29/11/20

Από τρωκτικά και κατσαρίδες, άλλο τίποτα

(Εφημερίδα των συντακτών 28 Νοεμ. 2020)

  


* Τα τρωκτικά και οι κατσαρίδες που εξέμεσε, που έβγαλε δηλαδή από μέσα της, η κ. Αλεξία Έβερτ προς τους κομμουνιστές και, είμαι σίγουρος, τους εν γένει αριστερούς, επισκίασαν τη βαθυνούστατη ρήση της δημοσιογράφου των Νέων Πέπης Ραγκούση, που κάτω απ’ την ανάρτησή της έβγαλε τ’ άντερά της η κ. Έβερτ.

Έγραφε λοιπόν η κ. Ραγκούση στο φέισμπουκ, πάνω από φωτογραφία της διαδήλωσης του ΠΑΜΕ: «Τριάντα χρόνια εκτός πραγματικότητας, τώρα και εκτός κοινωνίας»!

Και θυμήθηκα ανάλογο σχόλιο του άνευ χαρακτηρισμών Γιάννη Πρετεντέρη, ο οποίος δυσφορούσε με διάφορες εκδηλώσεις (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ κ.ά.) τον Αύγουστο στον Γράμμο: «Πολύς Γράμμος έπεσε καλοκαιριάτικα» ξίνιζε (Νέα 27/8), όταν μάλιστα στον Γράμμο «νίκησε όλη η Ελλάδα πλην κομμουνιστών». Και εξηγούσε:

«Καταλαβαίνω γιατί οι νικητές τιμούν την επιτυχία τους. Για ποιον λόγο όμως οι ηττημένοι μαζοχίζονται να δοξάζουν μια ήττα που τους εξαφάνισε για εξήντα χρόνια από τον πολιτικό χάρτη;»

Τριάντα, κατά την κ. Ραγκούση, εξήντα, κατά τον κ. Πρετεντέρη, ας τα βρούνε, οι συνάδελφοι και προπάντων Νικητές, Συν-νικητές.

Εγώ όμως, που πίστευα ο αφελής ότι, εξήντα τόσα χρόνια τώρα, αν και νικημένος, τρομοκρατούσα ιδεολογικά, μείωνα δηλαδή, ευτέλιζα, καταπτοούσα (νικούσα εντέλει), τους περήφανους Νικητές; Εξού και με ξορκίζαν λυσσαλέα ολημερίς άλλοι, στρατιά ξανά, Συν-νικητές, Αδώνηδες και Βορίδηδες και Μπογδαναίοι και Μητσοτακαίοι, αναθεματίζοντας την «ιδεολογική τρομοκρατία της Αριστεράς»;

Ας αποφασίσουν επιτέλους.

 

* Ο καλύτερος φίλος του Άδωνη. Ο κορονοϊός. Που τον περιορίζει σε ζωντανή σύνδεση απ’ το σπίτι ή απ’ το γραφείο του. Γλιτώνει έτσι τη χειροδικία από παρακαθήμενους στο πάνελ, τους οποίους καταξεφτιλίζει, με τα λόγια και με τον τρόπο του ιδίως, γαβγίζοντας πια κανονικά, Παπαδόπουλος σωστός. Και πάντα απτόητος και αχαλίνωτος, ασυμμάζευτος.

Ναι, ώς τώρα τσίριζε: το ’βρισκε στιλ, θεαματικό, που του αύξανε τα νούμερα και προπάντων δεν άφηνε τον άλλον να μιλήσει. Τώρα γαβγίζει. Και αλήθεια, όσο παλιά κι αν ψάξω, δεν μπορώ να φέρω στον νου μου άλλον πολιτικό ή δημόσιο πρόσωπο που να ασκούσε ή να ασκεί τέτοια λεκτική βία.

Τελευταίο κρούσμα, ώς τη στιγμή που γράφω, το εκρηκτικό σόου με τους πανηγυρισμούς για τους 12 φορές λιγότερους νεκρούς που έχουμε σε σχέση με το Βέλγιο. Όχι, ούτε ο κυνισμός, ούτε ο αμοραλισμός, ούτε η αμετροέπεια, η ιταμότητα, ο καιροσκοπισμός, ο τυχοδιωκτισμός, ούτε τα καθαρά ψεύδη, ούτε οι θρασύτατες κωλοτούμπες, ούτε η γελοιότητα, ούτε… ούτε… ούτε… έχει νόημα να μας απασχολούν.  Αυτός είναι, έτσι θέλει να είναι. Και έτσι τον θέλουν κι άλλοι να είναι.

