στον αθλητισμό, στη ζωή γενικότερα. Το άσχημο, όμως, είναι να χάνεις και να βγάζεις μια ανεπίτρεπτη “ανιωθίλα” πάνω στο χορτάρι…»: το αίνιγμα μου το έστειλε τελευταία ο βαμμένος γαύρος Παντελής Μπουκάλας: αδύνατον να το λύσω, ώσπου μου ’δωσε το κλειδί, το επίθετο άνιωθος, αυτός που δεν νιώθει, δεν συναισθάνεται, ο «εξαιρετικά χοντρόπετσος», σύμφωνα με το Slang.gr –ο σταρχιδιστής, ας μου επιτραπεί ο τολμηρός όρος από τα μυθικά πλούτη της αργκό.

Τελειώνω μ’ έναν νεολογισμό, που ίσως ξεφεύγει από το καθαρά γλωσσικό παιχνίδι, τον είχα μάλιστα καταγράψει με αρνητικά συναισθήματα, καθώς συνδεόταν με σαφώς πολιτική ιδεολογία: η τηλεόραση μεταδίδει κάποια ποντιακή εκδήλωση μπροστά στον Άγνωστο, κι απ’ τα μεγάφωνα ωρύεται μια στομφώδης γυναικεία φωνή: «Έναρξη τελετής... Υποδεχτήκατε τους ευζώνους μας με την παραδοσιακή ποντιακή φορεσιά, τιμής ένεκεν στους γενοκτονημένους προγόνους μας!»

Αναζητώντας και αυτήν τη φορά στο ίντερνετ άλλες εμφανίσεις της λέξης, έπεσα σε άρθρο για τη γενοκτονία των Αρμενίων: «Η πιο απλή πράξη αντίστασης που μπορούμε να κάνουμε εμείς σήμερα για να ενοχλήσουμε τον γενοκτόνο [= τον Τούρκο] είναι να χρησιμοποιούμε τους όρους γενοκτονία, γενοκτονώ, γενοκτονημένος, και όχι σφαγή ή κάποια άλλη λέξη»: εμπρόθετη δηλαδή χρήση, όχι πια παιχνίδι, μαραίνομαι, και νιώθω, ας πούμε, δικαιωμένος, για την αρχική αποστροφή μου.

Διαβάζω όμως αλλού για «το λαμόγιο σύστημα που μας γενοκτονεί», όπου δηλαδή ο εργαστηριακός όρος σπάει το καλούπι του, σκίζει τις «οδηγίες χρήσης» και παίρνει τον δικό του δρόμο: ευφρόσυνο ξανά παιχνίδι. Τα ρέστα μου!


[1] «Ο ξαπλουριάρης και η αναγκαζιάρα», Η γλώσσα, τα λάθη και τα πάθη, Β΄ τόμ., 2η έκδ., Γαβριηλίδης, 2017, 19-24.

buzz it!

9/12/17

Ανύψωσέ το, το τιμημένο! - Η ελβετική ουδετερότητα της ΕΡΤ

(Εφημερίδα των συντακτών 9 Δεκ. 2017)


Ανύψωσέ το, το τιμημένο!

Όταν σήκωναν το γαμημένο, αλλά ανύψωναν το τιμημένο!
Πρόσφατα ένας 17χρονος αθλητής, ο Βαγγέλης Γαλιατσάτος, κατέκτησε το χρυσό στο Πανευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Άρσης Βαρών, στην Πρίστινα: «Ο Κεφαλλονίτης αθλητής αγωνίστηκε στην κατηγορία των 94κ. και κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο, σηκώνοντας στο σύνολο 320 κιλά» διαβάζω λ.χ. στον Sport 24.

Ή, στην ιστοσελίδα του Αθήνα 984: «Ο νεαρός δικαίωσε τις προσδοκίες, κατακτώντας την πρώτη θέση στο σύνολο των 94κ., καθώς σήκωσε 320 κιλά κι επιβεβαίωσε την κυριαρχία του στην κατηγορία».

Τι έκανε, λέει; «Σηκώνοντας» τόσα κιλά; Και «σήκωσε» τόσα κιλά; Όπως εξάλλου λέγαμε και γράφαμε οι πάντες, ιδίως τότε που γνώρισε δόξες και μεγαλεία η άρση βαρών; Α, τρε μπανάλ, σκέφτηκε η Μαντάμ Σουσού: «ανυψώνοντας» θα το πούμε, και «ανυψώνω» –ακούς εκεί «σηκώνω»!

Αμ έπος αμ έργον:

«Ο Βαγγέλης Γαλατσιάτος κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στο σύνολο των 94κ. ανυψώνοντας 320 κιλά…» η EPT-Sports· «Ο Βαγγέλης Γαλατσιάτος κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στο σύνολο των 94κ. ανυψώνοντας 320 κιλά…» το Left.gr· πανομοιότυπα και το TVXS, και καμιά δεκαπενταριά ιστοσελίδες ακόμα. Προφανώς η είδηση μεταφέρθηκε κόπι-πέιστ από το Αθηναϊκό Πρακτορείο, το οποίο κατακτά το χρυσό για την ανύψωση, και το ακόμα πιο χρυσό όλοι οι άλλοι. Όχι γιατί αντέγραψαν τυφλά μια είδηση, κάτι πολύ συνηθισμένο, ιδίως για μικροειδήσεις (ώστε μικροείδηση το πανευρωπαϊκό χρυσό ενός νέου παιδιού;), αλλά γιατί κανείς αντιγραφέας δεν αντέδρασε στον νέο γλωσσικό ευπρεπισμό, και ευχαρίστως πέταξε στα σκουπίδια όλη του τη γλωσσική σκευή, για να ακολουθήσει το ρεύμα της εποχής:

Αυτό που καιρό τώρα απέβαλε, όπως έχουμε χιλιοπεί, το παίρνω, και επέβαλε παντού το λαμβάνω:[1] «τα άτομα που ακολουθούσαν διατροφή με πολλές πρωτεΐνες [...] δεν έλαβαν βάρος, [ενώ] οι εθελοντές που ακολουθούσαν άλλα διατροφικά σχήματα έλαβαν μισό κιλό». Το λαμβάνω ακόμα και εκεί που δεν είναι η θέση του: «δεν θα λάβουν το πανδημικό εμβόλιο», με την έννοια ότι δεν θα εμβολιαστούν, δεν θα κάνουν εμβόλιο, αφού: κάνουμε εμβόλιο, δεν παίρνουμε εμβόλιο. Ή: «εξερχόμενος ο Μπάγεβιτς, έλαβε τη στήριξη των φιλάθλων» και πλήθος άλλα.

Το ρεύμα της εποχής που σιγά σιγά εκτοπίζει το ρήμα διαβάζω, και π.χ. στις παρουσιάσεις βιβλίων: «αποσπάσματα αναγιγνώσκει (συχνά: αναγινώσκει) / θα αναγνώσει / ανέγνωσε ο Χ», σε μια πολιτική συγκέντρωση «θα αναγνωσθεί χαιρετισμός του Ψ» κ.ά.

Το ρεύμα της εποχής που βάζει τον έναν να παίζει με όντινα, άτινα και ούστινας, και τον άλλον «να αυγάζει το μέγεθος αδιαφορίας…»

Το μέγεθος αδιαφορίας απέναντι στη γλώσσα εντέλει, τη φυσική μας γλώσσα και το γλωσσικό μας αισθητήριο, καθώς αγοράζουμε με κλειστά μάτια το καθετί που ρίχνουν στην αγορά οι πάσης φύσεως αλμπάνηδες, τη «θεωρία», εν προκειμένω, για τη φτώχεια της νεοελληνικής μπροστά στην ευκλεή και μόνη ζωοδότρα αρχαία. 


