6/4/14

Δεδικαίωται δεν σημαίνει δικαιώνεται - Η ανήθικη ηθική

(Εφημερίδα των συντακτών, 5 Μαρτίου 2014)


Δεδικαίωται δεν σημαίνει δικαιώνεται

Πριν από έναν χρόνο, παρά κάτι λίγες μέρες μόνο, στην πλατεία Τραφάλγκαρ του Λονδίνου είχαν στηθεί χοροί και πανηγύρια για τον θάνατο της Θάτσερ: αυτά οι «βάρβαροι», σχολίαζα, γιατί εμείς του υψηλού πολιτισμού τηρούσαμε ανέκαθεν χριστιανική τάχα σιωπή μπρος στον νεκρό που δεδικαίωται. Μα ο χουντικός δικτάτορας Παπαδόπουλος ήταν, μα ο φιλοχουντικός υβριστής των ανθρώπινων δικαιωμάτων Χριστόδουλος, όλοι δεδικαίωνται! Δεν είναι τυχαία τα παραδείγματά μου, ειπώθηκε και για τους δύο αυτό· και όταν πέθανε ο Χριστόδουλος, λόγου χάρη, ακόμα και ο Αλαβάνος, τότε πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, αποχαιρέτησε τον γενναίο άνδρα! Πολιτική (πολιτικαντισμός), θα πείτε, εν προκειμένω· γενικότερα, πιστεύω, μεταφυσικός τρόμος μπροστά στον θάνατο, συχνά δεισιδαιμονία.
Κι αν έτσι στα ακραία παραδείγματα που διάλεξα, πόσο μάλλον στους δικούς μας νεκρούς. «Τι τα θες, πέθανε, συχωρέθηκε πια» ακούγεται ο λαϊκός λόγος, που μπορεί και να συχωράει απ’ τη μια, κυρίως όμως να αυτοπροστατεύεται απ’ την άλλη.

Ας σταθούμε λίγο σ’ αυτό το δογματικό, αποστομωτικό «δεδικαίωται», που υποτίθεται πως κουβαλάει ολόκληρο ελληνοχριστιανικό πολιτισμό. Και που εντέλει αποτελεί άλλη μια παρανόηση του αρχαίου Έλληνος λόγου, παρόλο που κυλάει πλούσιος στο DNA μας. Ο γαρ αποθανών δεδικαίωται από της αμαρτίας, λέει ο Παύλος στην Προς Ρωμαίους επιστολή. Και εννοεί, όπως ομονοούν οι Πατέρες της εκκλησίας, και όπως λέει τώρα η επίσημη μετάφραση της Βιβλικής Εταιρείας: «Γιατί σ’ έναν που πέθανε, η αμαρτία δεν έχει πια καμιά εξουσία» (βλ. π.χ. Παντελής Μπουκάλας, «Δεδικαίωται η αποθανούσα;», Καθημερινή 19.4.13). Με άλλα λόγια, αυτός που πέθανε, γλίτωσε πια, δεν μπορεί πια να αμαρτήσει. Αλλιώς, τι νόημα θα είχε η μισή θεολογία, ποια κόλαση και ποιος παράδεισος, προς τι το μυστήριο της μετανοίας κτλ. Και μάλιστα δεν αναφέρεται καν στον βιολογικά αποθανόντα ο Παύλος, παρά στον παλιό άνθρωπο, που πεθαίνει με το βάπτισμα, και ξαναγεννιέται καθαρός για τον Θεό. Αλλά ας πούμε πως αυτά πια είναι λεπτομέρειες και σχολαστικισμοί. Η φράση, όπως και τόσες άλλες, θα παραμείνει με τη σημασία που της έδωσε η χρήση, έτσι όπως λέμε (όπως το βλέπουμε, μέσα στους αιώνες, και γι’ αυτό το λέμε) πως η γλώσσα προχωράει με τα λάθη της. 

