26/3/08

Κιβωτός συντήρησης, κιβωτός αντίδρασης

Τα Νέα, 23 Δεκεμβρίου 2005

"Γλωσσική φθορά", "ένδεια", «ξενομανία» και ό,τι άλλο προσάπτεται από ορισμένους σήμερα στη νεοελληνική, τα ίδια ακριβώς χαρακτηρίζουν την ιερή σήμερα γλώσσα των ευαγγελίων -και της εποχής τους

Η χριστιανική θρησκεία χρησιμοποιεί αρχικά τη δημώδη γλώσσα, όπως μαρτυρεί η Καινή Διαθήκη, αλλά σύντομα ακολουθεί τον αττικισμό, στρέφεται δηλαδή κατά της γλώσσας στην οποία γράφτηκαν τα ιδρυτικά της κείμενα

το πλήρες κείμενο:

Ώστε «δεν δικαιούται διά να ομιλεί» για σωτηρία του ελληνισμού, όπως είδαμε στο προηγούμενο, η πάντα ταυτισμένη με κάθε τυραννικό καθεστώς Εκκλησία, οπωσδήποτε η διοικούσα Εκκλησία. Δικαιούται μήπως για τη γλώσσα;

Μαζί πάνε αυτά, κοινή είναι άρα και η απάντηση. Έτσι κι εδώ, άγρυπνος, λυσσαλέος φρουρός των συντηρητικότερων επιλογών, κοινώς της αντίδρασης, στάθηκε πάντοτε η Εκκλησία. Εδώ κι αν έδωσε και δίνει «σκληρούς αγώνας», όπως έλεγε στην πρόσφατη παρέμβασή της υπέρ πολυτονικού η Ιερά Σύνοδος! Για να συντηρήσει όμως τη νεκρή (της) γλώσσα, πολύ περισσότερο από τους νεκρούς τόνους και τα πνεύματα –που είναι εντέλει το λιγότερο.

Όπως λοιπόν πορεύεται μέσα από δικτατορίες και χούντες, ανέγγιχτη από οποιαδήποτε αποχουντοποίηση και αλλαγή, ίδια με τη χλευαστική τής κοινής νοημοσύνης «αυτοκάθαρσή» της από τα πάσης φύσεως σκάνδαλα που ήρθαν πρόσφατα στο φως· έτσι όπως γενικότερα προκλητικά πολιτεύεται, ακροδεξιά έως χουντική, εκμεταλλευόμενη την ασυλία που της προσφέρει αφενός το θρησκευτικό συναίσθημα των πιστών, αφετέρου η ψηφολογούσα υποκρισία των παραγόντων της δημόσιας ζωής, έτσι λοιπόν κιβωτός της συντήρησης, ακριβέστερα της αντίδρασης, υπήρξε πάντοτε η Εκκλησία. Κι αυτό σε όλους τους τομείς, από την πολιτική ώς το γλωσσικό.

Ωστόσο, αν η χριστιανική θρησκεία στα πρώτα της βήματα στάθηκε απηνής διώκτης του «ελληνισμού», εύλογα, όπως έγραφα την προηγούμενη φορά, καθώς είχε να αντιπαλέψει τον ειδωλολατρικό κόσμο, στο θέμα της γλώσσας εμφανίστηκε αρχικά να χρησιμοποιεί τη δημώδη: την ελληνιστική Κοινή. Δεν είναι αυθαίρετη, νομίζω, η υπόθεση πως χρησιμοποιεί τη γλώσσα του λαού, ακριβώς για να τον προσεγγίσει, και, αμέσως μόλις εδραιώνεται ως θρησκεία, ταυτίζεται με τη συντήρηση, τη γλωσσική εν προκειμένω.

Όποια κι αν είναι όμως η ερμηνεία, το γεγονός που μας ενδιαφέρει εδώ είναι η εγκατάλειψη της Κοινής, της γλώσσας της Καινής Διαθήκης. Μπορεί αυτό να στοιχειοθετεί μεγαλύτερη ευθύνη; Ναι, και ειδικά στο βαθμό που η μετέπειτα και νυν πορεία στηρίζεται σε σκόπιμη παρασιώπηση (άρα παραπλάνηση και εδώ) του τι ακριβώς ήταν η γλώσσα της Καινής και ποια σχέση έχει με ό,τι υπερασπίζεται έκτοτε με νύχια και με δόντια η Εκκλησία.

Θα χρειαστεί εδώ να καθυστερήσουμε.

