19/3/08

Εκκλησία, παραχάραξη και μυθολογία

Τα Νέα, 10.12.05

Ούτε επίτηδες. Να μπει σφήνα ο βλάσφημος, ο αφορισμένος Ροΐδης, με αφορμή το θέμα της νεοελληνικής μετάφρασής του, στις επιφυλλίδες για τη νέα σοδειά γλωσσοσωτήριων κινήσεων, και μάλιστα αμέσως μετά τα εκκλησιαστικά με τα οποία άρχιζα τη σειρά.

διαβάστε τη συνέχεια...

Θυμίζω το συμπτωματικά τετραπλό σχήμα, με τη χρονική ακολουθία με την οποία συστήθηκε, προκαλώντας τις επιφυλλίδες αυτές: (α) οι βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας Στ. Παπαθεμελής και Β. Πολύδωρας καταθέτουν ερώτηση αν θα άρει η Βουλή την «επικρατούσα αντισυνταγματικότητα», εισάγοντας την προαιρετική χρήση του πολυτονικού συστήματος· (β) η Ιερά Σύνοδος συγχαίρει και προτείνει υποχρεωτική χρήση του πολυτονικού, επειδή το μονοτονικό «αύξησε την δυσλεξία στα παιδιά»· (γ) με γιγαντιαίο πρωτοσέλιδο «Χάνεται η ελληνική γλώσσα!» εμφανίζεται στην Απογευματινή κάποια ασύγγνωστης επιπολαιότητας έρευνα, που τα «ευρήματά» της πάντως δεσμεύεται να τα «αξιοποιήσει» η υπουργός παιδείας· (δ) έπειτα από τη συνοδική «διαπίστωση» της σχέσης μονοτονικού και δυσλεξίας, αποκτά δημοσιότητα μια επιστημονικών καταρχήν προθέσεων έρευνα, που «αποδεικνύει» ακριβώς τη σχέση αυτή, ακριβέστερα την πρόληψη της δυσλεξίας με την εκμάθηση των αρχαίων ελληνικών, άρα και του πολυτονικού!

Ξεκινούμε δηλαδή από το μονοτονικό, γενικότερα την ιστορική ορθογραφία, και φτάνουμε στη γλώσσα εν γένει, που χάνεται, προφανώς επειδή απομακρυνόμαστε από την αρχαία, αυτήν που θεραπεύει πάσα νόσο και πάσα δυσλεξία. Το θέμα είναι πάλι, δηλαδή, τα πάντα, όλα μαζί ανάκατα, έτσι όπως ανάκατα εμφανίζονται ανέκαθεν, η γλώσσα να ταυτίζεται με τη γραφή, η γραφή να ισούται με τη γλώσσα, η απολεσθείσα περισπωμένη με τον όλεθρο και τον αφανισμό –με σάλτσα όμως τώρα ευρήματα επιστημονικοφανή, όσα ξέφυγαν από τα παρακάναλα και τους φαιδρούς (και συχνότατα φαιούς) ουφολόγους, πέρασαν λάθρα στα κατά τεκμήριο σοβαρά κανάλια μέσα από «Αθέατους Κόσμους», και τώρα καλούμαστε να τα καταναλώσουμε, κοινώς να τα χάψουμε, μέσα από σοβαρότερες πηγές και εφημερίδες.

Ξεκίνησα στην προηγούμενη επιφυλλίδα με τα της Ιεράς Συνόδου και γενικότερα της Εκκλησίας, προτού παρεμβληθεί, όπως είπα, ο «ασεβής» Ροΐδης. Είχα σταθεί στην κατακλείδα του κειμένου της Ι.Σ., ότι με την επάνοδο του «παραδοσιακού» τονικού συστήματος «θα είμαστε συνεπείς προς την συνέχεια και την διαχρονικότητα του Ελληνισμού, υπέρ της οποίας η ορθόδοξος Εκκλησία έχει δώσει σκληρούς αγώνας καταθέτουσα το πνεύμα Της και το αίμα Της». Και αναφερόμουν στην αντίφαση που υπάρχει ανάμεσα σε παρόμοιες διαβεβαιώσεις και την ιστορική πραγματικότητα, αυτήν που βεβαιώνει την ανά τους αιώνες συμπόρευση της Εκκλησίας με όλα τα καταπιεστικά και τυραννικά καθεστώτα, ξένα (οθωμανικός ζυγός) και ντόπια (δικτατορίες).