Όμως η βία, η συνεχής λεκτική βία, αυτή ναι, αυτή οφείλει να μας απασχολήσει πλέον σοβαρά. Η βία προς τον συνομιλητή του, συνάδελφό του πολιτικό, και ακόμα χειρότερα: δημοσιογράφο –καθότι ανώτερος στην κοινωνική ιεραρχία ο ίδιος. Βία λέω απροσμέτρητη προς τον συνομιλητή του, αλλά μαζί και προς το κοινό! Εσάς, εμένα, τον καθένα μας!

Και αναρωτιέμαι, αν απαντούσε κάποιος στη βία του με τη δική του βία, ποιος θα έφταιγε, ποιος θα τον είχε τάχα στοχοποιήσει, κατά το τρισανόητο σχήμα, αν όχι μόνος του, ο ίδιος; Δεν θα ’ταν αυτοάμυνα; ειλικρινά ρωτάω, ειλικρινέστατα.

 

* Γλωσσαμύντωρ και η «Εποχή»; Ένα εξαιρετικό άρθρο από τη γνωστή νομικό και ακτιβίστρια για τα ανθρώπινα δικαιώματα Κλειώ Παπαπαντολέων πρόβαλλε η Εποχή της 15/11 στην πρώτη της σελίδα, ανάμεσα σε άλλα θέματα. Ο τίτλος, προσοχή, στην πρώτη σελίδα είναι: «Η θέαση της προσφυγιάς ως επικίνδυνου σπορ», και αποκάτω: «της Κλειούς Παπαπαντολέων».

Και καλά το Παπαπαντολέων, που το θέλει άκλιτο και η ίδια, όπως το ομοιοκατάληκτο επίθετό της η Λίνα Πανταλέων, ή ο Μάνος Κοντολέων, γενική: «του Κοντολέων».

Αλλά το αρχαιόπληκτο «Κλειούς», ενώ η ίδια γράφει πάντοτε «Κλειώς», όπως απάντησε σε σχετική ερώτηση; Έμπνευση λοιπόν της εφημερίδας. Που επίσης στην πρώτη σελίδα μετέτρεψε το «σαν» σε «ως»: «σαν επικίνδυνου σπορ» διαβάζουμε στον επίσημο ιστότοπο της εφημερίδας και όπου αλλού αναπαράγεται το άρθρο (left.gr π.χ.).

«Έμπνευση» είπα, ουσιαστικά ανεπίτρεπτη επέμβαση. Να αλλάζεις δηλαδή τη γλώσσα του άλλου, το ίδιο του το όνομα, για να το φέρεις στα μέτρα της δικής σου αρχαιοπληξίας ή της όποιας λογιοτατίστικης μόδας.

Γιατί μετράει μερικές δεκαετίες πια αυτή η μόδα, η αναστύλωση της γενικής σε -ούς, όταν εμείς οι ίδιοι, αμέσως πριν, προφέραμε την εξομαλισμένη (από τον 4ο-5ο αιώνα μ.Χ., μας διαβεβαιώνει ο Γ. Ν. Χατζιδάκις) γενική σε -ώς: της Κλειώς, της Θεανώς, και φυσικά της Γωγώς και της Ζωζώς. Που ευπρεπίστηκαν κι αυτά σαν «Γωγούς» και «Ζωζούς»!

Σίγουρα δεν ξεχνάμε πως η γλώσσα αλλάζει κατά τα γούστα της, για την ακρίβεια: κατά τα γούστα της γλωσσικής κοινότητας. Και πως ο λόγος για τη γλώσσα, όπως επέμενε ο σοφός Τάσος Χριστίδης, είναι λόγος για την κοινωνία.

Τη βλέπουμε όμως τότε την αβάσταχτη κάποιες φορές γελοιότητά μας στον καθρέφτη της γλώσσας;

 

 

buzz it!