Επιγραμματικά στην αρχή: η γλώσσα της Καινής Διαθήκης είναι η ομιλούμενη γλώσσα της εποχής, σε πείσμα του αττικισμού, ο οποίος ακριβώς τη στηλιτεύει, κηρύσσοντας επιστροφή στη γλώσσα των κλασικών χρόνων. Αυτήν τη δημώδη γλώσσα χρησιμοποιεί η χριστιανική θρησκεία αρχικά, για να ακολουθήσει αργότερα τον αττικισμό, να στραφεί δηλαδή κατά της γλώσσας στην οποία γράφτηκαν τα ιερά, ιδρυτικά της κείμενα. Εφεξής θα πολεμά σταθερά την εκάστοτε μορφή της ομιλουμένης, τη φυσική δηλαδή εξέλιξη της γλώσσας, εν ονόματι μάλιστα της ίδιας, «μίας και ενιαίας» γλώσσας! Αυτή όμως η κραυγαλέα αντίφαση, αυτός ο παραλογισμός χαρακτηρίζει ούτως ή άλλως τη στάση των γλωσσαμυντόρων κάθε εποχής.

Ενώ λοιπόν από τα αρχαιότατα χρόνια η γλώσσα φτάνει στην ελληνιστική εποχή μέσα από κάθε λογής επιμειξίες, δάνεια, αλλαγές, και διαδίδεται μάλιστα ευρύτατα (γι’ αυτό και αλλάζει βαθύτερα), ιδίως στο ανατολικό τμήμα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ο αττικισμός έρχεται να ανακόψει την εξέλιξη, σε μια προσπάθεια κυρίως να τονώσει το «εθνικό φρόνημα», όπως θα λέγαμε σήμερα, να αντισταθμίσει την εθνική καταισχύνη από τη ρωμαϊκή κυριαρχία, να αναβιώσει, δηλαδή να αναπαραγάγει το αρχαίο κλέος, που το εξέφραζε ειδικότερα η αττική γλώσσα. Το κίνημα στην αρχή είναι κυρίως λογοτεχνικό, πιστεύει ότι με την αναβίωση της αττικής θα γεννηθούν αυτομάτως έργα του ύψους των κλασικών, αλλά σύντομα εκφυλίζεται σε γλωσσομέτρη και κριτή της καθαρότητας, ανάλογα με το βαθμό συμμόρφωσης ή προσέγγισης στο αττικό πρότυπο.

Ο αττικισμός εμφανίζεται λίγο πριν από τα χρόνια του Χριστού, την ίδια εποχή που μεταφράζονται στην Αλεξάνδρεια τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης από τα ιουδαϊκά και τα αραμαϊκά στα ελληνικά: πρόκειται για τη λεγόμενη μετάφραση των Εβδομήκοντα (Ο΄), που γίνεται για τις ανάγκες των ελληνόφωνων Εβραίων αλλά και για προσηλυτισμό των εθνικών, έργο στην πραγματικότητα περισσότερων μεταφραστών σε διαφορετικές εποχές (3ος-2ος αιώνας π.Χ.), όπως μαρτυρεί η γλωσσική ανομοιογένειά του.

Μεγαλύτερη είναι η ανομοιογένεια στα βιβλία της Καινής Διαθήκης, που γράφονται κατευθείαν στα ελληνικά, με πλήθος δάνεια, «ξενισμούς», όπως θα λέγαμε σήμερα, αραμαϊσμούς, εβραϊσμούς, σημιτισμούς, αττικισμούς βεβαίως, λατινικά στοιχεία, αλλά και σολοικισμούς, δηλαδή λάθη συντακτικά, νεολογισμούς, αλλαγή σημασίας λέξεων, και ό,τι άλλο «αμάρτημα» καταλογίζεται σε κάθε γλώσσα, σε σύγκριση πάντα προς κάποια παλαιότερη, «ευγενέστερη» μορφή –ίδια, ολόιδια π.χ. με ό,τι κινδυνολογείται σήμερα για τη νεοελληνική, σε σχέση αίφνης με την ιερή και πρότυπη γλώσσα της Καινής, των Ευαγγελίων!

