31/10/21

«Πώς διυλίζουμε στα μυαλά μας έναν μύθο»

 (Εφημερίδα των συντακτών 30 Οκτ. 2021)

* «Έρμη Μελίνα, δε σ’ έκαναν από μπρούντζο…» είχα γράψει στο ιστολόγιό μου κάτω από φωτογραφία της μαρμάρινης Μελίνας στην αρχή της Διονυσίου Αρεοπαγίτου, τότε που έκλεψαν από το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων πέντε μπρούντζινες προτομές συγγραφέων, έτσι όπως έκλεβαν κάθε λογής σιδερικό, ώς τα καντήλια απ’ τους τάφους στα νεκροταφεία.

Τώρα, στην άλλη άκρη της Αρεοπαγίτου, σύμπτωση, ο χρυσός ανδριάντας της δήθεν Κάλλας (που μπροστά του η προτομή της Μελίνας μοιάζει Μικελάντζελο!), μπρούντζινος αυτός, έτοιμος να αποκτήσει αξία εντέλει μεγαλύτερη απ’ την υποτιθέμενη καλλιτεχνική.

Κι είναι και η αψίδα από σκουπιδοντενεκέδες στην πλατεία Αλεξάνδρας στον Πειραιά, για τη «Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου», που αυτήν όμως άρχισαν να την ξηλώνουν παίζοντας τα πιτσιρίκια: «το γλυπτό συνδιαμορφώνεται από όσους το χαίρονται [...]. Αποκτάει μια καινούρια ζωή. Αλλάζει. Παίρνει άλλο σχήμα. Δεν είναι άσχημα!» δήλωνε ένας ιστορικός τέχνης, όταν παρουσίασε δεύτερη φορά το ίδιο έργο στα έντυπα του Μεγάλου Αυθέντη και Δωρητή Μαρινάκη. Οι ελπίδες μας λοιπόν στα πιτσιρίκια κι όσους άλλους το χαρούν και του προσδώσουν «άλλο σχήμα», άλλη, «καινούρια ζωή».

Ασεβείς, βλάσφημες σκέψεις θα πούνε άλλοι. Τι λένε όμως για την ασέβεια κάποιων καλλιτεχνών απέναντι στα παριστώμενα πρόσωπα ή στις τραγικές ιστορικές καταστάσεις, που μάλλον τα γελοιοποιούν παρά τα τιμούν;

* Κάποτε πρέπει να ασχοληθούμε σοβαρά και όχι ευκαιριακά με τον δημόσιο χώρο και την ευκαιριακή διαμόρφωσή του από στοχευμένες βεβαίως δωρεές ή μεγαλομανείς ιδέες δημοτικών αρχόντων. Μακάρι η κακοποίηση της Κάλλας να είναι μια αρχή. Από τη μεριά μου, μεταφέρω όσα σκόρπια έγραψα αλλού, στο φέισμπουκ (εδώ με μικροαλλαγές), για το άγαλμα που πιο πολύ βασάνισε τους υποστηρικτές του από ό,τι τους επικριτές του.

«Το περίεργο είναι πως η Αφροδίτη Λίτη δεν είναι κάποια τυχαία γλύπτρια» έγραψα όταν πρωτάρχισε η συζήτηση. «Το ακόμα πιο περίεργο είναι πως έζησε πλάι σ’ έναν από τους σπουδαιότερους γλύπτες μας, τον Γιώργο Λάππα, που μας άφησε πριν από 5 χρόνια. Εντυπωσιακό, λοιπόν, πώς έφτασε σ’ αυτό το άψυχο κατασκεύασμα, όπου συγχέεται η ακαμψία με τη μεγαλοπρέπεια… Παράλληλα, το πρόσωπο ανήκει σε εμφανώς υπέργηρη γυναίκα, που μακάρι να είχε φτάσει σε τέτοια ηλικία η Κάλλας, εννοώ να μας έδινε για χρόνια ακόμα, έστω την αύρα της αν όχι τη φωνή της…

»Το χειρότερο, τα χέρια, σε πόζα: “τι λες, κυρά γειτόνισσα”, έτοιμη για καβγά... Όμως η Κάλλας, σε μερικές από τις γνωστότερες φωτογραφίες της, αγκαλιάζεται με τα χέρια της, αγκαλιάζει τα μπράτσα ή τους ώμους της, σαν να συγκρατεί την εσάρπα της, σε μια κίνηση βαθύτατης εσωτερικότητας, ίσως και εγκαρτέρησης, και μαζί αισθησιασμού.»

Αναμενόμενο ίσως, η γλύπτρια τα χρέωσε όλα στα δαιμονοποιημένα κοινωνικά μέσα, και δήλωσε ορθά κοφτά πως τίποτα δεν την αγγίζει στο παραμικρό: Ξέρει, είπε, τι θέλει και πού βαδίζει, δέχτηκε και άπειρα συγχαρητήρια –ποιος ασχολείται δηλαδή με την πλέμπα! Την οποία πλέμπα ανέλαβαν να κατειρωνευτούν και να τη μαστιγώσουν οι πάντα εκτός και υπεράνω, όπως έγραφα στην προηγούμενη επιφυλλίδα.

* Πολλά θα μπορούσαν να είναι κωμικά, όπως κωμική είναι από μιαν άποψη η αυταρέσκεια και η αλαζονεία. Φυσικά της γλύπτριας, αλλά ακόμα περισσότερο των δευτερότριτων εμπλεκομένων.

Του φαντασμένου δήμαρχού μας, αίφνης, που του επισημαίνει ο δημοσιογράφος:

«Στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, σ’ έναν τέτοιο δρόμο που περνάνε ένα εκατομμύριο άνθρωποι την ημέρα, και το καλοκαίρι ίσως και περισσότεροι, θέλει ένα έργο που να θυμίζει λίγο τη Μαρία Κάλλας, αυτό είναι που ξενίζει».

