22/12/13

«Για το καλό!»


Στο σαλονάκι έξω από την Κλινική Παθολογικής Φυσιολογίας, ούτε ξέρεις ούτε φρόντισες να μάθεις τι ακριβώς σημαίνει αυτό, πάντως αιματολογικά, αναιμίες, δυσπλασίες, λευχαιμίες… Ανάμεσα στους επισκέπτες κι ένας ασθενής, με το στατό (λέξη κι αυτή!) με τη χημειοθεραπεία του, τα μαλλιά ήδη πεσμένα, ποια μαλλιά, ως γνωστόν κάθε τρίχα, φρύδια, βλέφαρα… Γυμνό κρανίο, κατακίτρινο, σχεδόν χαλκοπράσινο δέρμα, σου παίρνει ώρα να ξεπεράσεις το προφανές, να προχωρήσεις, να μπορέσεις να δεις, να φανταστείς ότι είναι, ότι ήταν, μακάρι ότι θα ξανάναι όμορφος πολύ: ωραία μάτια, ωραία χαρακτηριστικά, κι ας πνίγονται στο θανατερό κίτρινο. Καμιά τριανταριά ίσως, λίγο πάνω, λίγο κάτω, δεν καταλαβαίνεις ηλικία έτσι … Καλοντυμένος επίσης, κάποια στιγμή μιλάει αρκετή ώρα στο κινητό, φωνή κανονική, τόνος κανονικός, εμ τι φαντάστηκες, τόσον καιρό στη χώρα του κίτρινου, θα ’χει πάρει τις αποφάσεις του, συνεχίζει… Δεν προσέχεις τι λέει, μάλλον από αφηρημάδα παρά από διακριτικότητα, έτσι κι αλλιώς έχεις πετρώσει στο θέαμα, δεν μπορείς να ξεκολλήσεις τα μάτια, καθώς μάλιστα κάθεσαι σε σειρά καθισμάτων κάθετη στη δική του, μόνο λίγο πιο πίσω, δεν μπορεί έτσι να δει πως τον κοιτάζεις, επιπλέον μπροστά του είναι η πόρτα που περιμένεις ν’ ανοίξει: θες δε θες, είναι στο υποχρεωτικό οπτικό σου πεδίο.

Κάποια στιγμή ανεβαίνει το βλέμμα, προσέχεις ψηλά στο στατό, στο ένα τσιγκέλι κρέμεται ο ορός, στα άλλα δυο απ’ τα τρία, από ένα μικρό χριστουγεννιάτικο στολίδι: μια χρυσή μπαλίτσα κι ένα κουκουνάρι. «Έτσι για το καλό, αγόρι μου» θα του είπε η μάνα του, όταν θα είπε εκείνος: «Έλα τώρα, ρε μάνα, τι ’ν’ αυτά…» Ή η αδερφή του; «Κάτσε ρε συ, τι ρεζιλίκια κρεμάς εκεί» θα της είπε. Μπορεί η κοπέλα του: «Άντε, του χρόνου μαζί» του είπε και τον φίλησε. Ή, πιο χλομό, και κάνας φίλος. «Καρνάβαλο θα με κάνεις, ρε πούστη!» αντιστάθηκε ο ασθενής.  «Έλα, μωρέ μαλάκα μου, έτσι για την πλάκα» είπε ο άλλος, δίνοντάς του μια στην πλάτη· «για το γούρι!»

Θυμήθηκα το γούρι της αδερφής μου. Το ’χα κρεμασμένο στον καθρέφτη του οδηγού, μου  το ’χε χαρίσει στο προηγούμενο αυτοκίνητο . Μια ψιλή ασημένια αλυσιδίτσα, μ’ ένα τόσο δα ασημί αυτοκινητάκι, στιλ αμερικάνικη «κούρσα» που λέγαμε, μπέντλεϊ ή κάτι τέτοιο, και ένα μικρό γαλάζιο ματάκι. Τα ματάκια μού φέρνουν σωματική αποστροφή· είπα, α, τι ωραίο, εξαφάνισα μετά το ματάκι, κρέμασα όμως το αυτοκινητάκι, που ήταν πανέμορφο και πάντα το καμάρωνα. Τώρα με το καινούριο αυτοκίνητο, πάλευα ώρα να το βγάλω, σφήνωσε η αλυσιδίτσα στο μπράτσο του καθρέφτη, αδύνατον να βγει, κάποια στιγμή τα κατάφερε ο Αντωνάκης, ο χρυσός πωλητής, ενθουσιάστηκα, πήγα αργότερα να το βάλω, είδα πως είχε σπάσει η αλυσιδίτσα. Το άφησα σε μια θηκούλα πλάι στο κάθισμα του οδηγού, κάποια στιγμή θα δω αν φτιάχνει· λες όμως να ’σπασε το γούρι, λέω, κι ας μην πιστεύω στα γούρια.

buzz it!