Η ελβετική ουδετερότητα της ΕΡΤ

Για τις «κακές παρέες» της εν πολλαίς αμαρτίαις περιπίπτουσας ΕΡΤ έγραφα το περασμένο Σάββατο, καθώς εμφανιζόταν χορηγός επικοινωνίας σ’ ένα συνέδριο για τη «μοναδικότητα της ελληνικής γλώσσας», εξώφθαλμα παραεπιστημονικό και ουσιαστικά ακροδεξιάς κατεύθυνσης. Στους 33 «ειδικούς» ομιλητές, όπως χρηματιστηριακούς συμβούλους, τηλεοπτικούς παραγωγούς, γυναικολόγους και αντιστράτηγους, ήταν και ο Κωνσταντίνος Πλεύρης και ο Λεωνίδας Γεωργιάδης.

Τη Δευτέρα κιόλας μου τηλεφώνησε ο «Διευθυντής Εταιρικής Επικοινωνίας» της ΕΡΤ και με διαβεβαίωσε πως καμία χορηγία δεν έδωσε η ΕΡΤ, ούτε καν της ζητήθηκε –έπειτα μάλιστα από επέμβασή του αφαιρέθηκε το λογότυπο της ΕΡΤ από τη σχετική ιστοσελίδα. Χάρηκα για τη διάψευση, επιβεβαιωνόταν από μια ακόμα σκοπιά η εξαπατητική πολιτεία των άλλων, του ζήτησα να στείλει μέιλ στην εφημερίδα, και ιδού:

«Σχετικά με το άρθρο του κ. Γιάννη Χάρη στο φύλλο του Σαββάτου 02.12.2017, θα ήθελα να επισημάνω ότι η Επιτροπή Χορηγιών της ΕΡΤ ουδέποτε εδέχθη αίτημα για χορηγία επικοινωνίας στο συνέδριο “Η μοναδικότητα της ελληνικής γλώσσας” και ως εκ τούτου δεν δόθηκε διαφημιστικός χρόνος για την εν λόγω διοργάνωση.

»Παραμένω στη διάθεσή σας για οποιαδήποτε περαιτέρω πληροφορία ή διευκρίνιση…» κτλ.

Με ξένισε, ομολογώ, η ελβετική ουδετερότητα της διάψευσης. Είπα πως χάρηκα, αρχικά· αλλά, μην κοροϊδευόμαστε, θα χαιρόμουν περισσότερο αν η ΕΡΤ δήλωνε πως, και να δεχόταν σχετικό αίτημα, δεν θα στήριζε με κανέναν τρόπο μια τέτοια διοργάνωση.

Και θα χαρώ ακόμα περισσότερο αν η ΕΡΤ, ένα κρατικό κανάλι επιχορηγούμενο, και μάλιστα άμεσα, από εμάς, κινηθεί νομικά εναντίον όσων την εξαπάτησαν με τέτοιον χονδροειδή τρόπο –αυτήν και μέσω αυτής και εμάς.




[1] Βλ. λ.χ. «Λαμβάνω, ένα ρήμα πασπαρτού», Η γλώσσα, τα λάθη και τα πάθη, Β΄ τόμ., 2η έκδ. Γαβριηλίδης 2017, 249-54.

buzz it!

2/12/17

Οι κακές παρέες της ΕΡΤ, ξανά

(Εφημερίδα των συντακτών 2 Δεκ. 2017)


Κωνσταντίνος Πλεύρης, ομιλητής σε συμπόσιο με θέμα «Η Μοναδικότητα της Ελληνικής Γλώσσας»: θα είχατε την παραμικρή αμφιβολία για τον ιδεολογικό καταρχήν προσανατολισμό του συμποσίου; Λεωνίδας Γεωργιάδης, ομιλητής στο ίδιο συμπόσιο: θα είχατε την παραμικρή αμφιβολία για το γενικότερο τώρα επίπεδο του συμποσίου, πέρα από το ιδεολογικό και πάλι;

Όχι. Εκτός κι αν ήσασταν η αθώα παιδούλα ΕΡΤ. Γιατί «η ΕΡΤ είναι το θέμα, η κρατική τηλεόραση [...]· η ΕΡΤ θεούσα, όπως είδαμε πολλές φορές, η ΕΡΤ προαγωγός της Χρυσής Αυγής, όπως επίσης είδαμε πολλές φορές, με τις τυφλά “νομότυπες” αναμεταδόσεις κάθε φιέστας της νεοναζιστικής οργάνωσης, η ΕΡΤ τώρα διαφημίστρια και πλυντήριο εκδοτικού οίκου βιβλίων φιλοναζιστικού περιεχομένου, και μαζί της “σχολής” του Άδωνη Γεωργιάδη»:

Έτσι άρχιζα ένα παλιότερο άρθρο  («Η Κοκκινοσκουφίτσα ΕΡΤ στο δάσος με τους φιλοναζιστικούς λύκους», 4.2.17), με θέμα μια πολιτιστική εκπομπή που πρόβαλλε το ετυμολογικό πόνημα κάποιας Θεοφανούς τάδε, σ’ έναν εκδοτικό οίκο που «σκοπός της υπάρξεώς του είναι η “ΕΠΑΝΕΛΛΗΝΙΣΙΣ” των Ελλήνων», μέσα από τα έργα του Κ. Πλεύρη και τις εκδόσεις του Άδωνη.

Τώρα η ΕΡΤ είναι χορηγός επικοινωνίας, παναπεί δίνει (απ’ τα δικά μας) λεφτά στον Πλεύρη και στον αδερφό Γεωργιάδη («Εκδότης - Διδάσκαλος Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας»!) να μας μιλήσουν για τη μοναδικότητα της ελληνικής γλώσσας. 

Υπάρχει όντως ένα θέμα, πώς ελέγχει κανείς τα μύρια όσα αντιεπιστημονικά και ψευδή γράφονται συνέχεια για τη γλώσσα. Πώς ξεχωρίζει κανείς τα ασύστατα και φαιδρά –και οπωσδήποτε απατεωνίστικα στην πηγή τους– από τα όποια σοβαρά; Δύσκολο έως αδύνατον, και όχι μόνο για τον μέσο αναγνώστη –αν δεν προσφύγει, εννοείται, σε έγκυρα λεξικά. Αλλιώς, όταν μας πει κάποιος, κι ας είναι ο Άδωνης αυτός, πως η ομηρική αλς, η θάλασσα, πήρε τάχα το όνομά της από το αλς-αλς που κάνει το κύμα στην ακρογιαλιά, πώς να ξέρουμε αν είναι αλήθεια ή όχι; Έτσι, οχτώ στους δέκα εξακολουθούν να πιστεύουν την παμπάλαιη και γοητευτική, είναι αλήθεια, παρετυμολογία ότι άνθρωπος είναι ο άνω θρώσκων.