Κι αυτός: «Ξέρετε, το καταλαβαίνω αυτό το οποίο λέτε, εγώ δεν έχω δει κανένα [!] άγαλμα το οποίο να θυμίζει πραγματικά έναν άνθρωπο… αλλά έχει πιο πολύ να κάνει με το πώς εμείς βιώνουμε και μετουσιώνουμε και διυλίζουμε στα μυαλά μας έναν μύθο».

Και η πρόεδρος του Συλλόγου Μαρία Κάλλας, που με το όνομα της Κάλλας γεμίζει τα ταμεία του συλλόγου και κερδίζει, καλή ώρα, πολλά 15λεπτα δημοσιότητας. Τη ρωτάνε:

«Εσείς είστε ικανοποιημένη από τον συγκεκριμένο ανδριάντα;»

Κι αυτή: «Είμαι πάρα πολύ ικανοποιημένη, διότι δύο πράγματα θελήσαμε: αυτό το άγαλμα να αποδίδει τη μεγαλειότητα και την ελληνικότητα της Κάλλας, διότι, αν πάρετε τα 5 διαφορετικά γλυπτά που έχουν γίνει απ’ τον Ελευθέριο Βενιζέλο κανένα δεν αποδίδει ακριβώς τη μορφή του [σ.σ. ούτε αυτό μπροστά στη Βουλή π.χ.; ή πλάι στο Μέγαρο;]. Αν δείτε το άγαλμα της πριγκίπισσας Νταϊάνας με τα παιδιά, δε θα το αναγνωρίζετε. Ο Έλληνας έχει την κακή συνήθεια όχι να κρίνει και να κατακρίνει, αλλά και να κοροϊδεύει. Το άγαλμα που έγινε της Νταϊάνας με τα παιδιά δεν δείχνει καθόλου την Νταϊάνα, είναι ένα σύμβολο της πριγκίπισσας. Εδώ πέρα όμως είναι πολύ πιο συγκεκριμένο: τα χέρια αυτά δείχνουν την αυτοπεποίθηση, το ρούχο αυτό και το ύψος δείχνει τη μεγαλοπρέπειά της, το κεφάλι έτσι όπως είναι στημένο δείχνει πώς ατενίζει το θείο».

* Είναι γνωστό στους πάντες, πλην του δημάρχου και της προέδρου, ότι σε πολλά ρεύματα στη σύγχρονη τέχνη ο καλλιτέχνης αποτυπώνει τα δικά του αισθήματα απέναντι στο πρόσωπο το οποίο ζωγραφίζει ή σκαλίζει σε άγαλμα· όμως στη ρεαλιστική προσέγγιση, όπως στα εν λόγω αγάλματα, αποδίδει όσο πιο πιστά γίνεται το πρόσωπο.

Αδαημοσύνη; ή μάλλον εμπαιγμός;

buzz it!

27/10/21

Το απόλυτο δικαίωμα του δημιουργού στο έργο του

 (Καθημερινή 24 Οκτ. 2021)

Συμμετοχή σε έρευνα του Νικόλα Ζώη, που δημοσιεύτηκε στην κυριακάτικη «Καθημερινή», 24/10/21: «Η μετάφραση σαν πολιτικό ζήτημα».

Το θέμα: Η Αφροαμερικανίδα ποιήτρια και ακτιβίστρια Αμάντα Γκόρμαν, που απάγγειλε ποίημά της κατά την ορκωμοσία του Τζο Μπάιντεν, «εξέφρασε την επιθυμία να μεταφράζεται από άτομα με παρόμοια πολιτισμικά χαρακτηριστικά, δηλαδή από νεαρές γυναίκες, αφρικανικής καταγωγής». Παράλληλα η Ιρλανδέζα συγγραφέας Σάλι Ρούνεϊ αρνήθηκε να πουλήσει τα μεταφραστικά δικαιώματα για το καινούριο μυθιστόρημά της σε Ισραηλινό εκδοτικό οίκο, συμμετέχοντας στο πολιτιστικό μποϊκοτάζ στο κράτος του Ισραήλ, για τη στάση του απέναντι στους Παλαιστίνιους.

«Άραγε η μετάφραση ενός έργου» διατυπώνει το ερώτημα ο Ν. Ζώης, «η κυκλοφορία του σε μια άλλη χώρα, δεν είναι κυρίως εκδοτική, λογοτεχνική και γλωσσική υπόθεση; Επηρεάζεται […] από το χρώμα, το φύλο, την κοινωνική τάξη, την πολιτική στάση και άλλα εξωλογοτεχνικά χαρακτηριστικά του μεταφραστή ή της χώρας “εισόδου”;»

 

Η (αντιδημοφιλής) απάντησή μου:

«Σε ιδεώδεις συνθήκες ένας συγγραφέας θα έπρεπε να μπορεί να επιλέξει τον μεταφραστή του, όπως στο κάτω κάτω οποιοσδήποτε επιχειρηματίας τους συνεργάτες ή τους υπαλλήλους του. Κι από την άλλη ένας μεταφραστής να επιλέξει τον συγγραφέα τον οποίο θα μεταφράσει.

»Τα κριτήρια και στις δύο περιπτώσεις θα είναι οπωσδήποτε υποκειμενικά, η λεγόμενη πνευματική συγγένεια, που σχετίζεται με λογοτεχνικά κριτήρια, όσο κι αν αυτά ουσιαστικά θα προσδιορίζονται από αντικειμενικά, άρα εξωλογοτεχνικά κριτήρια. Τέτοια είναι, αναπόφευκτα και αυτονόητα, τα βασικά χαρακτηριστικά που φέρει ο καθένας μας, εθνικότητα, χρώμα, φύλο, ταξική-κοινωνική θέση, ιδεολογική ταυτότητα, σεξουαλικός προσανατολισμός, επίσης ενδεχόμενη σωματική αναπηρία κ.ά. –άσχετα αν αποτυπώνονται ή γενικότερα ανιχνεύονται στο έργο του συγγραφέα.