22/11/20

Ιδιόλεκτοι, άγνοια και απατεωνίες

 (Εφημερίδα των συντακτών 21 Νοεμ. 2020)

  

"Κυρία Πρόεδρε, το φαγοπότι μου προς εσάς", προσφώνηση του Ζουράρι πρός την ΠτΔ, σε μετάφραση στη νεοελληνική

 

* Για τη ζουράρεια ιδιόλεκτο έγραφα την περασμένη φορά, το μέγα στοίχημα ζωής του Κώστα Ζουράρι, μην τυχόν και ξεστομίσει λέξη της κοινής ελληνικής. Επιστρατεύει έτσι ό,τι αρχαίο ή αρχαιοπρεπές μισοθυμάται, πάντως λόγιο, με αποτελέσματα συχνότατα φαιδρά, αφού οι λέξεις έχουν εντελώς άλλη σημασία από αυτήν που θέλει ή νομίζει.

Ακυρολεξίες παντός τύπου λοιπόν, αλλά και ταυτολογίες, χαρακτηριστικές και αυτές της προχειρολογίας του. Επαναλαμβάνω εδώ, όχι χωρίς λόγο, τα «θυρανοίξια που εγκαινιάζουν οι ισχυροί», δηλαδή «τα εγκαίνια [ναού] που εγκαινιάζουν οι ισχυροί».

Και ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα, που δεν μου χώρεσε στο προηγούμενο:[1] «Κυρία Πρόεδρε, την ευωχίαν μου προς εσάς», απευθύνθηκε στην Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Σαν τι να ’θελε να πει; «Κυρία Πρόεδρε, τον σεβασμό μου προς εσάς»; Καλύτερα: «Κυρία Πρόεδρε, τα σέβη μου», απλώς; Άγνωστο. Αυτό πάντως που είπε στην ελληνική (όλων των εποχών!) είναι το εξής και μόνο: «Κυρία Πρόεδρε, το φαγοπότι μου / το γλέντι μου / το ξεφάντωμά μου / το πανηγύρι μου προς εσάς»!

* «Γλωσσαμύντορες της γλώσσας», όπως θυμήθηκα από τα ζουράρικα «εγκαίνια που εγκαινιάζουν», κάπως δηλαδή σαν «συνοριοφύλακες των συνόρων» και «εντομοκτόνο εντόμων»!

Πταίσμα, θα πει κανείς, απλή παραδρομή, που την αλίευσα από παλαιότερο άρθρο (ecozen.gr 6.4.19) θυμωμένης γλωσσαμύντορος, ονόματι Αγγελική Γυπάκη, με υψηλό πόστο στην ΕΣΗΕΑ. Που θριαμβολογούσε πως «η συγκλονιστική ομιλία για την γλώσσα και την αυθεντική ελληνική γραφή (αλφάβητο) του τέως Προέδρου της Ακαδημίας Αθηνών Αντώνιου Κουνάδη» ήταν «ηχηρή επιβεβαίωση» κάποιων επίσης γλωσσαμυντορικών σεμιναρίων της ΕΣΗΕΑ, που είχαν δεχτεί δριμεία κριτική για την αντιεπιστημονικότητά τους.

Άδικη τη χαρακτήρισε την κριτική η θυμωμένη δημοσιογράφος, κριτική που προερχόταν από ανθρώπους «προσκολλημένους στην επιχειρηματολογία εκείνων που απεργάζονται είτε εσκεμμένα είτε από άγνοια, συστημικά την μετάλλαξη αν όχι και την καταστροφή της πανάρχαιας Ελληνικής γλώσσας»! Βρήκαν όμως τον μάστορή τους «από τον αρμοδιότερο να έχει γνώμη για τη γλώσσα, τον απερχόμενο τότε πρόεδρο της Ακαδημίας Αθηνών κ. Αντώνη Κουνάδη…»

* Περιβόητος ο κ. Κουνάδης, γνωστός διακινητής των γνωστών μυθευμάτων για τη γλώσσα, κουφός στη συνεχή κριτική που του ασκείται πανταχόθεν, ακόμα και από συναδέλφους του ακαδημαϊκούς, και τη μεθοδική ανασκευή των αντιεπιστημονικών «θεωριών» που φύονται σε ακροδεξιά κέντρα, όπως το Τσαρλατανείο του Άδωνη κτλ.[2]

Αλλά έτσι κι αλλιώς, ο «αρμοδιότερος», κατά την αδαή δημοσιογράφο, είναι ίσα ίσα ο κατεξοχήν αναρμόδιος: «Ο κ. Κουνάδης ανήκει ως μηχανικός στην Τάξη των Θετικών Επιστημών. Επιστημονικώς δεν έχει αρμοδιότητα και τις αναγκαίες γνώσεις για να ασχολείται με ζητήματα της γλώσσας» έγραψε ο αρχαιολόγος ακαδημαϊκός Βασίλειος Πετράκος, Γενικός Γραμματέας της Ακαδημίας, διαχωρίζοντας τα πράγματα: «άλλο ένας αναρμόδιος για τη γλώσσα ακαδημαϊκός, άλλο η Ακαδημία».