Τελευταία γνώρισε μεγάλη διάδοση άλλη φανταχτερή ανοησία, πως η ελληνική είναι η μόνη γλώσσα που έχει φράση αποκλειστικά με φωνήεντα: οία ηώ ω υιέ αεί ει· τάχα: «σαν την αυγή να είσαι πάντα γιε μου», φράση εσφαλμένη (π.χ. Ηώς και όχι Ηώ, ίσθι και όχι ει), που έφτασε να γραφτεί και στο «μνημείο πεσόντων» της ΕΡΤ: πώς την ελέγχουμε όμως και αυτήν;[1] Ή γιατί να μην πιστέψουμε πως η ελληνική έχει δεν ξέρω πόσα εκατομμύρια λέξεις, όπως μας σερβίρουν όσοι μετρούν ένα ουσιαστικό π.χ. σε όλες του τις πτώσεις, ένα ρήμα σε όλους τους χρόνους και τα πρόσωπα κ.ο.κ.;

Αλλά η ΕΡΤ δεν είναι μέσος Έλληνας, είναι επίσημος οργανισμός, οφείλει να ενημερώνεται. Παραταύτα, ετούτη τη φορά αρκούσε να δει μερικά ηχηρά ονόματα, και μαζί τα πολλά και κατά κανόνα άγνωστα ονόματα. Ή την ειδικότητα καθενός. Παραθέτω όσες μπορώ εδώ, αφού σημειώσω ότι στους 33 ομιλητές και ομιλήτριες μόνο μία δηλώνεται γλωσσολόγος –ενώ η ίδια στο ίντερνετ δηλώνει μεταφράστρια και διερμηνέας! (Ας θυμηθούμε συναφώς ότι στην περιλάλητη «Ελληνική Γλωσσική Κληρονομιά», στα 185 ιδρυτικά μέλη δεν υπήρχε ούτε ένας γλωσσολόγος!) Έτσι, έχουμε τώρα: καθηγητές Εσωτερικής Αρχιτεκτονικής και Διακόσμησης, Φυσικής Διαστήματος, Αστροφυσικής, Περιβαλλοντικής Χημείας…, Σεμιναρίων Αυτοβελτίωσης, αντιστράτηγο (με το πηλήκιο στη φωτογραφία)-πολιτικό μηχανικό-δικηγόρο, Κληρικό Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας Αμερικής, διευθυντή φαρμακοποιό ΕΣΥ, γυναικολόγο, πνευμονολόγο-φυματιολόγο, μαθηματικό-ερευνητή-συγγραφέα (τον γνωστό λεξαριθμοτέτοιον), Διεθνή (!) συγγραφέα-τηλεοπτικό παραγωγό κτλ.

Όμως η παραεπιστημονική πλευρά (ως προς τη γλώσσα, αν μη τι άλλο) δεν είναι η μόνη. Μπείτε στη διεύθυνση: http://www.heptapolis.com/events/9th-international-forum-humanitas/, ξεχάστε έστω τα ιδεολογικά, και ταξιδέψτε στο βασίλειο της γραφικότητας και του κιτς. Μέσα σε γαλάζιες κορνίζες λοιπόν με χρυσαφιά σχέδια και άλλα εκτυφλωτικά γραφίστικα θα δείτε: Heptapolis / International Green Polis (City), πάνω πάνω. Έπειτα: 9th International Forum Humanitas (αλλού Hummanitas). Έπειτα ο οργανωτής: Όλυμπος / Παγκόσμιο Πνευματικό Κέντρο, ζουγραφιές των αρχαίων μας, πρόλογο του προέδρου του Ολύμπου στα αγγλικά (!), και μετά το πρόγραμμα, με πρώτους τους χαιρετισμούς: από Δαλάι Λάμα, παρακαλώ, αρχιδούκες, πρίγκιπες και σουλτάνους! Ακολουθούν οι ομιλητές με τον πλήρη τίτλο τους και το θέμα· αλλά και τα διαλείμματα: «χαμηλές τιμές γεύματος» σημειώνεται πάνω από φωτογραφίες γαστριμαργικού ενδιαφέροντος· έχει και θεατρικό δρώμενο από το «Ιδεο-θέατρον» του Ραδάμανθυ: γκουγκλίστε, αν δεν σας αρκεί η φωτογραφία, και κυρίως ο Προμηθέας μποντιμπιλντεράς! 

Φευ, καμία περιγραφή δεν δίνει την ελάχιστη εικόνα. Στο τέλος πια, ο Μέγας Χορηγός: η Heptapolis και κάτι πίτες, ο Αργυρός: σουβλάκια και μπιφτέκια στη σχάρα κ.ά., και ακολουθούν οι χορηγοί επικοινωνίας, με την ΕΡΤ στην πρώτη σειρά.

Εδώ ήρθαμε, εδώ θα φύγουμε, αφού προσγειωθήκαμε άτσαλα. Ναι, γι’ αυτό το τσίρκο έδωσε χρήματα και η ΕΡΤ. Όχι, δεν είναι για διασκέδαση πια.


[1]. Βλ. εκτενώς στον Νίκο Σαραντάκο, https://sarantakos.wordpress.com/2015/11/04/oia-hw/, ο οποίος ασχολείται και με το γνωστό μυθοποιητικό «μόνο στα ελληνικά…», παραθέτοντας φράσεις από άλλες γλώσσες μόνο με φωνήεντα. Βλ. και Παντ. Μπουκάλας, «Η αποσφαλμάτωσηκαι το «οία ηώ ω υιέ αεί ει», Καθημερινή 16.7.17 


buzz it!

26/11/17

Ο Άδωνης «ρητοροδιδάσκαλος» και οι Αδωνίτσες

(Εφημερίδα των συντακτών 25 Νοεμ. 2017)



Κανάλι δικό του στο YouTube άνοιξε ο Άδωνης και ξεκίνησε με εβδομαδιαία διαγγέλματα, να λέει τα πιο δεξιά τα δικά του, εκεί που το κόμμα του οποίου είναι αντιπρόεδρος καμιά φορά κωλώνει. Γιατί όχι; Δεκαεφτά ολόκληρα χιλιάρικα έδινε κάθε μήνα νοίκι στο κανάλι του Κουρή για το τηλεπωλητήριό του, σημάδι πως οι δουλειές πήγαιναν περίφημα, πως εντέλει ήταν ολόσωστη η τακτική του, η αυτοκαραγκιοζοποίηση, όπως έχω ξαναπεί –έχει κι ολόκληρο φαν κλαμπ, όχι μονάχα από τον χώρο του, αλλά και από τον ευρύτερα δημοκρατικό, άρθρα επί άρθρων καίνε θυμίαμα στο εικόνισμά του. Και φυσικά, είμαστε έπειτα κι εμείς, με την αρνητική κριτική που πάντα διαφήμιση είναι, επίσης οι σατιρικές εκπομπές που αναπαράγουν τα θεατρικά του σόου, τα οποία εξάλλου απευθύνονται κυρίως σ’ αυτές, να διευρύνουν το κοινό του και να του κάνουν έτσι τη μισή δουλειά.

Κατέβασε ρολά το τηλεπωλητήριο (δεν είναι πάντως η πρώτη φορά!), όταν πια το τερμάτισε με τα «θαυματουργά» νανογιλέκα· έγραψε κι ένα επικήδειο άρθρο ο τηλεπωλητής, διόλου αυτοκριτικό, μόνο ότι τον πολεμάνε συνεχώς οι οχτροί, μια για την πολιτική του, μια επειδή πουλούσε «κάποιο βιβλίο» (έτσι αορίστως: «κάποιο βιβλίο» το περιβόητο του Πλεύρη).

Έχουμε γράψει πολλοί πολλές φορές και πολλά, σχεδόν τα πάντα, για τον Άδωνη· από τα πιο προφανή: τα καραγκιοζιλίκια, που είπαμε και παραπάνω, τις συστηματικές, θρασύτατες παλινωδίες του, τις ακροδεξιές, ρατσιστικές κτλ. θέσεις του, ώς τα λιγότερο ή και καθόλου προφανή: τις παρετυμολογίες του, ιδίως τα χωλά ελληνικά του, νέα και αρχαία (χοντρά γραμματικοσυντακτικά λάθη, ανορθογραφίες κ.ά.), την παραχάραξη αρχαίων ρητών κ.ά. Όποιος θέλει, διαβάζει, ψάχνει έπειτα και μόνος του, και τότε λέει μια αυτοκριτική κουβέντα, ή σιωπά.