»Έτσι, ο συγγραφέας θα αναζητήσει τον συγγενέστερό του μεταφραστή. Και π.χ. οι γυναίκες και οι μαύροι/ες, με την καταπίεση εγγεγραμμένη στο DNA τους, οι ομοφυλόφιλοι, ένα άλλοτε κακοποιημένο παιδί, ο κατάκοιτος ασθενής κ.ο.κ. θα θεωρήσουν ότι θα τους νιώσει, ότι θα επικοινωνήσει καλύτερα μαζί τους ένας ομοιοπαθής –χωρίς βεβαίως αυτό να αποτελεί αυτόματα εγγύηση για το αποτέλεσμα της εργασίας.

»Η αξίωση λοιπόν της Αμάντας Γκόρμαν να μεταφράζεται από πολιτισμικά συγγενή της άτομα, εν προκειμένω νεαρή γυναίκα αφρικανικής καταγωγής, ακτιβίστρια, μπορεί να μοιάζει άγονη και αδιέξοδη στην απόλυτη εφαρμογή της (Σουηδός να μεταφράζεται από Σουηδό, αριστερός από αριστερό), είναι όμως απολύτως κατανοητή, και πάντως απορρέει από το απόλυτο δικαίωμα του δημιουργού στο έργο του.

»Όσο για την Ιρλανδέζα Σάλι Ρούνεϊ και την άρνησή της να μεταφραστεί στο σημερινό Ισραήλ είναι καθαρά πολιτική απόφαση, που αυτή κι αν σχετίζεται με το απόλυτο δικαίωμα του δημιουργού στο έργο του. (Ας θυμηθούμε εδώ τον Άρθουρ Μίλλερ, που την περίοδο της δικτατορίας είχε απαγορέψει να ανεβάζονται έργα του στη χώρα μας.)»

 

Στην έρευνα απαντούν επίσης η μεταφράστρια Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, η ποιήτρια και μεταφράστρια Μυρσίνη Γκανά (που έχει μεταφράσει και το συγκεκριμένο ποίημα της Γκόρμαν) και η συγγραφέας Αμάντα Μιχαλοπούλου. Δυστυχώς η έρευνα δεν υπάρχει ονλάιν, ώστε να διαβαστούν και οι άλλες απαντήσεις.

Ιδίως της Αμάντας Μιχαλοπούλου, που θεωρεί «φαιδρό» το μποϊκοτάζ στο οποίο θέλησε να συμμετάσχει η Σάλι Ρούνεϊ: «Ως Σάλι θα μπορούσε να μποϊκοτάρει τα ισραηλινά προϊόντα ή να πάει να πετάει πέτρες στη Λωρίδα της Γάζας, δικαίωμά της, αλλά ως Ρούνεϊ θα έπρεπε να το ξανασκεφτεί. Είναι σαν να μας λέει ότι οι αναγνώστες και οι αναγνώστριες [...] είναι ευθέως υπεύθυνοι για τις κυβερνήσεις τους». Και την κολλάει στον τοίχο: «Γιατί ως ευσυνείδητη αριστερή δεν απαγόρευσε την κυκλοφορία του βιβλίου της στην Τουρκία ή στην Αμερική του Τραμπ;» Και κορυφώνει: «Αυτές οι κινήσεις εντυπωσιασμού δεν ξαναδίνουν στη λογοτεχνία το χαμένο πολιτικό της γόητρο, δείχνουν απλώς ότι ασπαζόμαστε όλο και περισσότερο την ινσταγκραμική λογική του πυροτεχνήματος»!

Πσσσσσς…

buzz it!

23/10/21

Η πλέμπα των αδαών και η ελίτ των Εκλεκτών

 (Εφημερίδα των συντακτών 23 Οκτ. 2021)

* Όταν πρωτοπήγα στο Παρίσι, ερωτεύτηκα το Μουσείο Κλυνύ. Είναι στο περίφημο Καρτιέ Λατέν, την καρδιά του Παρισιού τα χρόνια εκείνα, ένα κομψοτέχνημα, μουσείο τσέπης το έλεγα, που το γυρίζεις μέσα σε ελάχιστες ώρες. Το είχα μάθει απέξω κι ανακατωτά, κι έτσι κεντρικά που ήταν επιπλέον, έμπαινα ακόμα και για να γλιτώσω τη βροχή· προσπερνούσα τρέχοντας σχεδόν τις αίθουσες με τις μεσαιωνικές πανοπλίες, και γραμμή για τις υπέροχες ταπισερί, τη θρυλική Κυρία με τον μονόκερο κ.ά.

Τα μεγάλα μουσεία σχεδόν με απωθούσαν, με τις ουρές, και τις εξ ορισμού δυσμενείς συνθήκες επικοινωνίας με τη ζωγραφική και τη γλυπτική, συνθήκες εντελώς διαφορετικές απ’ ό,τι στις άλλες τέχνες. Αλλιώς είναι πρώτα πρώτα με το βιβλίο, που το διαβάζεις μόνος σου, αλλά και με το θέατρο, τον κινηματογράφο, τη μουσική· με τις εικαστικές τέχνες, από τις γκαλερί έως τα μουσεία, θα περιτριγυρίζεσαι από άλλους ανθρώπους που πηγαινοέρχονται κουβεντιάζοντας, στριμώχνονται δίπλα σου, μπαίνουν συχνά μπροστά σου, άσε πια τα πολυμελή κατά κανόνα γκρουπ με τους ξεναγούς… Κι όλα αυτά όρθιος, όπου αν έχεις και προβλήματα με μέση λ.χ., όπως από πολύ νέος εγώ, κόλαση σωστή.

Στο Λούβρο, φερειπείν, πήγα μία και μοναδική φορά, και πάντως όχι στο πρώτο μου ταξίδι, στήθηκα ούτε θυμάμαι πόσο στην ουρά, πρώτη ήδη δοκιμασία, και όταν πλέον μπήκα, πήγα γραμμή στη Νίκη της Σαμοθράκης, άρχισαν να τρέχουν τα μάτια μου (όχι πως το ’χω δύσκολο), τη χάζεψα δεν ξέρω πόση ώρα, κι έφυγα.