Τελευταίος, πιο πρόσφατος κρίκος στην αλυσίδα των «σκληρών αγώνων» της υπήρξε η ταύτισή της με την απριλιανή δικτατορία των συνταγματαρχών, περίοδο από την οποία βγήκε ίδια όπως μπήκε: μακάρια έως θρασεία: αναφέρομαι λόγου χάρη στην κλασική πλέον ρήση του επίσημου εκπροσώπου της, πως την περίοδο εκείνη, εφτά ολόκληρα χρόνια, εκείνος διάβαζε.

Ο μακαριότατος και η ψευδής γλώσσα

Ιδού λοιπόν, χαρακτηριστικό παράδειγμα, πώς καταθέτει η Εκκλησία πνεύμα και αίμα υπέρ του ελληνισμού. Ή μήπως όντως καταθέτει, αλλά σε τράπεζα άλλη και για άλλους σκοπούς; Άλλο όμως θέλω να δούμε εδώ: όταν ο μακαριότατος δηλώνει μακαρίως άγνοια για όσα γίνονταν στη χώρα μια ολόκληρη επταετία, επειδή μελετούσε, θα μπορούσε καταρχήν να σχολιαστεί η στάση και η συμμετοχή στα κοινά ενός ανδρός που διεκδίκησε και διεκδικεί λυσσωδώς την ανάμειξη, από ανώτατη, προνομιακή θέση, ακριβώς στα κοινά. Παρέλκει όμως ένας τέτοιος σχολιασμός μπροστά στο μείζον: που είναι η αντιπαράθεση με άλλη του δήλωση, για την ίδια εποχή, όταν θέλησε να «αποκαταστήσει» τη μνήμη τού τότε προϊσταμένου του, του αρχιεπισκόπου της χούντας Ιερώνυμου Κοτσώνη, και τόνισε πόσο συνέδραμε ο Ιερώνυμος τους φυλακισμένους του καθεστώτος.

Αν τώρα βάλουμε δίπλα άλλο ένα τέτοιο διπολικό σχήμα, την πρόσφατη δήλωσή του, όταν κλήθηκε να σχολιάσει τις αντι-Σημιτικές δηλώσεις τού Καλαβρύτων, ότι δεν ασχολείται με τα γήινα, την ίδια στιγμή που με δεινή (μεγαλο)μπακαλική κυνηγάει επιδοτήσεις και φιλοδοξεί να χτίσει από ξενοδοχείο έως καινούρια Μητρόπολη, και αν έχουν κάποιο νόημα οι λέξεις, στη γλώσσα την οποία προασπίζεται «η ορθόδοξος Εκκλησία», τότε δεν θα ’πρεπε τάχα να μιλήσουμε για ψεύδη; Και στην ίδια πάλι γλώσσα, όσο και στη γλώσσα της λογικής, το ψεύδος είναι απάτη ή δεν είναι; Και τότε ο ψευδόμενος; ο εξαπατών;

Όμως, όχι, δεν έχουν νόημα οι λέξεις, καμία λέξη δεν μπορεί να έχει σχέση ειδικότερα με τον μακαριότατο, αφού άλλη λογική και άλλη γλώσσα πρεσβεύει και διακονεί –τι λέω λογική και γλώσσα; άλλον Θεό πρεσβεύει, αυτόν τον οποίο κάθε τόσο από κάθε κάμερα διακηρύσσει, έναν Θεό Έλληνα, βεβαίως δεξιό, βεβαιότατα τουρκοφάγο, αλλά και αντιαμερικανό, που τιμωρεί π.χ. την υπερδύναμη μέσω Αλ Κάιντα, έναν Θεό μνησίκακο και εκδικητικό, όταν ξεσκεπάζει τα σκάνδαλα των δημοσιογράφων: τον Θεό, εντέλει, της Παλαιάς Διαθήκης, πριν αναιρέσει ο Υιός του διά της Καινής το οδόντα αντί οδόντος,* πριν δηλαδή –και αντίθετα– απ’ το χριστιανισμό!

Τόσο απλά τα πράγματα, μα σοβαρά έως τραγικά. Αλλά και τέτοια η παραχάραξη, από τα πιο μικρά ώς τα πιο μεγάλα.