Πληθαίνει όμως το φαν κλαμπ και οι Αδωνίτσες, δεν λέω τόσο για τους θαυμαστές και τις θαυμάστριες του καθαυτό πολιτικού του έργου, θέμα ιδεολογίας και πολιτικής είναι στο κάτω κάτω, όσο για αυτούς που κόπτονται γιατί να δέχεται επικρίσεις σαν τηλεπωλητής (επιμένουν ακόμα;) ή του λουστράρουν το καινούριο κοσκινάκι του, τη ρητοροδιδασκαλία!

Έτσι, ανατρέχω σε διάφορα άρθρα για τα θαυμαστά που έπραξε, λέει, ο Άδωνης υπουργός: του Αθανάσιου Έλλις (Καθημερινή 12.6.14), του Πάνου Πολυζωίδη (Protagon 10.6.14) και της Ρέας Βιτάλη (Protagon 16.12.13): στα δύο τελευταία είχα ξανααναφερθεί· επανέρχομαι, γιατί η κ. Βιτάλη, γράφοντας για τη μετάλλαξη του Άδωνη από γραφικό σε τάχα σοβαρό, σημείωνε και πως «παρενέβη στον ήχο του. Μείωσε τα ντεσιμπέλ. Πιάσαμε εξαιρετικό τόνο»: τα ξαναλέει τώρα αυτά; Ενώ ο κ. Πολυζωίδης σχολίαζε και τις επικρίσεις για την ιδιότητα του τηλεπωλητή: τα ξαναλέει κι αυτός τώρα αυτά;

Τα ξαναλέει όμως άραγε ιδίως η Κατερίνα Παναγοπούλου, που είχε αφιερώσει ολόκληρο άρθρο στο θέμα: «Όταν η πώληση βιβλίων χρησιμοποιείται ως βρισιά» (Athens Voice 29.4.17); Το –ασύστατο, βεβαίως– δίπολο κατά την κ. Παναγοπούλου είναι οι αργόμισθοι του δημοσίου και οι βιοπαλαιστές του ιδιωτικού τομέα· όπου οι αργόμισθοι παραβλέπουν τις εκδόσεις των αρχαίων (τις οποίες σίγουρα δεν έχει ανοίξει η ίδια ούτε ξέρει τίποτα για την ποιότητά τους, όπως άλλωστε δεν –θέλει να– ξέρει και τι άλλα βιβλία εξέδιδε ή προωθούσε ο Άδωνης), «κάνουν face control για το είδος της δραστηριοποίησης στον ιδιωτικό τομέα» και ασχολούνται καθημερινά με το αν «ο τρόπος με τον οποίο ο Γεωργιάδης πουλάει τα βιβλία του [...] είναι γλαφυρός, υπερβολικός ή γελοίος». Όλα ήταν μπροστά της τής κ. Παναγοπούλου: και οι εκδόσεις και η γελοιότητα. Δεν ήθελε να τα δει. Τα νανογιλέκα τώρα τα βλέπει;

Φτάσαμε στο καινούριο κοσκινάκι, τα σεμινάρια ρητορικής που οργανώνει τελευταία ο Άδωνης σε διάφορες πόλεις, για «να μεταλαμπαδεύσει τη γνώση του στη ρητορική», όπως διαφήμιζε το Protagon (15.2.17). Και ακολούθησε ολόκληρο άρθρο («Μαθαίνοντας ρητορική από τον Άδωνι», 20.2.17) πρώην βουλευτίνας του Ποταμιού, της κ. Χριστίνας Ταχιάου. Που παρακολούθησε σχετικό σεμινάριο στη Θεσσαλονίκη, και γράφει για το «one Adonis show», με το «αξιοζήλευτο κέφι», τις «ενδιαφέρουσες και γλαφυρές ιστορίες» που τους είπε ο Δάσκαλος, τον Επιτάφιο του Περικλή που τους διάβασε, τις «ασκήσεις για τη διαφραγματική αναπνοή» που τους έκανε, τα ντιμπέιτ που τους οργάνωσε με διάφορα θέματα, όπως για την παγκοσμιοποίηση –όπου στο «επιχείρημα “θέλετε σούσι ή σκουμπρί;”, ασυναίσθητα θα πεις “σκουμπρί κι ας λυσσάξω απ’ τη δίψα, θα πλακωθώ στα τσίπουρα και θα έχω αιώνιο καλοκαίρι στο μυαλό”»!

Γελάτε, κύριοι; Γελάτε; Τι γελάτε; όπως θα έλεγε ο πρόεδρος του αντιπροέδρου.

Πόσο άλλο να ασχοληθεί κανείς… Ας ξανακούσει όμως τον αντιπρόεδρο (γεμάτο βιντεάκια είναι το διαδίκτυο), σε πάνελ του Αυτιά, του Παπαδάκη κ.ά., σε αντιπαραθέσεις στη Βουλή, στο τηλεπωλητήριό του, και ας προσέξει πώς μέσα στον «χειμαρρώδη» λόγο του ρητοροδιδασκάλου ισοπεδώνονται φωνήεντα και εξαφανίζονται συλλαβές ολόκληρες! Κι όμως, θα αρκούσαν μερικά απλά μαθήματα φωνητικής, π.χ. από τη μουσικό γυναίκα του: παρατεταμένο μμμ, με τα διάφορα φωνήεντα: μμμα, μμμο, μμμαμμμά…, κ.ο.κ. Ίσως να έβρισκε τη γλώσσα που του αρμόζει…

Γελάμε, κύριοι; Γελάμε; Τι γελάμε;

buzz it!

19/11/17

Τάλεντ σόου; Πφφφ! - Όλα μέλια, όλα με το μαχαίρι!

(Εφημερίδα των συντακτών 18 Νοεμ. 2017)


Τάλεντ σόου; Πφφφ!

άσχετο, αλλά τέτοιες μέρες μπορείς να βάλεις άλλο από Νικ Κέιβ;


Την εποχή που σε πολιορκεί από παντού και σου επιβάλλεται, σχεδόν βίαια, το ιδιωτικό, η μεγαλόφωνη λογοδιάρροια στο κινητό μέσα στ’ αφτί σου, από τον διπλανό ή τη διπλανή στο τρόλεϊ, στην αίθουσα αναμονής, στην παραλία, για να μην αναφερθώ στην επιδεικτική ανακοίνωση των πιο ιδιωτικών στιγμών σου στο φέισμπουκ, σε μια τέτοια λοιπόν εποχή μού μοιάζει κάπως υποκριτικός ο ηθικός πανικός που προκαλείται με τα λεγόμενα «παιχνίδια επιβίωσης», όπως πρόσφατα το Σαρβάιβορ.

Και αν υπάρχει κάποια βάση στην καταδίκη τέτοιων παιχνιδιών επιβίωσης, βρίσκω ανεξήγητη την άλλοτε με μισόλογα και άλλοτε απερίφραστη απαξίωση, ακριβέστερα: το σνομπάρισμα των τραγουδιστικών τάλεντ σόου –που μάλιστα δεν έχουν πια σχέση με τα παλιά, άγρια ριάλιτι, όπως το Φέιμ Στόρι κ.ά.

«Και τι θα απογίνουν όλα αυτά τα παιδιά;» είναι το τάχα επιχείρημα, που ποτέ δεν ακούστηκε στις στρατιές που συνωθούνται ανέκαθεν στις πύλες π.χ. της Νομικής Σχολής. «Σαν πόσα έκαναν καριέρα τόσα χρόνια;» συνεχίζει ένας ευνουχιστικός ρεαλισμός. Όχι, δεν θα έπαιρνε, λέει, ποτέ στη Σπείρα Σπείρα του ο Κραουνάκης παιδιά από τάλεντ σόου, κι ας είχε πάει επίσκεψη στο πρώτο, αν θυμάμαι καλά, Φέιμ Στόρι (όπου είχε κάνει πάντως μια εξαιρετική, ομολογώ, υπόδειξη, να μην προφέρουν τα ελληνικά σαν ξένη γλώσσα, κάτι αρκετά συχνό, ιδίως στο ποπ τραγούδι –λέγε με Σάκη)! Αλλά και η Γλυκερία, που ή ίδια βγήκε από το Νά η ευκαιρία, δεν θα πήγαινε, λέει, κριτής σε τάλεντ σόου: δεν τα βρίσκει αξιόλογα τα παιδιά εκεί!