* Πολύ αργότερα στη ζωή μου πήγα σε σχετικά ελάχιστα μουσεία, και αξιώθηκα και είδα μερικούς από τους ζωγράφους που αγαπούσα, Μαγκρίτ, Μπρέγκελ (Μπρέχελ το σωστό), Σαγκάλ κ.ά., ελάχιστους γενικά, και όχι το συνολικό τους έργο φυσικά, και ίσως αυτό ήταν κι όλο, δεν θα ξανάχω πιστεύω άλλη ευκαιρία.

Κι όμως, αγαπούσα κι αγαπώ πολλούς άλλους, χωρίς ποτέ να έχω δει έργα τους από κοντά, το ίδιο, εννοείται, όπως δεν έχω δει έργα όσων δεν αγάπησα ποτέ, δεν μου άρεσαν ποτέ, έως και τους αποστρεφόμουν.

Μιλάω φυσικά για μένα· προφανώς πολλοί είδαν πολύ περισσότερα στη ζωή τους, μα εξίσου πολλοί, για να μην πω ακόμα πιο πολλοί, δεν είδαν ούτε τόσο. Σκέφτομαι μάλιστα ότι, ακόμα και πολυταξιδεμένοι ιστορικοί τέχνης, ή οι ίδιοι οι καλλιτέχνες, δεν έχουν δει ούτε τα μισά απ’ όσα θα ’θελαν ή και θα ’πρεπε να έχουν δει. Παρ’ όλα αυτά, έχουν και αυτοί τις προτιμήσεις τους, έργα που τα λατρεύουν και έργα που τα αποστρέφονται.

* Αφορμή μου, το περιλάλητο, διαβόητο θα έλεγα, καινούριο άγαλμα της Κάλλας, που τις μέρες αυτές επικρίθηκε και χλευάστηκε κατά κόρον, δικαίως κατά τη γνώμη μου. Το ίδιο όμως επικρίθηκαν και χλευάστηκαν οι αρνητές, συλλήβδην, πως έκριναν χωρίς να έχουν δει από κοντά το έργο. Τόσο που, όταν κάποιος θέλει να πάρει θέση, να πει μια γνώμη, ακόμα και θετική, σπεύδει να εξασφαλίσει τα νώτα του με κάτι σαν άλλοθι, απαλλαγή, συχωροχάρτι: «δεν το έχω βέβαια δει ακόμα…» κ.τ.ό.

Εξωφρενικό. Ακόμα πιο εξωφρενικό, αυτοί που κρίνουν και χλευάζουν τους αρνητές, από ανώτερη (μα πώς και πόσο;) θέση, κοιτάζοντας από ψηλά τον όχλο, τη μάζα, που άγεται και φέρεται (υποθέτω από τους αντιπολιτευόμενους τη σημερινή εξουσία), παίζοντας έτσι πολιτικά και μιντιακά παιχνίδια, αδαείς σχεδόν εξ ορισμού και πλεμπαίοι, και προπαντός χω-ρίς-να-έ-χουν-δει-α-πό-κο-ντά-το-έρ-γο!

«Σήμερα “τρώμε” γλύπτες» ήταν ο τίτλος ενός άρθρου της Καθημερινής σ’ αυτό το πνεύμα. Στο ίδιο πνεύμα και ο Σταύρος Θεοδωράκης, αφ’ υψηλού κι αυτός, να πλημμυρίζει η ειρωνεία του, ίδιος Μπάλλος, τους «ανώνυμους κριτές των πάντων, τους ξερόλες των σόσιαλ μίντια», λέει, που ξημεροβραδιάζονται στην όπερα γενικά και μπροστά στο άγαλμα ειδικά.

* Υπάρχει όμως κάτι γενικότερο πίσω απ’ όλα αυτά, παλαιότατο και ισχυρότατο. Η άρνηση της κριτικής –όταν βεβαίως προέρχεται απ’ τους άλλους.

Και όμως, όλοι μας, απαξάπαντες και ανέκαθεν, κρίνουμε –και ορθώς– τα πάντα: το φαγητό που τρώμε σ' ένα εκλεκτό εστιατόριο, χωρίς να μαγειρεύουμε οι ίδιοι· τις πολυκατοικίες γύρω μας και τα διαμερίσματά μας, χωρίς να ξέρουμε από αρχιτεκτονική· τους δρόμους όπου κυκλοφορούμε, χωρίς να είμαστε πολεοδόμοι· την πολιτική, ιδίως την εξωτερική, τις τέχνες, τα πάντα.

Το ίδιο ακριβώς κάνουν και οι ίδιοι οι καλλιτέχνες, κατεξοχήν αυτοί, θα έλεγα, σε διάφορες εμφανίσεις ή συνεντεύξεις τους, όπου, αν δεν μιλήσουν μόνοι τους, τους πιέζουν οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι να τοποθετηθούν επί παντός: για την εσωτερική και εξωτερική πολιτική, τις γεωστρατηγικές συμμαχίες, το μεταναστευτικό, τον επικείμενο θάνατο της γλώσσας κτλ. Όμως, οι ίδιοι αυτοί καλλιτέχνες, με τη συνδρομή και των συνοδών δημοσιογράφων, δεν δέχονται, δεν επιτρέπουν, κάποτε ρητά, να κρίνεται η τέχνη, η δική τους ειδικότερα, εννοείται.

Αφ’ υψηλοτάτου λοιπόν.

buzz it!

16/10/21

Στον ίσκιο των ομπρελών, επί των ξαπλωστρών

 (Εφημερίδα των συντακτών 16 Οκτ. 2021)

(φωτ. Αντώνης Νικολόπουλος / Eurokinissi)

 

* Υπέροχος Μποστ; Όχι. Τρέχοντα νεοελληνικά. Και λέω νεοελληνικά, και όχι γενικώς ελληνικά, όχι σε αντιδιαστολή με τα αρχαία ελληνικά ή άλλα, μεσαιωνικά φερειπείν, αλλά επειδή είναι ακριβώς νεοελληνικά. Τελευταίας εσοδείας.