Όμως τέτοιες πλαστογραφίες και απάτες και διασπορά ψευδών ειδήσεων κτλ. δεν διώκονται. Ανθούν έτσι και θάλλουν, με καλυμμένη συχνά την ιδεολογική καταγωγή τους.

* Και η διανόηση της Δεξιάς. Δεν τον θυμήθηκα τυχαία τον κ. Κουνάδη. Ανακυκλώνεται κι αυτός και η πραμάτεια του στο διαδίκτυο, εμπνέοντας και άλλους τιποτολόγους.

Είδα έτσι σχετικά πρόσφατο άρθρο (24/9) στον Ελεύθερο Τύπο (όχι πως λείπουν κι από σοβαρές και αριστερές εφημερίδες!), με τίτλο «Η γλώσσα μου, το σπίτι μου, ο εαυτός μου», που μαρτυρά αμέσως τον στερεοτυπικό, κοινότοπο χαρακτήρα του περιεχομένου.

Υπογράφει ο ποιητής και συγγραφέας και ζωγράφος Δημοσθένης Δαββέτας, Διδάκτωρ Αισθητικής σε παρισινό πανεπιστήμιο και πρωθυπουργικός σύμβουλος του Αντώνη Σαμαρά –τίτλος που αποσιωπάται στα πλούσια βιογραφικά του. Ο οποίος κ. Δαββέτας, σ’ ένα εντυπωσιακά κενολόγο αλλά και ανελλήνιστο κείμενο, με αφορμή την πρόταση Γάλλων διανοουμένων «περί υποχρεωτικής επαναφοράς των λατινικών στα σχολεία», μαζί «και της μητέρας αυτών, των αρχαίων ελληνικών», μας προτρέπει «να ξαναδούμε την περίπτωση επιστροφής [των αρχαίων] στα σχολεία, ως βασικό μάθημα, το οποίο όμως θα διδάσκεται βιωματικά, ως παιχνίδι, ως παιδεία [!], που δίνει χαρά και μάθηση μαζί».

Κι όλα αυτά, καθώς «πρόσφατα έπεσε στα χέρια [τ]ου η ομιλία του πρώην προέδρου της Ελληνικής Ακαδημίας, του καθηγητή Αντωνίου Κουνάδη. Ένα πανάξιο [!], κατανοητό [!] πόνημα, μια εργασία ουσίας [!], που αφήνει [!] πολλές ενδείξεις [!] ότι τα ελληνικά ως γλώσσα προϋπήρχαν του φοινικικού αλφαβήτου». Και εκφράζει την αγωνία του: «Πώς θα μπορέσει ένας νέος να εμπλουτιστεί [!] με τέτοιες χρήσιμες γνώσεις αν δεν γνωρίζει τις βάσεις της ελληνικής γλώσσας;»

Πολλά τα θαυμαστικά, έτσι για να ξέρουμε τι ακριβώς είναι η Αισθητική.

* Τι να σου κάνουν έπειτα οι κοινοί θνητοί; Η μια που γράφει για την Ακρόπολη την «ολοστόλιστη φωτός» (προσοχή στη γενική!), «να διαλάθεις τους δαίμονες» ο άλλος, κι άλλος πάλι για τις «υπερδιαστασιολογημένες μάσκες» της Κεραμέως, ή ένας Τουρκολόγος για «το σύνδρομο του Ναβαρίνο» (όπως το λιμάνι «του Ηράκλειο»;), που μπήκε και πρωτοσέλιδος, πηχυαίος τίτλος σε εφημερίδα…

Έτσι, για επιδόρπιο σήμερα. Για λίγο Αισθητική κι εμείς.


[1] Προστέθηκε εκ των υστέρων στην ανάρτηση εδώ, στο μπλογκ.

[2] Ίσως δεν είναι τυχαίο πως ο κ. Κουνάδης υπήρξε διορισμένος πρόεδρος του ΣΕΓΑΣ επί Χούντας.

buzz it!