Συνήθως Τετάρτη ολοκληρώνεται η δουλειά γι’ αυτήν τη σαββατιάτικη στήλη, το βράδυ πια οι ζόρικες ώρες κυλούν με το ’να μάτι στην οθόνη του υπολογιστή, το άλλο στην τηλεόραση, στο Βόις, όπου είναι στραμμένα και τα δύο αφτιά, ενώ το δόλιο το μυαλό πηγαινοέρχεται. Κάθε φορά λέω θα γράψω, γι’ αυτό ή π.χ. για το περσινό  Ράιζινγκ Σταρ, πρέπει να γράψω ανυπερθέτως, τις δύο μου έστω γραμμές, μέσα στη μικρόχαρη εθιμική γκρίνια. Να γράψω όμως εντέλει τι;

Τίποτα παραπάνω από την απόλαυση, τον ενθουσιασμό, τη συγκίνησή μου, με τις πλήθος υπέροχες φωνές, νέων παιδιών γύρω στα 20, αλλά και μεγάλων, συχνά ακαλλιέργητες ακόμα, πολλές όμως εντυπωσιακά ώριμες, φωνές αλλά μαζί και ερμηνείες, που μπροστά τους ωχριούν πολλές, πάμπολλες από τις διάφορες γυαλιστερές φίρμες, που μια άτυπη επετηρίδα τις χρίζει μεγάλες και μεγάλους, και τις προσφωνεί κυρίες και κυρίους.

Ας τ’ ακούσουμε αυτά τα παιδιά, κι ας είναι αυτή η μόνη εμφάνισή τους. Δεν είναι όλα τα λουλούδια αμάραντα ή πολυετή.


Όλα μέλια, όλα με το μαχαίρι!

«Όλα μέλια, όλα με το μαχαίρι!» διαλαλεί τα καρπούζια του ο μανάβης στη λαϊκή, δηλαδή όλα-αυτά-που-βλέπεις-εδώ είναι γλυκά, και όχι όλα τα καρπούζια της γης, προφανώς.

Έτσι λοιπόν, αν τιτλοφορήσουμε έναν τόμο: «Όλα διηγήματα», εννοούμε πως δεν θα βρείτε μέσα ποιήματα ή δοκίμια κτλ. –διηγήματα μόνο. Άλλο όμως, τελείως άλλο, αν θέλουμε να δηλώσουμε ότι ο τόμος περιέχει «Όλα ΤΑ διηγήματα» του τάδε συγγραφέα, «Όλα ΤΑ ποιήματα» κ.ο.κ.

Αλλάζει τίποτα από αυτό το πιο απλό δεν γίνεται σχήμα, αν, αντί για «όλα», θελήσουμε το παλαιότερο «Άπαντα»; Όχι! «Άπαντα ΤΑ διηγήματα» πρέπει να πούμε, «Άπαντα ΤΑ ποιήματα» κ.ο.κ.

Άπαντα πεζά, μ’ αυτόν τον τίτλο –που ωστόσο σύντομα διορθώθηκε, σπεύδω να πω– κυκλοφόρησαν πριν από μερικά χρόνια όλα ΤΑ πεζά του Μπόρχες, μεταφρασμένα από τον κατεξοχήν πρέσβη του στην Ελλάδα, τον Αχιλλέα Κυριακίδη· ακολούθησε όμως νέα, οριστική έκδοσή τους: Άπαντα τα πεζά, πάντα από τον Κυριακίδη, εννοείται.

Όμως, Άπαντα διηγήματα διαβάζουμε στο εξώφυλλο του τόμου με όλα/άπαντα ΤΑ διηγήματα του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, σε μετάφραση της Κλαίτης Σωτηριάδου-Μπαράχας· και ιδού, νέο κρούσμα: Αλέξανδρος Μάτσας, Άπαντα ποιήματα!

Μόδα; Ας το προσέξουμε τότε.

Απλό, είπα, το σχήμα, και στη σημερινή και στην παλαιότερη γλώσσα. Ας το ξαναδούμε: άλλο το «όλοι φίλοι είμαστε εδώ μέσα», άλλο το «όλοι οι φίλοι μαζευτήκαμε τις προάλλες»· άλλο το «άπαντες μαθηταί εσμέν», άλλο το «συνεκεντρώθησαν άπαντες οι μαθηταί αυτού».

Τι στο καλό; Μια τόση δα λεξούλα: άπαντα, διόλου δυσπρόσιτη, και διόλου ξένη στον νεοελληνικό λόγο, κάθε άλλο, με συγκεκριμένη ωστόσο θέση εδώ (ως προς το συνολικό έργο) ή σε στερεότυπες εκφράσεις: στον αιώνα τον άπαντα κ.ά.: δεν υποκαθιστά, προφανώς, τη λέξη όλα σε όλες [άπασες;] τις θέσεις, δεν λέμε «άπαντα τα μαγαζιά είναι κλειστά αύριο», «άπαντες οι φίλοι μου λείπουν διακοπές» κ.ο.κ. Όμως, αρκεί, φαίνεται, ο λόγιος αέρας που φέρνει μαζί της («αρχαιοπρεπή» τη χαρακτηρίζει και ο Μπαμπινιώτης) να μας βγάλει από το φυσικό γλωσσικό μας περιβάλλον –και να μας ρίξει τότε σε ξέρες.


buzz it!

11/11/17

Ο ενοχικός κρεατοφάγος και ο αντισπισισμός

(Εφημερίδα των συντακτών 11 Νοεμ. 2017)


«Είσαι ισόβια (!) και σου ζητάνε να διαλέξεις φαγητό για την υπόλοιπη ζωή σου: κρέας ή ψάρι;» με ρώτησε ο Ελληνοφιλιππινέζος ολιστικός τον οποίο επισκέφτηκα πριν από μερικά χρόνια. «Ζυμαρικά!» είπα αποφασιστικά. «Κρέας ή ψάρι;» επέμεινε αμείλικτος. «Κρέας» ψέλλισα, σχεδόν με ντροπή. Μην τα πολυλογώ, ο περίπου μάγος, έπειτα από διάφορα τεστ κάποιας κορεατικής σχολής, αποφάνθηκε ότι ανήκω σε μία από οχτώ κατηγορίες, σύμφωνα με την οποία η διατροφή μου πια απέκλειε κρέας, γαλακτοκομικά, ζάχαρη, άσπρο αλεύρι και άλλα πολλά, μια βασανιστική διατροφή που όμως, τους λίγους μήνες που την ακολούθησα, είχε αισθητό αποτέλεσμα. Κι όμως την εγκατέλειψα: ήταν ασύμφορη οικονομικά, έπρεπε να τρέχεις σε ειδικά μαγαζιά, να έχεις τον προσωπικό σου μάγειρα, και την περίεργη αίσθηση, περπατώντας στον δρόμο, πως κάθε περίπτερο, φούρνος, τυροπιτάδικο κτλ. σού είναι απαγορευμένο –άσε πια τις ταβέρνες. Ακόμα πιο βασανιστικό όμως ήταν οι αναπόφευκτες ερωτήσεις φίλων και γνωστών: και δηλαδή τι τρως; ούτε αυτό; ούτε εκείνο; ούτε τ’ άλλο;

«Ανήκα πάντα σε επαίσχυντες μειονότητες· δεν άντεχα να είμαι πάλι ο διαφορετικός» εξήγησα στον γιατρό.