Ας ξέρουμε μονάχα πως καμία χριστιανική επιταγή δεν δίνει απαλλακτήριο αυτομάτως με τον θάνατο. Και τα όσα επιτιμητικά δάχτυλα υψώνονται όταν κανείς πειράξει τον δικό μας τον νεκρό, είναι, ξαναλέω, για την προστασία, εύλογα και πρωτίστως, της μνήμης του νεκρού μας (που είναι ιερός επειδή ακριβώς ή όταν είναι δικός μας!), για τη δική μας έπειτα προστασία και γαλήνη: απολύτως σοβαρά και κατανοητά και τα δύο, που όμως δεν νοείται να λειτουργούν απαγορευτικά (και ιδίως με το βάρος μιας ηθικής απαγόρευσης) για κάθε αντίθετη γνώμη, για κάθε κριτική.


Η ανήθικη ηθική

Αναφέρομαι σε αντιδράσεις που είδα στο διαδίκτυο (μιλώ για τις αρνητικές, φυσικά, γιατί υπήρξαν και άλλες, που επαύξαναν, μιλώντας λ.χ. και για τις μεταφράσεις του νεκρού!), ή σχεδόν ημισέλιδα εδώ, στην εφημερίδα μας (31/3), για όσα λιγοστά και απλώς ενδεικτικά έγραψα για τον πρόσφατα θανόντα Κωστή Παπαγιώργη. Που προφανώς, κατά τα γνωστά, δεν θα ’πρεπε να γραφτούν όσο είναι νωπό στον τάφο του το χώμα, όπως λέγεται συνήθως, ούτε και λίγο αργότερα, γιατί δεν θα έχει ακόμα σαραντίσει, όπως πάλι λέγεται, μόνο θα ’πρεπε να περιμένει κανείς, άγνωστο πόσο, και τότε να πει: α, και που λέτε, πέρσι που πέθανε ο τάδε και έγραφαν αυτό κι εκείνο, εγώ θα είχα να πω το άλλο... Ή απλούστατα, γιατί περί αυτού εντέλει πρόκειται, δεν θα ’πρεπε να γράψει τίποτα κανείς ποτέ. Γιατί πάλι τα τοτέμ! 

Οδηγούμαστε έτσι σε μια ασύστατη και βαθιά ανήθικη ηθική, που αφορίζει κάθε αντίλογο, με χαρακτηρισμούς για σκύλευση νεκρού, εισαγγελείς της ορθότητας και μπάτσους των γραμμάτων, χωρίς να επιχειρήσει να αρθρώσει μισό έστω απαντητικό λόγο. Μένουν έτσι να καμαρώνουν αυτάρεσκα τα αναθέματα και οι αφορισμοί, και μαζί η δολίως (πώς αλλιώς;) λειψή ανάγνωση π.χ. του ύμνου του Παπαγιώργη στην ομορφιά των Σέρβων, η λειψή λέω ανάγνωση που δεν πάει ώς το τέλος, στο διά ταύτα, ότι τέτοιοι ωραίοι πρόσφυγες μας είναι απαραίτητοι, και όχι «το γένος των Αλβανών»! Από κει κι έπειτα, ξεχειλίζει και πάλι ο γλωσσικός λαϊκισμός τού όλα επιτρέπονται, γιατί όλα δικά μας είναι, αυτός που οδηγεί σε έναν γλωσσικό καταρχήν αυτισμό, σε κραυγαλέα λάθη έπειτα, που προσβάλλουν ή και γελοιοποιούν τη γλώσσα που ίσα ίσα θέλουν να προστατέψουν και να αναδείξουν. (Αυτά όμως τα ’χουμε ξαναματαπεί, και μπορεί να μας γυρνάνε τώρα τα χρωστούμενα, και μοιραία θα τα ξαναματαπούμε.)

Το θέμα είναι, άλλη μια φορά, ό,τι βολεύει, ό,τι συμφέρει, όποτε συμφέρει, τον καθένα… Όμως, δεν γράφεται με ακρισία (και συναφώς λογοκρισία), ακόμα κι η δική μας η μικρή Ιστορία.

buzz it!