15/11/20

Το Μπουρδολόγιον, ξανά, και ο Μπάτσος

(Εφημερίδα των συντακτών 14 Νοεμ. 2020)

 



* Το Μπουρδολόγιον ξαναχτυπά, και εξηγεί πως αγαπάει τα λατινικά, γιατί κάποτε τον έσωσαν: «Τον καιρό που με κυνηγούσαν, έπεσαν, τότε, οι χουνταίοι σ’ ένα σοφό μου ημερολόγιο, που το έγραφα σε ακραιφνή λατινικά… Έτσι, έχασαν ημερήσιες [!] ώρες ψάχνοντας ερμηνεία στα κατ’ αυτούς “κωδικά”. Τα λατινικά μου εκείνα, ήταν Βιργιλίου χαριτωμενιές, προωρισμένες σε δεσποινίδες λατινίδες της “Βαλαγιάννη” και της “Καλαμαρί”. Ως γνωστόν, τότε, αι μεν βαλαγιαννίδες, λόγω αυχμηρών καθηγητών, αι δε καλαμαρίδες δέσποινες, λόγω αυστηρών καλογραιών, ήσαν αριστέες εις την λατινίδα…»

Και το μεν «μπουρδολόγιον», προσφιλής όρος του Κ. Ζουράρεως, και τώρα επιστρεπτέος, το δε ιλαρό παράθεμα, διά χειρός ακριβώς Ζουράρεως (ΕφΣυν 9/11), το μεταφέρω χάριν παιδιάς, μια και πολλοί, όπως κι εγώ αρχικά, από τον τίτλο και μόνο: «Η frustration-ψεύσις μέσα στην νεοφιλελευθώ», εγκατέλειψαν την ανάγνωση του πολυτονισμένου (με πλήθος λάθη, εννοείται) άρθρου του «βουλευτή ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτικής Συμμαχίας Α΄ Θεσσαλονίκης», τρομάρα μας…

* Η ματαίωση και ο μπάτσος. Ας μας φανεί όμως χρήσιμο και σε κάτι το μπουρδολόγιον. Που ασχολείται και με τη μετάφραση του όρου frustration. Αφορμή του, μια σημείωση του Κύρκου Δοξιάδη: «κάτι που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε πολιτική ματαίωση (συνήθης μετάφραση του frustration, δεν είμαι σίγουρος ότι συμφωνώ)» (ΕφΣυν 4/11). Έχει δίκιο από πολλές απόψεις ο κ. Δοξιάδης, δεν είναι πάντοτε απλή η μετάφραση της τόσο κοινής, στα αγγλικά ιδίως, frustration. Που μπορεί να αποδοθεί με πλήθος λέξεις: από απογοήτευση, δυσαρέσκεια και ακύρωση έως αγανάκτηση, απελπισία κ.ά.

Η κοινότερη, κατά τη γνώμη μου, και πλησιέστερη απόδοση είναι η απογοήτευση. Όμως, στην ψυχολογία, η ματαίωση, όπως έχει επικρατήσει από παλιά, είναι εξαιρετικά εύγλωττη. Θα μπορούσε έτσι να καταλήξει πρόχειρα κανείς ότι: σε επιστημονικό λόγο, και σίγουρα στην ψυχολογία: ματαίωση· γενικότερα, και ιδίως στον καθημερινό λόγο: απογοήτευση.

Και πάντως δύσκολα «αποστέρηση» (ή «ξεγέλασμα»), όπως προτείνει ο κ. Ζουράρις.

* Και αφού πιάσαμε τα μεταφραστικά, κάτι ακόμα, που θίχτηκε και εδώ, με τη νέα κυκλοφορία της μεγάλης επιτυχίας του Αλαίν Ντελόν «Le flic». «Ο αστυνόμος» μεταφράστηκε τώρα, «Ο μπάτσος» παλιά, πριν από αρκετές δεκαετίες. Και υπήρξαν διαμαρτυρίες τώρα, γιατί «αστυνόμος» και όχι «μπάτσος», όπως ακριβώς και παλιά, γιατί «μπάτσος» και όχι «αστυνόμος».

Παλιά λοιπόν πρωτοδιάβασα, από τα πολλά που γράφτηκαν, κάτι που αρχικά με ξένισε αλλά το επιβεβαίωνα έκτοτε συνεχώς, ότι το γαλλικό flic, όπως ακριβώς και το αγγλικό cop, σημαίνει «μπάτσος» αλλά και «αστυνομικός». Δεν χρησιμοποιείται δηλαδή πάντα, αυστηρά και μόνο, με την καθαρά απαξιωτική και υβριστική έννοια του μπάτσου στα ελληνικά· είναι υποτιμητικό αλλά και σκέτα λαϊκό, καθημερινό, που μάλιστα το χρησιμοποιεί ακόμα και ο ίδιος ο flic/cop για τον εαυτό του.