Και ήταν η δεύτερη ήττα μου αυτή: πολύ παλιά είχα γίνει για ένα διάστημα χορτοφάγος, κάτι πολύ πιο εύκολο από την τωρινή δίαιτα. Εγκατέλειψα ουσιαστικά για τον ίδιο λόγο, κι ας άργησα να το καταλάβω. Φίλος του κρέατος δεν ήμουν ποτέ, πιο πολύ από μιζέρια παρά από ιδεολογία: από μικρός ξεψείριζα ψυχαναγκαστικά το κρέας, βγάζοντας όχι απλώς πέτσες και λίπη αλλά και την παραμικρή ίνα: παϊδάκια ούτε που τ’ αγγίζω, οι μπριζόλες δεν μου λένε απολύτως τίποτα, μ’ αρέσει όμως ο κιμάς, και περιέργως τα βρόμικα: συκωταριές, κοκορέτσια, έπειτα από το σχετικό ξεδιάλεγμα βεβαίως. Οπότε φίλος όχι, κρεατοφάγος όμως ναι, άκρως ενοχικός ωστόσο, με άλυτες τις βασικές αντιφάσεις ανάμεσα στη ζωοφιλία και την κρεατοφαγία, κουβαλώντας πλήθος ζοφερές εικόνες, ήδη από παιδί το σφάξιμο της κότας τα καλοκαίρια στο χωριό, με το ακέφαλο σώμα να τινάζεται στον πέρα τοίχο, και το χειρότερο με δήμιους τις πιο ακριβές τότε μορφές, μάνα και γιαγιά, το διαπεραστικό γρύλισμα του γουρουνιού από τον πέρα κιόλας μαχαλά, καθώς το σφάζαν, το σπαραχτικό βέλασμα, ολόιδιο με κλάμα μωρού, του αρνιού που το έφερνε από μακριά μια βάρκα, Πάσχα στην Πάτμο αυτό –αλλά τι κάθομαι και αραδιάζω, λες και χρειάζεται τίποτα παραπάνω από το βλέμμα των ζωντανών, μαζί και το σπαρτάρισμα του ψαριού στα δίχτυα ή στο αγκίστρι, κάτι στο οποίο σπάνια στεκόμαστε, ίσως γιατί το ζωικό βασίλειο του νερού είναι λιγότερο ορατό και προπαντός λιγότερο ανθρωπομορφικό από της στεριάς.

Διατελώ έτσι, ξαναλέω, μετρίως κρεατοφάγος, αγρίως ενοχικός, που τρέφει ειλικρινή θαυμασμό έως ζήλια για τους χορτοφάγους, αλλά ώς εκεί· με τους βέγκαν μπερδεύομαι, με την αποχή δηλαδή από οτιδήποτε ζωικό: αβγά, γαλακτοκομικά προϊόντα κτλ., που θεωρούνται αποτέλεσμα βίαιης εκμετάλλευσης του ζώου. Αν δηλαδή αρνείσαι το αβγό της κότας που μεγαλώνει σε συνθήκες ανελέητου όντως εγκλεισμού, το αβγό της δικής σου κότας στο χωριό τι το κάνεις; Ή όλα αυτά είναι ηθικά διλήμματα του ανθρώπου της πόλης, ενώ ο άνθρωπος του χωριού ας βουλιάξει στην καταστατική βαρβαρότητά του; Και πάντως, ο άνθρωπος της πόλης εγώ, σαν ζωόφιλος πια, θα μεταφέρω τον βεγκανισμό μου και στα ζώα μου; στη γάτα και στον σκύλο μου, αλλά και στα αδέσποτα της γειτονιάς;

Σίγουρα το θέμα είναι πολύ πιο σύνθετο απ’ όσο αφήνουν να φανεί τέτοιες ερωτήσεις, ήρθε όμως στην επικαιρότητα με τη δράση κάποιων «αντισπισιστών», που έσπασαν ακόμα και κρεοπωλεία της γειτονιάς. Έτσι, από τον αντισπισισμό, μάθαμε και τον σπισισμό, ή σπισισισιμό, μεταφορά του αγγλικού speciecism (από το species= είδος), που δηλώνει τη διάκριση μεταξύ δύο ειδών και τη συναφή υπεροχή του ενός, που εκμεταλλεύεται έτσι το άλλο.

Δεν θα σταθούμε σε κριτική της δράσης των συγκεκριμένων αντισπισιστών, καθώς είναι ξεκάθαρη η κριτική και η στάση μας, ιδίως της αριστεράς, απέναντι στην αυτοδικία και γενικότερα την τρομοκρατία. Άλλο ήταν το κίνητρό μου, άλλος ψυχαναγκασμός μου, που τον ομολογώ χωρίς ενοχές αυτήν τη φορά: να δούμε κάποια γλωσσικά για τούτον τον σπισισισμό, που τύχη αγαθή μας έρχεται σαν σκέτα σπισισμός, μέσα από μια ασύνειδη, ενστικτώδη προφανώς εφαρμογή ενός βασικού νόμου της γλώσσας, της ανομοίωσης ή της απλολογίας. Όπως μετατράπηκε δηλαδή ο αμφιφορεύς σε αμφορέα, από τα αρχαία κιόλας χρόνια, η τετράπεζα σε τράπεζα, το αστραποπελέκι σε αστροπελέκι κ.ά. Και πιο πρόσφατα, χωρίς να έχει τελεσιδικήσει η περίπτωσή τους (ο β΄ τύπος πάντως πέρασε στο Χρηστικό Λεξικό της Ακαδημίας), η αποστρατιωτικοποίηση σε αποστρατικοποίηση, η ανεξαρτητοποίηση σε ανεξαρτοποίηση κ.ά.

Βασική ένσταση όμως αφορά τον σχηματισμό της ελληνικής λέξης με βάση την αγγλική προφορά: «Δεν λέμε “κομιουνισμός”, ούτε “χιουμανισμός”, επειδή έτσι τα λένε οι Άγγλοι.  Ας σχηματιστεί τουλάχιστον πάνω στο λατινικό σπέκιες: σπεκισμός» μου έγραψε, συμπτωματικά πριν από λίγους μήνες, παλιά φίλη και συνάδελφος.

Προσυπογράφω, φυσικά, και μακάρι οι αντισπισιστές να γίνονταν αντισπεκιστές, και να ’ταν αυτό η πρώτη τους έλλογη χειρονομία.

buzz it!

5/11/17

Περσινά σταφύλια, ξινά από τ' αμπέλι ήδη, ή Ποίος σήμερα ο φασισμός

(Εφημερίδα των συντακτών 4 Νοεμ. 2017)


Παρατράβηξε η απουσία από τη στήλη, καιρός να μαζευτούμε, προπάντων να συμμαζέψουμε μερικά έστω από τα διάφορα που συσσωρεύτηκαν όλο αυτό το παρατεταμένο καλοκαίρι –ποια διάφορα, τα ίδια και τα ίδια, που χρόνια τώρα μας βαραίνουν, και ελάχιστη πράξη λυτρωτική είναι να τα βγάζει κανείς αποπάνω του, εν προκειμένω να τα μοιραστεί με τον αναγνώστη. Περσινά ξινά σταφύλια, από μιαν άποψη, που όσο μένουν, ξινίζουν περισσότερο· από μιαν άλλη ωστόσο άποψη: σταφύλια περσινά, ξινά όμως από μιας αρχής.

