Κανόνες βρικόλακες - Το ξενικό πιγκ πογκ
(Εφημερίδα των συντακτών 19 Οκτ. 2013)
Κανόνες βρικόλακες
«Ακούω άκουσα, ελπίζω έλπισα» καταγράφει, ήδη το
1915, ο κορυφαίος (και συντηρητικός!)
γλωσσολόγος Γ. Ν. Χατζιδάκις την αλλαγή που συντελείται σταδιακά, την κατάργηση δηλαδή και της τονιζόμενης
αύξησης, έπειτα από την κατάργηση της συλλαβικής (διαβάζω, εδιάβασα → διάβασα).
Τώρα πια: άκουσα
λέμε όλοι, όχι «ήκουσα», όμως το ελπίζω
διστάζει ακόμα ανάμεσα στον αυξημένο τύπο ήλπισα
και τον αναύξητο έλπισα.
Γενικότερα, το θέμα έμοιαζε προ πολλού λυμένο. Ενώ
δεν λείπουν οι αυξημένοι τύποι, κυρίως σε λογιότερα ρήματα, π.χ. ανέβαλε,
απέβαλε, απέτρεψε, κατέρριψε, κατέβαλε, κατέλαβε (την πόλη· αλλά: «κατάλαβε τα
λόγια μου») κ.ά.,
υπερτερεί ο αναύξητος τύπος, σε ρήματα τριμμένα
από τη χρήση, ή άλλα που συμμορφώνονται με τη γενικότερη τάση και το τυπικό της
νέας ελληνικής, με βάση και τον ισχυρότατο νόμο της αναλογίας και της έλξης:
ανάστησε, απαίτησε (όχι απήτησε), απάντησε, άρχισε,
αφαίρεσε, εξαίρεσε (ακόμα και το λογιότερο: υπεξαίρεσε, και όχι υπεξήρεσε!),
εξάντλησαν, επαίνεσε (όχι επήνεσε), καθαίρεσαν, κατάντησε, κατάρτισε,
παράγγειλε, παρέλασαν, προσέγγισε (όχι προσήγγισε)…
Τώρα, και εδώ, άλλη μια φορά, διαγράφουμε ξαφνικά εξέλιξη
αιώνων, και γενικεύουμε: «αφού λέμε απέβαλε,
άρα και: απήτησε» (!), ξαναφοράμε
ό,τι (μας φαίνεται) πιο λόγιο, αδιαφορώντας για το αποτέλεσμα.
Παρανόηση, επιπόλαιη ανάγνωση κανόνων και ισοπεδωτική
εφαρμογή τους, έλλειψη εμπιστοσύνης στο γλωσσικό μας όργανο, απαξίωση της νεοελληνικής
–το μείγμα είναι γνωστό και πάντα εκρηκτικό.
Το ξενικό πιγκ πογκ*
Τζον - Νικ, Τζον - Νικ, Τζον - Νικ, σαν μπαλάκι του πιγκ
πογκ πηγαινοέρχονται τα ονόματα, κατά κανόνα μονοσύλλαβα (κρατήστε το αυτό), σ’
έναν καθημερινό διάλογο που παρακολουθείτε, κυρίως ανάμεσα σε φίλους, Άγγλους
π.χ., στο πλαϊνό τραπέζι στις διακοπές, στο πανί στον κινηματογράφο, μεταφρασμένον
στο θέατρο κτλ.