Με άλλα λόγια: «μπάτσος» στα ελληνικά είναι ό,τι πιο απαξιωτικό, καθαρά υβριστικό, που ποτέ δεν θα το χρησιμοποιήσει Έλληνας αστυνομικός για τον εαυτό του. Αντίθετα με τον Γάλλο και τον Αμερικανό συνάδελφό του, που πλάι στο policier και το policeman θα χρησιμοποιήσει, αντίστοιχα, και το flic και το cop.

Άρα η «σωστή» μετάφραση θα ήταν κάπου στη μέση, ανάμεσα στον μπάτσο και στον αστυνομικό, που ελληνικά όμως δεν υπάρχει. Οπότε, ανάλογα με τα συμφραζόμενα, μπάτσος για βρισιά, αστυνομικός για απλή αναφορά.

* «Ο όρος [flic], που αρχικά ήταν αποκλειστικά μειωτικός, έγινε έπειτα απλώς οικείος, καθημερινός, και σήμερα χρησιμοποιείται από τους ίδιους τους αστυνομικούς, ίσως με την επίδραση της αστυνομικής λογοτεχνίας: “Μoi, un flic” [Εγώ, ένας μπάτσος/αστυνομικός], έργο του H. Gévaudan, διευθυντή της δικαστικής αστυνομίας (1980)» –μεταφράζω πρόχειρα από το εννιάτομο Robert.

* Και πάλι Ασκήσεις Μνήμης, ή Επιστροφή στο μπουρδολόγιον. Ούτε για την εκζήτηση του Ζουράριδος έχει νόημα να ξαναπώ, ούτε για την επικοινωνία με τον καθρέφτη, σε γλώσσα που αποκλείει σκόπιμα τον άλλον κτλ., αφού περί ορέξεως κολοκυθόπιτα, όσο υπάρχουν ευφρόσυνοι καταναλωτές του έργου του ανδρός.

Που συχνότατα όμως δεν το καταλαβαίνουν, πολύ απλά. Δεν άνοιξαν δηλαδή λεξικό, να δουν αν οι φανταχτερές λέξεις έχουν και κάποιο νόημα στη θέση που τις βάζει ο εν λόγω. Να δουν, επαναλαμβάνω για πολλοστή φορά:

– ότι «καλλίπυγος μαγωδία» σημαίνει: «παντομίμα με ωραίους γλουτούς»·

– ότι «τα θυρανοίξια που εγκαινιάζουν οι εκάστοτε ισχυροί» σημαίνουν: «εγκαίνια [ναού!] που τα εγκαινιάζουν οι εκάστοτε ισχυροί»·

– ότι τα «καλλιεπή αγοράκια» που διάλεγαν οι Τούρκοι στο παιδομάζωμα «ώστε να τα πηδάνε», σημαίνει: «αγοράκια που χειρίζονται άψογα τον λόγο»·

– ότι «ευωχία» σημαίνει γλέντι, ξεφάντωμα, φαγοπότι· άρα όταν ο εν λόγω απευθύνεται στην Πρόεδρο της Δημοκρατίας με τα λόγια: «Κυρία Πρόεδρε, την ευωχία μου προς εσάς», της λέει κάτι σαν: «Κυρία Πρόεδρε, το ξεφάντωμά μου προς εσάς»·

– ότι «μέζεα» είναι τα αποτέτοια ζώου κι όχι ανθρώπου, και «στεατοπυγικό σύστημα» ή υποσύστημα δεν υπάρχει, ούτε ανώτερο ούτε κατώτερο, υπάρχει μόνο η «στεατοπυγία», η συσσώρευση λίπους στα πισινά· άρα, όταν ο βουλευτής μας γράφει κάποιους στα παπάρια του λέγοντας: «στα καθ’ ημάς μέζεα του κατωτέρου στεατοπυγικού μας υποσυστήματος», στην ουσία τούς γράφει στα παπάρια ζώου που διαθέτει και που κρέμονται από τα τετράπαχα πισινά του!

Να χαρώ γλώσσα –και εικόνα.