Μια τέτοια περίπτωση, που την κουβαλώ απ’ το μεσοκαλόκαιρο, καθώς μάλιστα δεν έτυχε να δω να σχολιάζεται κάπου, είναι η αντιφασιστική αυλαία της συναυλίας του Σαββόπουλου στο Καλλιμάρμαρο, όταν όλοι οι τραγουδιστές και οι τραγουδίστριες ένωσαν τις φωνές τους στο Ακορντεόν του Λοΐζου, με τη γνωστή κατακλείδα: Δε θα περά- δε θα περάσει ο φασισμός!

Αναφέρομαι στη συναυλία που διαφημιζόταν καιρό πριν με τον πολυτονισμένο τίτλο «Ζη το ελληνικό τραγούδι», το ζει με ήτα, έστω, αλλά και με μιαν απρόβλεπτη, κατευθείαν από τ’ αρχαία, υπογεγραμμένη αποκάτω, η οποία μάλιστα κοιτάζει αριστερά αντί για δεξιά (το γράμμα γιώτα είναι υπογεγραμμένο, μαέστρο). Δεν θα σταθούμε πάλι στο μεγαλειώδες φιάσκο του Σαββόπουλου, που νόμισε ότι στον επιτονισμό, στον διαφορετικό κατά περίπτωση χρωματισμό κάθε λέξης, άκουσε μακρά και βραχέα κτλ., κόντρα σε κάθε γλωσσολογική σχολή, ακόμα και την πιο συντηρητική, του Μπαμπινιώτη, όσο κι αν κερδίζει πιστούς κι αν κινδυνεύουμε τώρα να δούμε υπογεγραμμένες και στα λάχανα. Άλλο θέλω να δούμε εδώ.

Η συναυλία, που εντασσόταν στη φιλανθρωπική εκστρατεία του συγκροτήματος Αλαφούζου «Όλοι μαζί μπορούμε», δεν είχε πολιτικές αναφορές, όπως σχολιάστηκε συχνά, σαν κάτι μάλλον θετικό (!), εκτός από την εμφάνιση του Ζουγανέλη στο τέλος, με την παράφραση του σαββοπουλικού: «τον χειμώνα ετούτο, άμα τον πηδήσαμε», σε: «τον χειμώνα ετούτο μας ξαναπηδήξανε», και ένα «σκετσάκι» όπου ο συνθέτης κόβει τάχα τον τραγουδιστή, επειδή του άλλαξε τους στίχους. Εξαιρετικά κακόγουστη, κατά την άποψή μου, και η παρωδία και το «σκετσάκι», αλλά δεν έχει σημασία αυτό όσο το ότι μια «καθαρή» από πολιτικές αναφορές συναυλία χαρακτηρίζεται ακόμα πιο έντονα πολιτικά από τη μία και μόνη πολιτική αναφορά. Η οποία τώρα ήταν ευθέως αντισυριζαϊκή, κάτι απολύτως θεμιτό, αλλά και αναμενόμενο, από την πολιτικοϊδεολογική στάση του Σαββόπουλου –για να μην πω και της οργανώτριας αρχής.

Και ακολουθεί το Ακορντεόν, με τον τελευταίο στίχο και το «αρχινισμένο σύνθημα» που δονεί όλο το Καλλιμάρμαρο: Δε θα περάσει ο φασισμός! Που έφτασε να το τραγουδούν και ο Άδωνης με τον Πορτοσάλτε –είναι το μόνο σχόλιο που βρήκα, με την έννοια πως αναγκάστηκαν να το τραγουδούν, όπως παλιότερα, όταν ο Θεοδωράκης πολιτεύτηκε με τη Νέα Δημοκρατία και βρέθηκε η Δεξιά να τραγουδάει Πάλης ξεκίνημα και Ρωμιοσύνη, και γελούσαμε χαιρέκακα εμείς.

Και εδώ αναρωτιέται εύλογα κανείς: είναι η περίπτωση που ένα παλιό τραγούδι, σαραντατόσων χρόνων, ξαναγίνεται επίκαιρο, εν προκειμένω με τον επελαύνοντα φασισμό της Χρυσής Αυγής και την εντυπωσιακή άνοδο της ακροδεξιάς σ’ όλη την Ευρώπη, αλλά και στην υπερατλαντική υπερδύναμη με τον Τραμπ; Πολύ πιθανό· ακριβέστερα: σίγουρα, για μια μερίδα του κόσμου, μολονότι η συναυλία, είπαμε, δεν είχε πολιτικές αναφορές, αλλά και γενικότερα δεν έχουμε κινητοποιήσεις, εκδηλώσεις, συναυλίες κτλ., ανάλογες με τη σημασία του φαινομένου, την αναγέννηση δηλαδή του φασισμού και τη γιγάντωση της ακροδεξιάς· παράλληλα, η συναυλία οργανωνόταν, όπως επίσης είπαμε, από το συγκρότημα Αλαφούζου, δηλαδή από τα μεγαλύτερα πλυντήρια της Χρυσής Αυγής και εκτροφεία της ακροδεξιάς, καληώρα.

Με άλλα λόγια, αφού φτάσαμε στο θέμα μας, τι θεωρείται σήμερα από άλλη μερίδα του κόσμου, φοβούμαι τη μεγαλύτερη μέσα στο Καλλιμάρμαρο, φασισμός; Ποια είναι η χούντα που υποτίθεται πως ζούμε σήμερα και η Κατοχή, ποιοι οι φασίστες, π.χ. κατά τον Άδωνη, πάλι καληώρα, αλλά και αυτούς που αποσχίστηκαν από τον ΣΥΡΙΖΑ, τη Ζωή, τον Λαφαζάνη κ.ά.; Ποιους ονομάζουν πάλι «χούντα» και «φασίστες» οι νέοι αγανακτισμένοι τους οποίους μας προβάλλουν τα δελτία ειδήσεων, όλων πια των καναλιών, κι όχι μόνο του Σκάι;

Ο Άδωνης δηλαδή κι ο Πορτοσάλτε «αναγκάστηκαν» να βροντοφωνάξουν ενάντια στον φασισμό για τον οποίο έγραφε ο Γιάννης Νεγρεπόντης στους στίχους τους οποίους μελοποίησε ο Λοΐζος και τους τραγουδούσαμε ιδίως τότε, το 1974, αμέσως μετά τη χούντα των συνταγματαρχών; Ή τραγουδούσαν μ’ όλη τους την καρδιά, ενάντια στη «χούντα» και τον «φασισμό» του Τσίπρα; Αυτοί και οι περισσότεροι, νομίζω, εκείνη τη βραδιά;

buzz it!

22/10/17

πάει κι ο Μίλαν

(Μάιος 2005 - Οκτώβριος 2017)







buzz it!

2/9/17

Η διπλή φυγή της Αρλέτας

(Εφημερίδα των συντακτών 2 Σεπτ. 2017, εδώ με μικροπροσθήκες)


στα Ταβάνια της οδού Μνησικλέους, Πλάκα, Μάιος 1970


Διπλωμένη πάνω στην κιθάρα της, σαν για να μην της την πάρουν· μπα: γαντζωμένη πάνω στην κιθάρα της, σαν από σανίδα σωτηρίας· ούτε: κρυμμένη πίσω απ’ την κιθάρα της, σαν πίσω από ασπίδα προστασίας· όμως το πρόσωπο έκθετο· τι να σου κάνουν οι αφέλειες που κρύβουν, πάλι καλά, το μέτωπο· δεν αρκούσε· έσκυβε λοιπόν κι αυτή όσο πιο πολύ γινόταν το κεφάλι πάνω απ’ την κιθάρα-ασπίδα, όχι μόνο για να μην τη βλέπουν, αλλά θαρρείς και για να μη βλέπει, τουλάχιστον να μη βλέπει πως τη βλέπουν. Κούρντιζε την κιθάρα, κάτι μουρμούριζε μέσ’ απ’ τα δόντια, σπάνια ξεχώριζες τι, και μετά η χαρακτηριστική κίνηση: με προτεταμένο το κάτω χείλι φυσούσε προς τα πάνω το μαλλί που, ε, πια το παράκανε, τη στράβωνε τελείως.