Εδώ πλημμύρισε όλη η χώρα, κι εγώ μιλάω για άραγμα στον ίσκιο ομπρελών, επί των ξαπλωστρών; Ε, όσο να μεγαλώσουν τα αειθαλή πλατάνια του Άρχοντα Φαντασμένου, οπότε και θα ζούμε την απόλυτη νιρβάνα, κάτω απ’ τα βαθύσκιωτα πλατάνια της Πανεπιστημίου, ας περιοριστούμε στις ομπρέλες και τις ξαπλώστρες που μόλις αφήσαμε, πριν από έναν μόλις μήνα.

Και τώρα αναρωτιέμαι σαν πόσο να ξένισαν ώς εδώ οι γενικές «των ομπρελών» και «των ξαπλωστρών». Το «ομπρελών» πάντως το δέχεται ο διορθωτής του υπολογιστή, άρα, ας πούμε, δόκιμο, σωστό, ενώ το «ξαπλωστρών» το κοκκινίζει, άρα αδόκιμο, λάθος. Όντως, κοιτάζω στο γκουγκλ, 1.300.000 «των ομπρελών», 26.500 «των ξαπλωστρών».

Τα τελευταία λοιπόν καλοκαίρια διαβάζω ότι «μαίνεται ο πόλεμος των ομπρελών και των ξαπλωστρών». Φέτος και πέρσι, μάλιστα, με τα μέτρα για τον κορονοϊό, στην ημερήσια διάταξη ήταν η «απόσταση μεταξύ των ξαπλωστρών»· και όχι, αμέσως αμέσως, η «απόσταση ανάμεσα στις ξαπλώστρες».

Ή, το πλαστό παράδειγμα του τίτλου μου θα μπορούσε κάλλιστα να είναι: «στον ίσκιο της ομπρέλας, πάνω στην ξαπλώστρα», οπότε θα αποφεύγαμε τουλάχιστον τη γενική του πληθυντικού –ο οποίος, παρεμπιπτόντως, συχνά είναι αδόκιμος, ή πάντως άσκοπος, από τα άσκοπα δάνεια: «θα ζήσουμε μαζί το υπόλοιπο των ζωών μας», αντί για «την υπόλοιπη ζωή μας» (= for the rest of our lives βεβαίως)!

* Το παιχνίδι με τη γενική, γενικότερα, μοιάζει να έχει οριστικά χαθεί. Δηλαδή, στο συχνό: «Ο Δήμος έδωσε άδεια για την τοποθέτηση ομπρελών και ξαπλωστρών…» έχει χαθεί το παιχνίδι για την –ομαλότερη στη δημοτική– ρηματική έκφραση, αντί για την άκαμπτη ονοματική, που συνεπάγεται και αλλεπάλληλες, κάποτε, γενικές. Εδώ, ο Δήμος θα μπορούσε να δώσει άδεια όχι για την τοποθέτηση…, αλλά για να τοποθετηθούν ομπρέλες και ξαπλώστρες.

Έχει χαθεί, έχει ατονήσει, δεν υπάρχει ο σχετικός προβληματισμός, η τάση να αποφεύγουμε τη γενική (ιδού, λ.χ., σήμερα η επικρατέστερη σύνταξη είναι «η τάση αποφυγής της γενικής»). Γιατί όταν επισήμαινε κανείς ότι στη δημοτική αποφεύγεται η γενική, γιατί είναι δύσκαμπτη, ότι στη δημοτική προτιμάται η αναλυτική σύνταξη αντί για τη συνθετική κ.ο.κ., αυτή η οδηγία, ας την πω, ακουγόταν, υποσυνείδητα προφανώς, σαν διαταγή, και ξεσήκωνε τον ανυπότακτο χαρακτήρα του Έλληνος του οποίου ο τράχηλος ζυγόν δεν υποφέρει, του Νεοέλληνος που αντιδρά ακόμα και στον όρο «δημοτική», και επαναστατεί απέναντι σε ό,τι συνδέεται με αυτήν.

Όλο και εδραιώνεται λοιπόν η γενική, όχι μόνο με την ονοματική σύνταξη, αλλά και παντού αλλού, ακόμα και εκεί που θα μπορούσε κάλλιστα να αποφευχθεί. Χαρακτηριστικό το απολύτως κοινολεκτούμενο από καιρό στους ηθοποιούς: «κατά τη διάρκεια (ή στη διάρκεια) των προβών», αντί, πολύ απλά: «στις πρόβες».

Έτσι:

– τόνισε την ανάγκη προστασίας της πανίδας των υγροτοπικών περιοχών= 4 γενικές, αντί για 2: τόνισε την ανάγκη να προστατευτεί η πανίδα των υγροτοπικών περιοχών·

– ο φωτισμός μπορεί να αποσκοπεί στην ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου, αλλά ταυτόχρονα αποτελεί και παράγοντα αποπροσανατολισμού της μεταναστευτικής ορνιθοπανίδας και δυσχέρανσης της κίνησης της τοπικής ορνιθοπανίδας= ο φωτισμός μπορεί να έχει σκοπό να αναδείξει τον αρχαιολογικό χώρο, αλλά ταυτόχρονα αποπροσανατολίζει… και δυσχεραίνει την κίνηση της τοπικής ορνιθοπανίδας= 9 γενικές αντί για 2!

– επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε πωλήσεις [...] κονσολών παιχνιδιών = που πουλάνε… κτλ.

– η αποθεραπεία του πηγαίνει καλύτερα των προσδοκιών· και άλλο: η πορεία της αποθεραπείας του Κιμ Τιλί εξελίσσεται καλύτερα των προσδοκιών…

– η διεκδίκηση νησιών και ξερών·

– ορίσαμε ραντεβού στις λίγες ώρες που μεσολαβούσαν των ταξιδιών του·

– απαλλάσσεται όλων των βαριδιών·

– ιδιοποιείτο (!) της περιουσίας τους…

* Μια βασική ιδεοληψία, υπόρρητη έστω, ότι η Μία και Μόνη όλα τα μπορεί, όλα τα φτιάχνει, οσοδήποτε κακόζηλα, ή αυθαίρετα λογιοπρεπή (με ρήματα που ποτέ δεν συντάσσονταν με γενική), αδόκιμα, ή σουρεαλιστικά:

– μάχονται των δουλειών και των ζωών τους·

– ο δίσκος του ευτύχησε υψηλών πωλήσεων.