Αυτά, ναι, δεν θα κουραστώ να τα επαναλαμβάνω κάθε φορά. Το χρωστάω, το χρωστάμε, αν μη τι άλλο, στη δική μας, την ελληνική γλώσσα.

 

 

buzz it!

8/11/20

Άλλο “καταλαβαίνω”, άλλο “δικαιολογώ”, πόσο μάλλον “επιδοκιμάζω”

 (Εφημερίδα των συντακτών 7 Νοεμ. 2020)

 


* Άλλο “καταλαβαίνω”,
άλλο “δικαιολογώ”, πόσο μάλλον “επιδοκιμάζω”: χρησιμοποιώ, και όχι πρώτη φορά, αυτό το βασικό αξίωμα σαν γενικό τίτλο, μολονότι αφορά μόνο το πρώτο κομμάτι της στήλης: σκόπιμα βεβαίως, μια και σκόπιμα παραγνωρίζεται στις πολιτικοϊδεολογικές διαμάχες.

Ο λόγος για τους άθλιους χουλιγκάνους της ΑΣΟΕΕ, για τους οποίους πάντως δεν νοείται να καλείται να λογοδοτήσει η Αριστερά, που έχει ξεκάθαρες θέσεις απέναντι στην τρομοκρατία.

Με αυτά τα δεδομένα επανέρχομαι στα λόγια ενός παλιού, σοβαρού δημοσιογράφου της Καθημερινής, μακαρίτη πια, που έλεγε, δεξιός ο ίδιος, πως αν ήταν τότε 18άρης, μολότοφ θα πέταγε κι αυτός –τότε, πριν από είκοσι τόσα χρόνια, όταν λόγου χάρη δεν ήταν στα ύπατα αξιώματα της χώρας ένας Άδωνης Γεωργιάδης.

Και πάω στις δηλώσεις της αρμόδιας υπουργού, της κυρίας Κεραμέως:

«Όσοι νομίζουν ότι με τραμπουκισμούς, φασισμό και άσκηση βίας θα τρομοκρατήσουν τον ακαδημαϊκό χώρο και θα μείνουν ατιμώρητοι, πλανώνται πλάνη οικτρά…»

Αφαιρέστε τις λέξεις «ακαδημαϊκό χώρο» και βάλτε: «ελληνικό λαό». Διόλου άγνωστη η εικόνα: τραμπουκισμοί, φασισμός και άσκηση βίας· μόνο που εδώ οι «δράστες» μένουν σταθερά ατιμώρητοι, διαπαιδαγωγώντας αναλόγως τις νεότερες γενιές. Με δάσκαλο μόνιμο και σε καθημερινή βάση τον πιο προβεβλημένο πολιτικό, τον Άδωνη που είπαμε.

* Το έμαθαν έτσι το μάθημα οι νέοι. Και προχώρησαν: Διαπόμπευση του πρύτανη; Εξοργιστική και ανατριχιαστική. Άραγε περισσότερο από τη διαπόμπευση λ.χ. των οροθετικών γυναικών από τους υπουργούς του ΠΑΣΟΚ Λοβέρδο και Χρυσοχοΐδη;

Και «τάγματα εφόδου» οι άθλιοι της ΑΣΟΕΕ, και όχι μόνο. Άραγε περισσότερο από τα τάγματα εφόδου λ.χ. του Νεοδημοκράτη τώρα Χρυσοχοΐδη;

Άλλο “καταλαβαίνω”, άλλο “δικαιολογώ”, πόσο μάλλον “επιδοκιμάζω”, ξαναλέω. Γιατί, όσο δεν καταλαβαίνουμε, εκπαιδεύουμε εμείς οι ίδιοι στους τραμπουκισμούς, στον φασισμό και στην άσκηση βίας.

* Το ανέκδοτο της εβδομάδας: «Αρχαία ελληνικά, η γλώσσα του μέλλοντος», με τον τίτλο και μόνο βάζεις τα γέλια. Με την υπογραφή: «Ευγενία Μανωλίδου, Μουσικός», κλαις πια από τα γέλια. Εκεί όμως που κινδυνεύεις να λιποθυμήσεις, πάντα απ’ τα γέλια, είναι όταν σκέφτεσαι ότι αυτό το κατεβατό των 1.374 λέξεων (απάντηση σε επιφυλλίδα του Ν. Δήμου) δημοσιεύτηκε στο έγκριτο, όπως λέγαμε παλιά, Βήμα.