Και άρχιζε. Αυτό που, για να το ονομάσει κανείς, ιδίως τώρα, θα κατέφευγε ενστικτωδώς σε μεγάλες λέξεις, καμπανιστές, και υπερθετικούς, ό,τι πιο αταίριαστο εντέλει με το κορίτσι κι έπειτα γυναίκα-θρόισμα, ναι, θρόισμα, μόνο αυτό θα κρατήσω, γιατί ένα θρόισμα των φύλλων, ένα απαλό ρυτίδιασμα των νερών, αυτό ήταν η φωνή και η ερμηνεία και ο τρόπος γενικότερα της Αρλέτας.

Ψάχνω βρίσκω μια φωτογραφία· αποπίσω γραμμένο σε μιαν άκρη από χέρι άγνωστο: 3-5-70· και η αφιέρωση: «Στο Γιάννη με [λουλούδι· εννοώ σκιτσαρισμένο ένα λουλούδι] Αρλέτα». Στη φωτογραφία, από αριστερά, ο Χρήστος Λεττονός, φευγάτος από χρόνια αυτός, και με τρόπο τραγικό: κάηκε ζωντανός σε σπίτι που άρπαξε φωτιά, κι ούτε καν σαράντα χρονών· έπειτα η Πετρούλα Σαλπέα, έπειτα το ζεύγος των ιδιοκτητών, νομίζω, ονόματα δεν θυμάμαι, έπειτα η Αρλέτα, μπροστά γονατιστός αλλά στραμμένος στην Πετρούλα το γκαρσόνι ο Γιώργος, πάλι νομίζω, έπειτα ο ευαίσθητος πιανίστας Τάσος Καρακατσάνης, το Μαρθάκι η Μιγκρέλια και ο Θέμης Ανδρεάδης ­–στην άκρη, γερτός στον τοίχο, σε μια προσπάθεια να βγει απ’ το κάδρο, κάποιος θαμώνας, ίσως Γιώργος κι αυτός.

Έτος 1970 λοιπόν, στα 17 εγώ αλλά κοντά δυο χρόνια ήδη στους δρόμους, με την επίσης φευγάτη από χρόνια πολύτιμη φίλη και οδηγό Εύη χτυπάμε κάρτα στα Ταβάνια της οδού Μνησικλέους, και στο διάλειμμα ή στο σχόλασμα εύκολα έρχεται η γνωριμία, όπως σε τέτοια μέρη τα χρόνια εκείνα, σε όρια κάποτε σουρεαλιστικά: π.χ. με τον 50άρη, πάντως μεγάλο για τα μάτια μου τότε, Γιάννη, ιδιοκτήτη μάντρας αυτοκινήτων, παλιό γνώριμο της Αρλέτας, φιγούρα από άλλον κόσμο, μαύρο κουστούμι με ψιλή ρίγα, μπαρμπέρικο μουστάκι και χρυσό ρολόι, που άνοιγε κάθε φορά ένα μπουκάλι ουίσκι και έπειτα μας έτρεχε στα σκυλάδικα της Εθνικής, μες στην παλιά, μαύρη Μερσεντές του, την Αρλέτα, αν είναι δυνατόν, τη φίλη μου την Εύη, που ήταν ο στρατηγικός του στόχος, και αναγκαίο κακό εμένα.

Το καλύτερό μου όμως ήταν όταν ξημερωνόμουν στα Ταβάνια μόνος, κολλιτσίδα στην Αρλέτα, στην κουζίνα-καμαρίνια, όπου νά, όλο και κάποια φωτογραφία κέρδιζα, ένα σκίτσο που το σκάρωνε εκείνη την ώρα πίσω από μια παλιά πρόσκληση για τα εγκαίνια της μπουάτ, ή κοτζάμ δίσκο, τα 12+1 τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι… Και: «Θα πεις Λόρκα απόψε;» η εναγώνια ερώτηση· «Θα δούμε» ήταν η απάντηση: κάπως σκανάραμε και το κοινό στην αίθουσα, οι ασφαλίτες τότε κάναν μπαμ από χίλια μέτρα, στο τέλος πάντα έλεγε κάποια του Λόρκα: ήταν τα τραγούδια από τον σπουδαίο κύκλο Romancero Gitano του Θεοδωράκη, ποίηση Λόρκα σε μετάφραση Ελύτη, που ήταν έτοιμα από Μίκη και Αρλέτα για ηχογράφηση, αλλά πρόλαβε η 21η Απριλίου (το σημειώνω εδώ, γιατί δεν πολυγράφτηκε τούτες τις μέρες).

Έπειτα κενό, επόμενη εικόνα κάπου το ’72-’73, όταν δουλεύω στις εκδόσεις Ολκός του Αντώνη Καρκαγιάννη, κι άλλο μνημόσυνο εδώ, τον οποίο και πείθω, λες και έλεγε «όχι» ποτέ, να βγάλουμε λεύκωμα με έργα της Αρλέτας. Δυο τρεις βραδιές στο σπίτι της, πάνω σε μια φλοκάτη ή χαλί, ξεδιαλέγουμε από κάτι τεράστια ντοσιέ –εννοείται πως το σχέδιο ναυάγησε, όταν συνειδητοποιήσαμε το κόστος.

Μετά, με τον καιρό, χάνεται αυτή. Και εννοώ τώρα την πρώτη της «φυγή», κατά τον τίτλο, όταν σχεδόν πεισματικά απαρνιέται το νεοκυματικό της παρελθόν: «Με το Νέο Κύμα έχω βγάλει μόνο 3 δίσκους, από κει κι έπειτα έχω άλλους 15» επιμένει· μα άλλο τόσο πεισματικά επιμένω κι εγώ πως η Αρλέτα είναι η πρώτη της περίοδος, εκεί είναι η φωνή της, και φυσικά στον Χατζιδάκι έπειτα και στον Θεοδωράκη, και όχι στη «Σερενάτα» και το «Μπατίντα ντε κόκο», τραγούδια που μπορείς να τα φανταστείς από πολλές και διάφορες φωνές, ή που τίποτα δεν τους προσθέτει η τόσο ιδιαίτερη δική της φωνή: δεν ταιριάζουν εννοώ στη φωνή της, δεν την αναδεικνύουν, ίσα ίσα την αδικούν. Η φωνή και ερμηνεία της Αρλέτας πιστεύω πως βρίσκεται στις βαθιά μελαγχολικές «Σαράντα μέρες» και στο «Σαββάτο απόγιομα», στην ερωτική απόγνωση του «Φώναξέ με», στον σπαραγμό της «Βαλκυρίας του κάδρου». Ή όπως την ξαναβρίσκουμε στα κατοπινά αλλά σαν τα πρώτα, στα «Ήσυχα βράδια» και στο «Πρωινό τσιγάρο».

Όμως, έτσι θέλησε η ίδια. Και είναι μάταιη, όσο και άτοπη, κάθε σχετική συζήτηση τώρα, τώρα που έφυγε οριστικά, κι ας μετράω μπακαλίστικα πρώτη και δεύτερη «φυγή» εγώ, ενώ οι πολλές και διαφορετικές περίοδοι εντέλει της Αρλέτας, οι διαφορετικές γενιές και οι διαμετρικά αντίθετοι, πολλές φορές, κόσμοι που εξέφραζε, ορίζουν ακριβώς το αόριστο, την απεραντοσύνη της.

Στο καλό, Αρλέτα.



Σημ. Η στήλη «Ασκήσεις μνήμης» θα λείψει ένα διάστημα· μπορεί να αργήσει, αλλά θα γυρίσει.

buzz it!