Ας επιστρέψουμε όμως στην κανονικότητα, κατά το σύνθημα των ημερών. Δεν είναι πάντοτε εύκολο ή και εφικτό να αποφεύγεται η γενική, γενικά, η γενική πληθυντικού, ειδικότερα. Όμως η «τοποθέτηση καμερών» θα μπορούσε συχνά να είναι «τοποθέτηση κάμερας», και το να «απαγορεύεται η χρήση καμερών στα σχολεία [στο σχολείο!]», θα μπορούσε επίσης να είναι: «απαγορεύονται οι κάμερες στα σχολεία/στο σχολείο».

Ξανά μανά: ό,τι ξενίζει σήμερα, αν υιοθετηθεί από τη γλωσσική κοινότητα, αύριο θα είναι δόκιμο, σωστό, δεν θα ξενίζει πια κανέναν.

Αλλά επίσης ξανά μανά: όταν μιλάμε για τη γλώσσα, μιλάμε για την κοινωνία, μιλάμε για μας.

buzz it!

9/10/21

Και ενεφύσησεν πνοήν ζωής

 (Εφημερίδα των συντακτών 9 Οκτ. 2021)

(Νταβίδ Αλφάρο Σικέιρος, από την εικονογράφηση της 1ης έκδοσης του Κάντο Χενεράλ, 1950 –από katiousa.gr)

 

* Ιούνιος 1974, διερευνητικό ταξίδι στο Παρίσι, όπου στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο και την περίφημη Εκόλ Πρατίκ μπορεί κανείς να γραφτεί χωρίς απολυτήριο λυκείου –η περίπτωσή μου. Η φίλη μου η Θοδώρα, που κάνει μεταπτυχιακό εκεί, με φιλοξενεί κρυφά στο δωμάτιό της, στο Ελληνικό Σπίτι στην Πανεπιστημιούπολη, στη Σιτέ. Tο πρώτο που κάνω, και συνεχίζω επί μέρες, είναι να παίζω στο πικάπ, επιτέλους ελεύθερα και στη διαπασών, το τραγούδι-ποταμός «Χάρης 1944» του Θεοδωράκη σε ποίηση Μανόλη Αναγνωστάκη, που ακούγεται ώς κάτω στον κήπο –πόσοι θα μ’ έβριζαν τότε…

Στον οποίο Θεοδωράκη έχω να μεταφέρω κάποια απάντηση από το εδώ αφεντικό και φίλο μου στις εκδόσεις Ολκός, τον Αντώνη Καρκαγιάννη, και τον «συνεταίρο», τον Δήμο Μαυρομμάτη, φυσιογνωμίες της Αριστεράς και οι δύο, της Ομάδας του Χάους, στους οποίους είχε στείλει τότε κοντά ο Θεοδωράκης 44 σελίδες υπόμνημα για την ενότητα της Αριστεράς.

Μου ’χουν δώσει το τηλέφωνο ενός δικηγόρου, στενού συνεργάτη του Μίκη, τηλεφωνώ, μου λέει πως ο Μίκης είναι σε περιοδεία στη Γερμανία, έρχεται όμως κάθε Τετάρτη που γίνονται πρόβες στο Καθολικό Ινστιτούτο για ένα του έργο –ήταν το Κάντο Χενεράλ, που θα το πρωτοπαρουσίαζε σε λίγους μήνες στο φεστιβάλ της Ουμανιτέ. Μου δίνει τη διεύθυνση, έλα την επόμενη Τετάρτη, μου λέει, και το κανονίζουμε.

Την Τετάρτη, φτάνουμε με τη φίλη μου τη Θοδώρα, η πρόβα της χορωδίας έχει αρχίσει, ο Μίκης δεν ήταν εκεί, ακούμε ένα άνευρο, υποτονικό έργο: πάει, ξόφλησε ο Μίκης, στεναχωριόμαστε κι οι δύο φεύγοντας.

Την επόμενη ή τη μεθεπόμενη Τετάρτη ο Μίκης είναι εκεί, με τη Μυρτώ και μια μεγαλούτσικη παρέα, και παρακολουθεί την πρόβα, το ίδιο υποτονικό κομμάτι: «Όχι, όχι, δεν είναι έτσι!» πετάγεται όρθιος ξαφνικά, πάει μπροστά κι αρχίζει να διευθύνει, το κομμάτι αμέσως μεταμορφώνεται και λάμπει, αφήνει ο Μίκης τον διευθυντή να συνεχίσει με το καινούριο τέμπο, κι ο ίδιος περνάει διαδοχικά από όλες τις ομάδες, σοπράνο, άλτο, τενόρους, βαρύτονους, μπάσους, χώνεται ανάμεσά τους και τραγουδάει μαζί τους: και ενεφύσησεν αυτοίς πνοήν ζωής!

* Το ασχημόπαπο που γίνεται κύκνος, το άνευρο, το υποτονικό κομμάτι που γίνεται ένα εμπνευσμένο έργο, μια έκρηξη ρυθμού και μελωδίας, όπως το είχε συλλάβει προφανώς ο συνθέτης.

Το θαύμα συντελείται μπροστά μας! Κι αν έχω εμπειρία από την κλασική μουσική, με τις διαφορετικές εκτελέσεις που άλλαζαν ένα έργο, τον ξένο μαέστρο που μεταμόρφωνε την έρμη την Κρατική μας κτλ. Τώρα όμως το ’βλεπα με τα ίδια μου τα μάτια, το ζούσα!

Η πρόβα τελειώνει, οι χορωδοί φεύγουν σιγά σιγά, μένουν μερικοί, που πλησιάζουν τον Μίκη και μαζί με τον διευθυντή τους κάτι τον ρωτάνε, κάτι τους λέει.