Μεταπολίτευση και Εκκλησία

Μακάρια και θρασεία βγήκε λοιπόν απ’ την επτάχρονη δικτατορία η επίσημη Εκκλησία, ανέγγιχτη από την όποια και όση αποχουντοποίηση του ευρύτερου δημόσιου βίου. Έμεινε έτσι ανολοκλήρωτη η μεταπολίτευση του 1974, όπως παρατηρούσε πρόσφατα στο Βήμα (30.10.05) ο καθηγητής Αντώνης Λιάκος, με τίτλο «Ο σπόνσορας του έθνους»: «Ο μόνος χώρος ο οποίος έμεινε τότε [το 1974] ανέγγιχτος από το πνεύμα της μεταπολίτευσης που τερμάτισε όχι μόνο την περίοδο της δικτατορίας αλλά και της μετεμφυλιακής και της ψυχροπολεμικής περιόδου ήταν η Εκκλησία. Κυριολεκτικά ανέγγιχτη. Ο αρχιεπίσκοπος που επέλεξε ο Ιωαννίδης όρκιζε τη μία δημοκρατική κυβέρνηση μετά την άλλη και ο γραμματέας της χουντικής (“αριστίνδην”) Ιεράς Συνόδου ανταμείφθηκε μετά το τέλος της δικτατορίας με το αξίωμα του μητροπολίτη, για να εκλεγεί σε πλήρη περίοδο εκσυγχρονισμού αρχιεπίσκοπος. Το μετεμφυλιακό κατηχητικό με τα τραγουδάκια για τη Βόρειο Ήπειρο (το αξέχαστο “έχω μια αδελφή κουκλίτσα αληθινή”) μεταφέρθηκε στα από άμβωνος τηλεοπτικά κηρύγματα για τη Μακεδονία, εναντίον της Τουρκίας και των μεταναστών».

Είναι εντέλει προφανές ότι για άλλη συνέχεια εργάζεται και καταθέτει πνεύμα και αίμα η Εκκλησία. Οφείλουμε να τα επαναλαμβάνουμε αυτά κάθε φορά που ακούγεται ο κυρίαρχος λόγος, παραχαράσσοντας την ιστορική αλήθεια, αφού η Ιστορία κατοικεί μοιραία στα ράφια των βιβλιοθηκών, ενώ το ράσο γεμίζει όλα τα τηλεπαράθυρα επί μονίμου πλέον βάσεως.

Ξέρω και καταλαβαίνω ότι η εικόνα της ιστορικής πραγματικότητας εύκολα θολώνει, και προσφέρεται έτσι σε διαφορετικές ερμηνείες, όταν εστιάσει κανείς στις πολλές και φωτεινές εξαιρέσεις στο σώμα της Εκκλησίας. Το ίδιο συμβαίνει και όταν ο ρόλος ή η δράση της Εκκλησίας συγχέεται με την ευεργετική για πολύ κόσμο επίδραση της θρησκείας, είτε μέσω της Εκκλησίας είτε, πολλές φορές, ερήμην της (αναφέρομαι στην πίστη των ανθρώπων που θέλουν και μπορούν και επικοινωνούν με το Θεό τους, πέρα από την όποια ηθική, φερειπείν, των εκπροσώπων του). Αν λοιπόν όλα αυτά μπορεί να παρουσιαστούν και διαφορετικά, δύο στοιχεία δεν επιδέχονται αμφισβήτηση από ιστορική άποψη: (α) η όψιμη και για συγκεκριμένους σκοπούς συγκρότηση του ιδεολογήματος, αρχικά, της κυρίαρχης ιδεολογίας κατόπιν, του περίφημου «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού»· ενώ (β) ιδρυτική ίσα ίσα πράξη του χριστιανισμού ήταν η ρήξη της συνέχειας με τον ελληνικό πολιτισμό, κάτι ωστόσο απολύτως φυσικό, στον αγώνα για την επικράτηση της νέας θρησκείας.

Ειδικότερα για το ρόλο της Εκκλησίας στη συνέχεια της γλώσσας θα συνεχίσω.


* Ματθαίος, 5.38 κ.ε.: Ηκούσατε ότι ερρέθη, οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος. Εγώ δε λέγω υμίν μη αντιστήναι τω πονηρώ· αλλ’ όστις σε ραπίσει επί την δεξιάν σιαγόνα, στρέψον αυτώ και την άλλην… κτλ. Και παρακάτω, 5.43 κ.ε.: Ηκούσατε ότι ερρέθη, αγαπήσεις τον πλησίον σου και μισήσεις τον εχθρόν σου. Εγώ δε λέγω υμίν, αγαπάτε τους εχθρούς υμών, ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς… κτλ. Δε θα μάθουμε ποτέ τι διάβαζε (και) στα εφτά χρόνια της δικτατορίας ο μακαριότατος. Λίγο λίγο όμως μαθαίνουμε τι δεν διάβασε εντέλει.

buzz it!