Ποία η ψήφος του κυρίου Ιησού - Με την πλάτη στην Ιστορία
(Εφημερίδα των συντακτών, 12 Απριλίου
2014)
Ποία η
ψήφος του κυρίου Ιησού
Εξανίσταται ο
Σταμάτης Σπανουδάκης που οι «πολιτικάντηδες και παρατρεχάμενοι
δημοσιογραφίσκοι» αγνοούν πως «απεχθάνεται κάθε αξίωμα» και τον ρωτούν αν θα
πολιτευτεί, όπως ακούστηκε.
Και εξηγεί: «Το
κόμμα της ΝΔ, μαζί με το φτωχό αδελφάκι του, το ΠΑΣΟΚ των απατεώνων,
αντιπροσωπεύει για μένα ό,τι χειρότερο υπήρξε ποτέ στην ζωή αυτού του τόπου.
[...] Βάλτε τώρα σ’ αυτήν την εξίσωση και το ότι καμία συμπάθεια δεν έχω σε
αριστερά, σοσιαλιστικά και λοιπά προοδευτικά κόμματα και ιδέες και θα
καταλάβετε ακριβώς πού στέκομαι. Και αν δεν καταλάβατε, εξηγούμαι.
»Στέκομαι στην
αιώνια, αδιάσπαστη και ανυπέρβλητη Ελλάδα που αγαπώ, και ελπίζω στο θαύμα που
θα ’ρθει, από τον Θεό και τους αγγέλους Του. Αμήν έρχου κύριε Ιησού!»
Ώστε μακριά από
ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, αριστερά, σοσιαλιστικά και λοιπά προοδευτικά κόμματα! Ξέχασε μήπως
κάνα άλλο ο κ. Σπανουδάκης; Πόπο αφηρημάδα; Και δεν αρκούσε τάχα μια απλή
κουβέντα ότι δεν ψηφίζει; Ή ψηφίζει; Και τότε τι;
Αλλά όχι. Ο κ.
Σπανουδάκης μόνο στον κύριο Ιησού προσβλέπει.
Ώστε ο κύριος
Ιησούς στηρίζει –δεν λέω ψηφίζει, αλλά στηρίζει, εξ αντικειμένου– ακροδεξιά;
Με την
πλάτη στην Ιστορία
«Παρόλο που
είμαι κατά της βίας, πρέπει να πω ότι δεν θυμάμαι να στεναχωρέθηκα ποτέ όταν τις
έτρωγε κάνας βάζελος» μου έλεγε με παιγνιώδες ύφος ένας ώριμης ηλικίας, σοβαρός
άνθρωπος, επιστήμονας, παραμονές ενός από τα ντέρμπι Ολυμπιακού-Παναθηναϊκού.
Με τα λόγια του
αυτά είχα αρχίσει να γράφω ένα σημείωμα τελευταία, με την έκδοση του βιβλίου του
Κουφοντίνα, μου έμεινε όμως στη μέση, προέκυψαν άλλα, και νά τώρα μια άλλη
ευκαιρία:
«Εμένα η βία δεν μου αρέσει αλλά ως πατέρας (sic) με συγκίνησε η πράξη του
υιού Μπαλτάκου. Πάει να προασπίσει τον πατέρα του» δήλωσε ο Άδωνης Γεωργιάδης,
όταν ο χρυσαυγίτικου λουκ και τρόπου υιός Μπαλτάκος επιτέθηκε σε Χρυσαυγίτες
βουλευτές τις προάλλες.
Εγώ τον πιστεύω
τώρα τον κ. Γεωργιάδη. Και πως δεν του αρέσει η βία και πως συγκινήθηκε με μια πράξη
βίας. Άλλη φορά θα πούμε πόση βία εκπέμπει, ηθελημένα, σκόπιμα, μελετημένα, ο
τρόπος ομιλίας του Α.Γ. (προσοχή, όχι η φωνή του, το μέταλλο, ένα φυσικό δηλαδή
ελάττωμα, αλλά ο τρόπος ομιλίας και το συνακόλουθο ύφος!), η φωνητική, ας την
πούμε, βία, σαν υποκατηγορία της γνωστής λεκτικής βίας. Τώρα καλώ να δεχτούμε
τη θεωρητική, την ιδεολογική θέση του Α.Γ. για τη βία· θέση που αμβλύνεται ωστόσο, ή και αναιρείται, προς στιγμήν έστω,
περιστασιακά, όταν υπεισέρχεται το συναίσθημα, ένας υποκειμενικός παράγοντας.