* Και νά, θαύμα νούμερο δύο, κάθεται ο Μίκης στο πιάνο, κι αρχίζει: «Όταν το πρώτο πιάνο παίζει αυτό…», παίζει και συνοδεύει με τη φωνή, «το δεύτερο πιάνο παίζει αυτό…», και παίζει και συνοδεύει με τη φωνή· «ενώ τα κρουστά παίζουν αυτό…» κ.ο.κ., κάνει δηλαδή όλα τα όργανα του μουσικού συνόλου και μαζί τη χορωδία. Δεν υπάρχουν λόγια!

«Παίξε μας κάνα τραγούδι, ρε Μίκη» ακούγεται, όταν τελειώνει, μια φωνή, αρχίζει ο Μίκης, έχουμε πλησιάσει όλοι στο μεταξύ, «αχ Μαργαρίτα, μαγιοπούλα», και νά τα δάκρυα, κλάματα σωστά μετά… Το μίνι ρεσιτάλ προχωρεί, τα μάτια τρέχουν, πώς θα πάω να του πω εγώ μετά πως είπε ο Αντώνης με τον Δήμο να σας πω…

Στο τέλος με συστήνει ο συνεργάτης δικηγόρος, ο πάντα προσηνής Μίκης με χτυπάει στην πλάτη, «Έλα» μου λέει, «θα πάμε στο τάδε μέρος για φαγητό, θα ’ναι και η Μελίνα…», εγώ ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί: «συζήτηση» έτσι κι αλλιώς δεν θα γινόταν, το βασικότερο όμως: είχα κομπλάρει εντελώς… Αρνήθηκα αμήχανα την πρόσκληση, είπαμε αόριστα για κάποιαν άλλη φορά, θα κανόνιζα με τον δικηγόρο.

Η άλλη φορά θα ήταν έπειτα από μια συναυλία που θα έδινε ο Μίκης, συμπαράσταση στους Μαροκινούς φοιτητές που έκαναν πολυήμερη απεργία πείνας, στο Περίπτερό τους, στην Πανεπιστημιούπολη. Ημερομηνία, 23 Ιουλίου 1974! Περνάει η ώρα, περνάει, πουθενά ο Μίκης. Κάποια στιγμή εμφανίζεται στη σκηνή: «Απόψε η δημοκρατία γύρισε στη χώρα μου» άρχισε, και κόντεψε να πέσει το κτίριο, «και κατεβαίνουμε με τον Καραμανλή στην Ελλάδα…» είπε και βγήκε. Πανδαιμόνιο, οι Έλληνες πεταχτήκαμε έξω, στο φουαγιέ, πηδώντας πάνω απ’ τα καθίσματα, πάνω από τους εξαντλημένους απεργούς που ήταν ξαπλωμένοι στα πλαϊνά σκαλοπάτια –όλο το φουαγιέ ένα πηγαδάκι γύρω από τον Μίκη, μπας και μάθουμε κάτι απ’ όσα δεν ήξερε ούτε ο ίδιος ακόμα.

Η περίφημη «αποστολή» δεν εξετελέσθη ποτέ. Όμως η βραδιά που έζησα το θαύμα μπρος στα μάτια μου είναι από τους θησαυρούς που κουβαλάω στη ζωή μου, και ανατριχιάζω όποτε τον ανακαλώ και τον μοιράζομαι με κάποιον, νά, λόγου χάρη, τώρα που γράφω.

Και μεγαλύνω άλλη μια φορά τον Μίκη.

buzz it!

2/10/21

Το σπουδαιότερο τραγούδι του Μίκη

 (Εφημερίδα των συντακτών 2 Οκτ. 2021)

* Σήμερα, 2 Οκτωβρίου, κλείνει ακριβώς ένας μήνας από τον θάνατο του Μίκη Θεοδωράκη, ένας μήνας σαν μια μέρα, μια στιγμή, όπως μια στιγμή πάντα, ένα τίποτα, θα μοιάζει να μας χωρίζει από τον βιολογικό θάνατο ενός δημιουργού που το πλούσιο έργο του θα είναι διαρκώς ολοζώντανο, παρόν, δίπλα μας, μέσα μας, παντού.

Δεν συμβαίνει πάντοτε το ίδιο, πιστεύω, με κάθε μεγάλο δημιουργό, και σίγουρα με μη μουσικό: η μουσική ήταν πάντα περισσότερο προσιτή, ευκολότερα ανακαλέσιμη, απ’ ό,τι η ποίηση, η πεζογραφία, η ζωγραφική, η γλυπτική, το θέατρο –το πιο αδικημένο, εν προκειμένω. Αυτό είναι το εύκολο μέρος στον συλλογισμό μου, το δύσκολο είναι να υποστηρίξω γιατί ο Μίκης είναι περισσότερο παρών απ’ ό,τι θα ήταν οποιοσδήποτε εξίσου μεγάλος συνθέτης. Ίσως, σκέφτομαι, επειδή το έργο του δέθηκε αξεδιάλυτα με την ιστορία και τις περιπέτειες του τόπου, με την πολύ συγκεκριμένη ιστορία και τις πολύ συγκεκριμένες περιπέτειες, μιας χώρας που έβγαινε από έναν παγκόσμιο πόλεμο μαζί κι από έναν ακόμα πιο καθοριστικό για το μέλλον της εμφύλιο· και σύντομα, μέσα από ασταθή, ανώμαλη πολιτική ζωή, βούλιαξε σε μια δικτατορία, ούτε ενός, ούτε δύο…, αλλά εφτά χρόνων.

Και μαζί με όλα αυτά, ο Μίκης δεν υπήρξε απλώς ο δημιουργός που μέσα από το σπίτι ή το γραφείο του έγραφε εμπνευσμένη αλλά πάντα στρατευμένη μουσική· υπήρξε ταυτόχρονα και στρατευμένος αγωνιστής, μάχιμος πολιτικός, που έγραφε μέσα στα χαρακώματα, μέσα απ’ τη φυλακή ή την εξορία.

