Αγκυλώσεις της κατεστημένης διανόησης - Στρεψοδικία με Ονομασία Προέλευσης
(Εφημερίδα συντακτών 2 Νοεμβρίου 2013)
Αγκυλώσεις
της κατεστημένης διανόησης
Πάνε αρκετές
δεκαετίες, μικρά παιδιά εμείς, που σε κάθε αταξία μας θα μας έκανε μια χαψιά ο
αράπης, θα μας έπαιρνε η γύφτισσα ή οι τσιγγάνοι. Απ’ τη μια λοιπόν ο τρόμος,
απ’ την άλλη όμως, όσο μεγαλώναμε λιγάκι κιόλας, οι φαντασιώσεις με τις
«αραπίνες λάγνες ερωτιάρες», με τα φλογισμένα μάτια και τα φιδίσια κορμιά, που
αναδύονταν από το τραγούδι του Τσιτσάνη. Έπειτα, με την ηλικία και τη γνώση, το
γενικό και αόριστο «αράπης» βρήκε στα μάτια μας τα εθνοφυλετικά χαρακτηριστικά
του και η χρήση της λέξης περιορίστηκε, ενώ η «γύφτισσα» λ.χ. έμεινε με τις
γενικότερα μειωτικές συνδηλώσεις της, ανεξάρτητα από εθνοφυλετικό προσδιορισμό.
Με τον καιρό δηλαδή
κρατούσε ο καθένας ό,τι του υπαγόρευε η παιδεία του και η ιδεολογία του. Η
γλώσσα πάντα τα χωρούσε όλα, κι επέλεγε ο χρήστης, η γλωσσική κοινότητα, η
κοινωνία, ο πολιτισμός, η εποχή.
Έτσι πέρασε κι
έφυγε ο αράπης από τη γλωσσική χρήση,
πολύ προτού υπάρξει η πολιτική ορθότητα (πολιτική ευπρέπεια, καλύτερα), που,
χωρίς να της λείπουν, είναι η αλήθεια, οι ακρότητες και οι υπερβολές, ξεβολεύει
ράθυμες συνειδήσεις. Ούτε αναλύσεις χρειάστηκαν, ούτε μανιφέστα, δυο
πραγματάκια διάβαζε ή άκουγε κανείς, και εγκατέλειπε χωρίς πολλά πολλά τη λέξη.
Όπως αργότερα, όταν υιοθετήθηκε η αμερικανική κυρίως άποψη για τη μειωτική
σημασία της λέξης νέγρος, κι ας είχαν
υπάρξει σε ανύποπτη εποχή, το ’67, τα Νέγρικα
του Λοΐζου και του Νεγρεπόντη, με τις προοδευτικές ίσα ίσα περγαμηνές των
δημιουργών τους. Έμειναν φυσικά τα Νέγρικα,
παραμερίστηκε ωστόσο η χρήση της λ. νέγρος,
πάλι χωρίς θρηνωδίες. Ή ευφυολογήματα και ειρωνείες.
Που περίσσεψαν
τις μέρες αυτές για τον όρο Ρομά, που
εκτοπίζει σιγά σιγά τον όρο τσιγγάνοι (ή
αθίγγανοι, σύμφωνα με παλαιότερη
απόπειρα «εξευγενισμού»).