Όμως αυτή η
στάση, που μαρτυρεί μια συστατική αντίφαση του ανθρώπου, κάθε ανθρώπου (μιλώ
γενικότερα), μονίμως διαφεύγει από την τρέχουσα τοποθέτηση απέναντι στο
πολυπλοκότατο φαινόμενο της βίας.
Αναφέρομαι άλλη
μια φορά στην ηθικιστική, αντί για
πολιτική-ιδεολογική, στάση, όπου κλείνουμε σκανδαλισμένοι τα μάτια και
αρνούμαστε να δούμε, ή μάλλον αποσιωπούμε, τις πολιτικές και κοινωνικές
συνθήκες που ευνόησαν τη δημιουργία ένοπλων ομάδων δράσης: να δούμε, λέω, να
ερμηνεύσουμε, ώστε να μπορέσουμε έτσι να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά, να
εξουδετερώσουμε πρωτίστως ιδεολογικά,
την τρομοκρατία
Αναφέρομαι
κυρίως στη 17 Νοέμβρη, που αμέσως μετά τη δικτατορία σκοτώνει τον σταθμάρχη της
CIA στην
Ελλάδα, κυρίως σκοτώνει έναν γνωστό βασανιστή, τον Μάλλιο, κι άλλον γνωστό
βασανιστή, τον Μπάμπαλη… Αν δεν θέλουμε να κοροϊδευόμαστε, οφείλουμε να
κατανοήσουμε μια κάποια ευφορία, ακόμα και από όσους ήταν και είναι αντίθετοι me την
τρομοκρατία.
Τα πράγματα βεβαίως άλλαξαν,
η 17 Νοέμβρη έφτασε λ.χ. στον Μπακογιάννη, κάτι που, όσο κι αν ρίχνει άλλο φως
στο ίδιο της το παρελθόν, δεν νοείται ωστόσο και να το ξαναγράφει
–εξομοιώνοντας λ.χ. Μπάμπαλη και Μπακογιάννη.
Το να
ενοχοποιείται εκ των υστέρων συλλήβδην η κοινωνία, πως λάτρεψε τάχα τη βία, το
να ισοπεδώνονται με ηθοπλαστικά αποφθέγματα και αφορισμούς πολυσύνθετα
ζητήματα, η ίδια η Ιστορία, παρακάμπτει ή και κουκουλώνει το θέμα της βίας.
Γιατί η μόνη συζήτηση πρέπει
να ξεκινάει, όπως έγραφα πριν από δέκα χρόνια (Νέα 7.2.04), από τη «συστατική αντίφαση του ανθρώπου, αυτήν που του αφήνει ένα τόσο
δα περιθώριο ενστικτώδους, θυμικής αντίδρασης μπροστά στη “λύτρωση” από τον
τύραννο, τον εχθρό, τον βασανιστή, τον απλώς αντιπαθή του, ανεξάρτητα ή παράλληλα με τις θεμελιώδεις
ηθικές ή πολιτικές του αρχές, που του γεννούν αποτροπιασμό για την εγκληματική πράξη.
»Αν δεν δεχτούμε αυτή την
αντίφαση, αν δεν δεχτούμε δηλαδή την ίδια την ανθρώπινη φύση με την
πολυπλοκότητά της, αν κλείσουμε έξω από την ανάλυσή μας τον άνθρωπο, θα μας
μείνει μέσα η ατελέσφορη τότε ηθικολογία»
Και με την ηθικολογία δεν
αντιμετωπίζεται η τρομοκρατία, γενικότερα η βία –ίσα ίσα, αναπαράγεται.