Η «βάρβαρος» και «αηδής» γλώσσα των Ευαγγελίων

Στη μελέτη του Μανόλη Τριανταφυλλίδη Τα Ευαγγέλια και ο αττικισμός (1913), που εκτενή αποσπάσματά της έχω χρησιμοποιήσει πάλι εδώ, διαβάζουμε:

«Όσο περισσότερο μελετούμε τη γλώσσα που είναι γραμμένα τα Ευαγγέλια τόσο καθαρότερα βλέπομε πόσο απέχει από την αρχαία τη γραμματική, κι είναι, για να μιλήσομε τη γλώσσα ενός δασκάλου που μόνο τη γραμματική της αττικής διαλέχτου αναγνωρίζει, γεμάτη σολοικισμούς, βαρβαρισμούς και κάθε είδους λάθη. [...] Βρίσκομε κάμποσες ξένες λέξεις, από εκείνες που δε μεταχειρίζονται οι γνωστοί μας αρχαίοι συγγραφείς· λ.χ. ασσάριον, κεντυρίων, κήνσος, κοδράντης, κορβανάς, λεγεών, λέντιον, ξέστης, ρέδα, σουδάριον, σπεκουλάτωρ, φραγγέλιον, φραγγελώ. […]

»Ξέρομε όλοι μας ότι το ρήμα οίδα κλίνεται οίδα, οίσθα, οίδε, ίσμεν, ίστε, ίσασι· κι όμως μας παρουσιάζονται στο Ευαγγέλιο κάτι παράξενοι μ’ όλη την ομαλότητά τους τύποι, που όσο κι αν τους δικαιολογεί η γλωσσική εξέλιξη, δεν μπορούμε παρά να ομολογήσομε ότι έρχονται σε φανερή αντίθεση με τα διδάγματα της αττικής γραμματικής: οίδαμεν, οίδατε, οίδασι, ουκ οίδασι πόθεν έρχομαι, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι. [...] Και όμοιους τύπους, άγνωστους στην αρχαία γλώσσα, βρίσκομε αφθονότατους στη γλώσσα της Κ. Διαθήκης: του νοός, τω νοΐ, του ημίσους, τους ιχθύας, τοις συγγενεύσιν, μειζοτέραν, ελαχιστότερος, [...] είδαν αντί είδον, ηρώτουν αντί ηρώτων, είρηκαν αντί ειρήκασι [...] κι άλλα παρόμοια».

Τόσο που για καιρό πιστευόταν ότι πρόκειται για γλώσσα άλλη, για «εβραίικα ελληνικά», ή γλώσσα του Αγίου Πνεύματος!

Αλλά ο γλωσσονόμος αττικισμός αγρυπνεί. Ο λεξικογράφος Φρύνιχος π.χ., του 2ου αιώνα μ.Χ., δεν δέχεται να λεν τα θεία χείλη: άρον τον κράββατόν σου και περιπάτει: «σκίμπους λέγε αλλά μη κράββατος» παραγγέλλει· όχι βρέχει επί δικαίους και αδίκους, αλλά ύει· όχι πάτερ, ευχαριστώ σοι, διότι, τονίζει, κανένας από τους «δόκιμους» συγγραφείς δεν είπε ευχαριστείν, αλλά χάριν ειδέναι· και ούτε το γρηγορείτε και προσεύχεσθε περνάει τις εξετάσεις, ούτε το πάντοτε μετ’ εμού ει… κ.ά. Οι χαρακτηρισμοί μάλιστα που χρησιμοποιεί; αγοραίοι οι χρήστες της Κοινής γλώσσας και σύρφακες (=συρφετός), αηδής η λέξις, βάρβαρος, έκφυλος πάνυ.

Τότε ορίζονται πρώτη φορά κριτήρια «γλωσσικής ορθότητας», γίνεται λόγος για «γλωσσική φθορά». Το μέτρο, πάντοτε οι κλασικοί: κείται ή ου κείται; είναι το κρίσιμο ερώτημα, όπως γράφει ο Αθήναιος στους Δειπνοσοφιστές, όχι πια για χρήση λέξης αλλά για φαγώσιμο! Ουλπιανός ο Τύριος … ούτος ο ανήρ νόμον είχεν <ίδιον> μηδενός αποτρώγειν πριν καν ειπείν «κείται ή ου κείται;» Δηλαδή, «ο Ουλπιανός από την Τύρο είχε το συνήθειο να μη βάζει έδεσμα στο στόμα του, προτού αναρωτηθεί φωναχτά αν “μαρτυρείται ή όχι σε κάποιο κείμενο”» (παραθέτει και μεταφράζει ο Ι. Ν. Καζάζης, «Αττικισμός», στη μνημειώδη Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας, που επιμελήθηκε ο Τάσος Χριστίδης, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2001, σ. 903).

Αξίζει όμως να συνεχίσουμε για τον αττικισμό και για το πόσες μέρες κράτησε το θαύμα, η χρήση δηλαδή της δημώδους γλώσσας από τη χριστιανική θρησκεία, μια και ξεκινήσαμε το θέμα Εκκλησία και γλώσσα.

buzz it!