Αντίστοιχα, κουβεντιάζουμε εμείς μ’ έναν φίλο· πόσες φορές
μπορεί να λέμε άραγε το όνομά του σε μια συζήτηση; π.χ. «Γιάννη, πότε φεύγεις;»
«Στις πέντε, Κώστα», «Α καλά, Γιάννη»! Σχεδόν καμία, λέω εγώ. Εκτός και δεν πρόκειται
για φιλική κουβέντα αλλά για διαφωνία, καβγά, οπότε το όνομα μοιάζει ποτισμένο
επίκριση ή ειρωνεία! Και δηλαδή δεν ξεστομίζουμε ποτέ το όνομα του φίλου μας; Φυσικά·
ποτέ όμως σκέτο. Θα πούμε, αλλά κατά κανόνα έπειτα από κάποια παύση στην
κουβέντα, σκέψη κτλ.: «Κοίτα να δεις,
Νίκο» ή «Άκου να σου πω, Νίκο» ή «Δε μου λες, Νίκο» κτλ., ή έστω χρησιμοποιώντας
ένα τόσο δα βρε, ρε, μωρέ:
«Μωρέ Νίκο», «Βρε Νίκο», «Ρε συ Νίκο».
Έγραφα πρόσφατα εδώ για μια Αμερικανίδα φίλη, που
κρατούσε απ’ το χέρι (κι αυτό έχει σημασία) τη δίχρονη κορούλα της στη βόλτα,
και κάθε τόσο αναφωνούσε: «Ω Κλάρα, κοίτα εδώ!», δείχνοντάς της π.χ. ένα λουλούδι.
Τότε έμεινα στο πόσο ξενίζει το επιφώνημα «ω!» στη νεοελληνική γλώσσα («Ω αυτός
ο Νίκος!», αντί Α / Αχ / Αμάν αυτός ο
Νίκος!) και επιφυλάχτηκα να δούμε την εξίσου ανοίκεια χρήση του ονόματος σε
καθημερινό λόγο. Έτσι, στο παλιό μου παράδειγμα, δύσκολα φανταζόμαστε Ελληνίδα
μάνα να λέει στο δίχρονο κοριτσάκι της, που είναι δίπλα της, ξαναλέω, που δεν
το φωνάζει δηλαδή απ’ την άλλη άκρη της αυλής: «Αχ Μαρία, κοίτα εδώ!» Θα πει: Μωρό μου / Μωρουδάκι μου / Αγάπη μου κ.ά.
σχετικά –σπανιότερα το όνομα, που τότε θα είναι Μαράκι (μου) ή όποιο άλλο υποκοριστικό.
Αντίθετα, το σπάνιο σ’ εμάς είναι φυσικό λόγου
χάρη στα αγγλικά, με τους διαφορετικούς κώδικες εντέλει, τις διαφορετικές
εκφραστικές συνήθειες και συμβάσεις, σε μια γλώσσα που χαρακτηρίζεται γενικά από μονοσύλλαβα (όπως είπα και
για τα κύρια ονόματα: Τζον, Μπιλ, Μπο, Λη, Λου, Τζακ, Τεντ κτλ.), αυτά που
δίνουν, μεταξύ άλλων, το ειδικό, στακάτο ύφος στον προφορικό λόγο. Αλλά ακόμα
και στα γαλλικά, δείτε πώς συγκόπτονται οι λέξεις ή τα ονόματα: Véro, το χαϊδευτικό της Véronique, εκεί που εμείς θα λέγαμε Βερονικάκι, prof = professeur, ο καθηγητής, και προσοχή τώρα: όχι σαν
χαϊδευτικό, ή στην αργκό, παρά σε κοινά αποδεκτή γλώσσα, όπως fac = faculté, η σχολή, psy =
psychanalyste, resto ή restau = restaurant και πλήθος άλλα.
Έτσι, ακούγονται αφύσικα τα
ονόματα, για να γυρίσουμε στο θέμα μας, στο θέατρο ιδίως, σε διαλόγους δηλαδή,
όπου τολμώ να πω ότι 7 με 8 ονόματα στα 10 μπορεί ή θα ’πρεπε να λείπουν. Ώστε
στο «Ω Κλάρα», όπως ξεκινήσαμε, είναι, θέλω να πιστεύω, καθαρό, πως ούτε «Ω»
ούτε «Κλάρα»!
* Αναπτυγμένη μορφή, στα Στοιχήματα, Β΄, με τίτλο «“Ω Κλάρα!”: ούτε
Ω ούτε Κλάρα! (β΄)»