Και την ώρα που
στην Ευρώπη του περήφανου δυτικού πολιτισμού, με πρώτη τη χώρα του διαφωτισμού,
φουντώνει (και) ο ρατσισμός κατά των Ρομά, ήρθε σ’ εμάς, πλούσιο λίπασμα στον
εγχώριο ρατσισμό, η ιστορία με «το ξανθό αγγελούδι», τη μικρή Μαρία. Και βρήκαν
ακριβώς την ώρα οι διανοητές μας να επιδοθούν σε αγώνα ευφυολογημάτων για τον
όρο Ρομά, και να συμπέσουν στα αξιοδάκρυτα, πως τώρα ο παλαμικός Δωδεκάλογος του Γύφτου θα γίνει
«Δωδεκάλογος του Ρομά» κτλ. Κάτι σαν τα χονδροειδή προβοκατόρικα κάποτε των
γλωσσαμυντόρων ότι στη δημοτική θα λέμε «Παλιοκουβέντα» τον Παλαιολόγο,
«Κεχριμπάρα» την Ηλέκτρα, και «Σκύψτε τις κούτρες σας» αντί Τας κεφαλάς υμών τω Κυρίω κλίνατε…
Γλωσσικά απλώς
παιχνίδια, άμοιρα ιδεολογίας;
Διαβάστε την
κατακλείδα σχετικού άρθρου, με τίτλο ακριβώς «Ο δωδεκάλογος του Ρομά»: «Το πρόβλημα είναι ότι οι
κοινότητες, ασχέτως φυλετικών χαρακτηριστικών, που κινούνται σαν άτυπα κύτταρα
στην κοινωνία διαβρώνουν τους ιστούς της. Είτε λέγονται Ρομά είτε
τσιγγάνοι είτε γύφτοι».
Μην ψάχνετε εκεί που νομίζετε την υπογραφή. Είναι ο γνώριμος Τάκης
Θεοδωρόπουλος, στην όλο και πιο αγνώριστη Καθημερινή
(22/10).
Στρεψοδικία με Ονομασία Προέλευσης
Από τα πιο φρέσκα κι ωστόσο
όζοντα του κ. Γεωργουσόπουλου ––οφείλω να επανέλθω––, η σκανδαλώδης αποσιώπηση
όλων των Γάλλων δημιουργών των τελευταίων 40 χρόνων, η πανηγυρική δήλωση πως
δεν υπάρχει πολιτιστική παραγωγή στη Γαλλία τα τελευταία 40 χρόνια, έτσι που να
σπεύδει η στέρφα αυτή χώρα να αγκαλιάσει ό,τι κατιμά βρει μπροστά της, εν
προκειμένω τον Δημήτρη Δημητριάδη. Η στρεψοδικία προφανής, εκτός κι αν αγνοεί ο
κ. Γεωργουσόπουλος, ή αν δεν του κάνουν, ακόμα και 2 νόμπελ λογοτεχνίας, του
Κλωντ Σιμόν το 1985, του Λε Κλεζιό μόλις το 2008.
Και τι τάχα απάντησε ο κ.
Γεωργουσόπουλος (όχι τυπικά σ’ εμένα, αφού η «απάντησή» του ήταν πριν απ’ το
κομμάτι το δικό μου); Πως βγήκε η «γνωστή και μη εξαιρετέα παρεούλα» να προστατέψει τον
«καημενούλη» τον Δημητριάδη, που βρήκε στέγη «στα γεράματά του» (sic!) κ.ά.
Ούτε λέξη για το αντικείμενο της καταγγελίας, τη λαθροχειρία του να εξαφανίσει
ταχυδακτυλουργικά την πολιτιστική παραγωγή της Γαλλίας. Δηλαδή, απλώς δεν απάντησε
ο κ. Γεωργουσόπουλος.
Έχει μάθει, είναι η αλήθεια,
ο κ. Γ. στην ασυλία που του εξασφάλιζαν δύο σελίδες και ένα μονόστηλο εβδομαδιαίως
στη μεγαλύτερη κάποτε εφημερίδα, πόστα και διευθυντικές καρέκλες σε οργανισμούς
και επιτροπές, και διέπρεψε έτσι, με σεξιστικού τύπου ειρωνείες, με υπονοούμενα
για την προσωπική ζωή των εκάστοτε αντιπάλων του κ.ά., σε στρεψοδικίες,
παρασιωπήσεις, φτωχομπερμπαντιές. Και νταηλίκια, όπως τώρα στο
υστερόγραφό του: «Μήπως
προτιμούν να πιάσω έναν έναν τους επιβάτες της γαλέρας;»
Κι ας μην είμαι
στη γαλέρα, ή σίγουρα στην «παρεούλα» (προσωπικά δεν το γνωρίζω το θέατρο του Δημητριάδη),
κοπιάστε, θα έλεγα, ξεκινήστε, κύριε Γεωργουσόπουλε. Ίσως μιλήσουν κι άλλοι πια.