Το Βήμα του Μαρινάκη, κανονικά δίχως άλλο χαρακτηρισμό: το όνομα και μόνο αρκεί. Το όνομα του ανθρώπου που εξευτέλισε δύο ιστορικές εφημερίδες, τα Νέα και το Βήμα, όχι επειδή τις έστρεψε αποκλειστικά δεξιά, έστω: ακόμα πιο δεξιά, αλλά επειδή τις έκανε υποδειγματικά μη εφημερίδες: παραβιάζοντας, εννοώ, διασύροντας ακριβέστερα, κάθε έννοια δημοσιογραφικής δεοντολογίας.

Ας πάρει τώρα και τη Μανωλίδου μόνιμη συνεργάτρια, ή ας της δίνει κάθε τόσο κι από μια σελίδα, όπως το ολοσέλιδο του συνηγόρου του, του αγίου Πειραιώς, στο ολοπλούμιστο ΒΗΜΑgazino, για διάγγελμα το Πάσχα, ή το ετήσιο ολοσέλιδο (άλλοτε δισέλιδο) αφιέρωμα στη δωρεά του στον Πειραιά, εκείνη την ανεκδιήγητη αψίδα των σκουπιδοντενεκέδων στην πλατεία Αλεξάνδρας, μνημείο τάχα για τον ξεριζωμένο ελληνισμό του Πόντου.

* Ο μουσακάς που είπε τον Ελύτη αερολόγο. Τέτοιες λαμπρές μεταγραφές τού ευχόμαστε του Μαρινάκη, όπως του Στέφανου Κασιμάτη, που με την αθλιότητά του απέναντι στον Κατρούγκαλο (όχι μπαγιάτικη! δεν μπαγιατεύουν τέτοιες ιστορίες) δοκίμασε σκληρά τις αντοχές της ούλτρα δεξιάς πλέον Καθημερινής, η οποία παραμένει ωστόσο εφημερίδα, με τη δημοσιογραφική έννοια, από τις πιο σοβαρές.

Το «μουσακάς», σπεύδω να διευκρινίσω, είναι χαρακτηρισμός του ίδιου του Κασιμάτη, όταν περιέγραφε πριν από λίγα χρόνια το ντύσιμο κάποιου βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να τον κατονομάζει:

«Παπούτσια δετά τύπου brogues (ενδεχομένως Church’s, αν και δεν είμαι σίγουρος), παντελόνι σιγκαρέτ (δηλαδή, κολάν για άνδρες και LBGT), δερμάτινο στενό σακάκι, γυαλί ηλίου καθρεφτιζέ πορτοκαλί. [...] Για λύπηση ο μουσακάς...»

Τέτοια πετυχεσιά, μην πάει χαμένη: ας τον κρατήσουμε τον όρο, για τον ίδιο τώρα και την επί παντός σοφία του. Που εκτείνεται πέρα από τα «κολάν για LGBT», στην ποίηση βεβαίως, όταν π.χ. χαρακτήριζε από ραδιοφώνου αερολογίες το έργο του Ελύτη.

* Είπα ότι δεν μπαγιατεύουν τέτοιες ιστορίες, «Ασκήσεις μνήμης» κάνει άλλωστε η στήλη, αλλά ώς εδώ. Έτσι κι αλλιώς, το πιο χαρακτηριστικό στην ιστορία ήταν το παροιμιωδώς φλύαρο υποστηρικτικό κείμενο του Απόστολου Δοξιάδη. Που, όποτε νιώθει πως απομακρύνεται απ’ την επικαιρότητα, προτάσσει τα στήθη του να υπερασπίσει, τη μια τη Δόμνα Μιχαηλίδου, όταν έβγαζε ψυχοπαθείς τους αντιστασιακούς, τώρα τον Κασιμάτη, που απλώς έκανε, λέει, χιούμορ: ιστορίες για γέλια δηλαδή, όπως και με τη Μανωλίδου.

Εγώ, ομολογώ, χαίρομαι και αγαλλιώ για τη μετακόμιση του Κασιμάτη στα Νέα, επειδή η κάποτε εφημερίδα είναι κλειδωμένη στο ίντερνετ, κι έτσι, μαζί με Πρετεντέρη και Κανέλλη, γλιτώνω τώρα και τον Κασιμάτη.

Άντε και σε επόμενους, κύριε Μαρινάκη, και δεν θα πω ποιους και από ποιες εφημερίδες.

 

 

buzz it!