* Το τίμημα της πρωτοπορίας είναι συχνά βαρύ. Ανατρέχω για πολλοστή φορά στους «Δρόμους μέσα στην ομίχλη» του Κούντερα (Προδομένες διαθήκες, Εστία, 1993), εκεί όπου ο συγγραφέας αναφέρεται στον Τολστόι, κατά τον οποίο η Ιστορία υπακούει στους δικούς της νόμους, που παραμένουν ανεξιχνίαστοι για τον άνθρωπο. Και σχολιάζει (σ. 263-264):

«Με αυτή την αντίληψη της Ιστορίας ο Τολστόι σχεδιάζει τον μεταφυσικό χώρο στον οποίο κινούνται οι ήρωές του. Χωρίς να γνωρίζουν ούτε το νόημα της Ιστορίας ούτε τη μελλοντική πορεία της, [...] προχωρούν στη ζωή τους όπως προχωρεί κανείς μέσα στην ομίχλη. Λέω ομίχλη, όχι σκοτάδι. Στο σκοτάδι δεν βλέπει τίποτα κανείς, είναι τυφλός, είναι στο έλεος των πάντων, δεν είναι ελεύθερος. Μέσα στην ομίχλη είναι ελεύθερος, αλλά με την ελευθερία εκείνου που είναι μέσα στην ομίχλη: βλέπει στα πενήντα μέτρα μπροστά του, μπορεί να διακρίνει καθαρά τα χαρακτηριστικά του συνομιλητή του, [...] ακόμη και να προσέξει αυτό που γίνεται δίπλα του και να αντιδράσει.

»Αυτός που προχωρεί μέσα στην ομίχλη είναι ο άνθρωπος. Όταν όμως κοιτάζει προς τα πίσω, για να κρίνει τους ανθρώπους του παρελθόντος, δεν βλέπει καμιά ομίχλη στον δρόμο τους. Από το δικό του παρόν, που υπήρξε το δικό τους μακρινό μέλλον, ο δρόμος τους του φαίνεται πεντακάθαρος, ορατός σε όλη του την έκταση. Κοιτάζοντας προς τα πίσω, ο άνθρωπος βλέπει τον δρόμο, βλέπει τους ανθρώπους που προχωρούν, βλέπει τα λάθη τους, μα η ομίχλη δεν είναι πια εκεί.

»Κι ωστόσο, όλοι τους, ο Χάιντεγκερ, ο Μαγιακόφσκι, ο Αραγκόν, ο Έζρα Πάουντ, ο Γκόρκι, ο Γκότφριντ Μπεν, ο Σαιν-Τζον Περς, ο Ζιονό, βάδιζαν όλοι μέσα στην ομίχλη, κι αναρωτιέται κανείς: ποιος είναι πιο τυφλός; Ο Μαγιακόφσκι που, όταν έγραφε το ποίημα για τον Λένιν, δεν ήξερε πού θα οδηγήσει ο λενινισμός; Ή εμείς, που τον κρίνουμε από απόσταση δεκαετιών και δεν βλέπουμε την ομίχλη που τον τύλιγε;»

* Ο Μίκης, πάντα στην πρώτη γραμμή, διέπραξε λάθη θηριώδη. Πολύ πριν κι από το «Καραμανλής ή τανκς», αντιμετωπιζόταν, στην καλύτερη περίπτωση, συγκαταβατικά για τις παλινωδίες του. Που πια τα τελευταία χρόνια τον οδήγησαν σε ακραίες εθνικιστικές θέσεις. Προσωπικά, και μ’ όλη μου τη λατρεία για τον δημιουργό, έχω σχολιάσει επανειλημμένα τις διάφορες αλλοπρόσαλλες τοποθετήσεις του, και δεν θα έπαιρνα πίσω ούτε ένα γιώτα. Η αναφορά στην ομίχλη καλεί απλώς, άλλη μια φορά, να καταλάβουμε –κάτι εντελώς διαφορετικό από το να δικαιολογήσουμε.

Όμως ο Μίκης πριν από το τέλος του έγραψε το καλύτερο, το σπουδαιότερο τραγούδι του, την περίφημη επιστολή στον Γενικό Γραμματέα του ΚΚΕ, το μεγαλύτερο δώρο στον εαυτό του, στην Ιστορία, σ' εμάς, όπως σημείωσα αλλού επιγραμματικά εκείνες τις μέρες.

* Ήταν μια μοναδική κίνηση του Μίκη. Που, αν έκανε ευθέως αυτοκριτική, σαν τι θα έλεγε δηλαδή; έκανα λάθος, παρασύρθηκα, δεν ήξερα τι λέω; ή μπέρδεψα τον πατριωτισμό με τον εθνικισμό (και τον χρυσαυγιτισμό); Μάλλον τη γενική δυσπιστία θα αντιμετώπιζε, και τη χλεύη.

«Τώρα, στο τέλος της ζωής μου, την ώρα των απολογισμών, σβήνουν απ' το μυαλό μου οι λεπτομέρειες και μένουν τα “Μεγάλα Μεγέθη”» είπε· «θέλω να πεθάνω σαν κομμουνιστής». Στην αριστερά είχε στρατευτεί ο Μίκης, από τις δικές της επάλξεις αγωνίστηκε και μάτωσε, αυτή ήταν το μεγάλο μέγεθος, οι αγώνες της και αγώνες του τα μεγάλα μεγέθη.

Και έκλεισε τα στόματα των λύκων που τον νόμιζαν δικό τους, αλλά και τα δικά μας. “Έχασε την ευκαιρία να φανεί εθνικός ηγέτης, να συνενώσει τους Έλληνες”, σχολίασαν πικρόχολα κάποιοι. Όμως όχι· δεν χρειαζόμαστε συνένωση με τους λύκους. Δεν συμφιλιώνεται η αριστερά με τους εχθρούς της· δεν συμφιλιωνόμαστε εμείς με τους από κει, ποτέ δεν υπήρξε ούτε θα υπάρξει τέτοια συνένωση, σύμπτωση, συμπόρευση.

Ο Μίκης έδειξε άλλη μια φορά τη βαθιά, τη ριζική τομή.

Και τον ευχαριστούμε.

buzz it!