Γρηγόρης Σεμιτέκολο, περφόρμερ, φαρσέρ, παιδί
(Εφημερίδα των συντακτών 3 Ιαν.
2015)
από τους προεξάρχοντες, κι ο άλλος ακριβός φίλος,
ο Αντωνάκης ο Βεζιρτζής, που εκείνος έφυγε μόνος του, νωρίς, στα 31, εγκαταλείποντας
τα ωραία του σιδερένια καράβια, φίλους και ζωή, και διαλέγοντας τη φωτιά, αμάν,
μωρέ Αντώνη! φωτιά;
Πάβελε λεπούς, λοιπόν, Γρηγόρη, και δεν είναι ιδιωτικά όλα αυτά, να πει κανείς γιατί τα γράφω, έτσι απόκρυφα, ακατάληπτα για τους άλλους… Σάμπως τα καταλαβαίνουμε εμείς; θα πεταγόσουν σίγουρα τώρα! Όπως, θυμάμαι, δυο-τρία χρόνια πριν, είχε ήδη κουραστεί το αστραφτερό μυαλό σου, σου τηλεφώνησα στη γιορτή σου, κάτι ακατάληπτα μου αποκρινόσουν, τρόμαξα ότι είχε χειροτερέψει η κατάσταση, επέμεινα ωστόσο, κάποια στιγμή αφήνεις το ακουστικό και φεύγεις, νόμισα θα μ’ έδινες φερειπείν στη Νέλλη, στη μία και μοναδική σου Νέλλη, όμως κάθισες με τους άλλους, «τι του ’λεγες; σε κατάλαβε;» άκουσα μια φωνή να σε ρωτάει –«σάμπως κατάλαβα εγώ τι του ’λεγα;» είπες, πάντα Γρηγόρης!
Γρηγόρης Σεμιτέκολο, περφόρμερ,
φαρσέρ, παιδί
Πάβελε λεπούς, Γρηγόρη! Αραβία ουραβανάκι αλελεσιώτη ούνοκαπίρι,
Γρηγόρη, αν το θυμάμαι καλά αυτό. Δεν ξέρω τι άλλο μπορώ να σου γράψω, πώς ν’
αρχίσω, Γρηγόρη, όσο κι αν παλεύω, μέρες τώρα… Διαβάζω τα ωραία που σου έγραψαν
άλλοι, εικαστικός, περφόρμερ, βαθιά πολιτικοποιημένος, φίλος του Γιάννη
Χρήστου, αυτό ναι, θα σου άρεσε περισσότερο απ’ όλα, έβαλαν και μερικά απ’ τα σπουδαία
σου έργα με το σκληρό, απόκοσμο φως, και για τα χάπενινγκ που έστηνες έγραψαν
κάποιοι, κανένας πως ολόκληρος εσύ, ολόκληρη η ζωή σου ήταν ένα χάπενινγκ, όσο εύκολο
ή υπερβολικό κι αν ακούγεται αυτό, απ’ τις υπερβολές που επιτρέπονται ή και
πρέπουν στις νεκρολογίες –κι όμως, πιο αλήθεια δεν γίνεται!
Την περασμένη βδομάδα σε κηδέψαν, Γρηγόρη, το χειρουργημένο πόδι δεν
μ’ άφησε να ’ρθω, ήμουν περίεργος να δω πώς θα ’ταν ένα χάπενινγκ, μ’ εσένα
πάντα πρωταγωνιστή, όχι όμως και σκηνοθέτη –τι λέξη εδώ! εμπνευστή, καλύτερα·
ούτε, αφού αυτοσχεδιαστικά ήταν κυρίως όλα· ήθελα, λέω, να δω πώς θα ’ναι ένα
χάπενινγκ, όπου εσύ θα είσαι στο κέντρο μεν, παρατηρητής όμως μονάχα –ή ούτε
καν; ή ούτε καν παρατηρητής, εννοώ; Ήταν εξάλλου κι από τα λίγα τελετουργικά που
δεν είχες κάνει, γιατί περιφορά επιταφίου λόγου χάρη είχες κάνει, μαζί με τον
Γιάννη Χρήστου, περιφέροντας τον δίσκο με τις γαρδένιες που στόλιζε το γιορτινό
τραπέζι τ’ Αϊ-Γιαννιού στην ταβέρνα του Κανάκη, δεισιδαιμονικά προφητικό
θαρρείς επιτάφιο, αφού ο Γιάννης σκοτώθηκε το ίδιο εκείνο βράδυ, γυρίζοντας απ’
την ταβέρνα, και γάμο επίσης είχες κάνει, γαμήλια πομπή με τις περίφημες υπερφυσικές
κούκλες που έφτιαχνες, χωρίς κανένα χαρακτηριστικό, ούτε φύλο, μόνο εκείνο το
ορθάνοιχτο, από έκπληξη; πόνο; ποιος ξέρει, στόμα, γιορταστική γαμήλια πομπή στους
δρόμους των Εξαρχείων, κι ενωνόταν από κοντά ο κόσμος κι άλλοι εύχονταν απ’ τα
μπαλκόνια, κι ήταν πάντα μαζί,
Αντώνης Βεζιρτζής (1950-1981) |
Και τώρα, εσύ, αμέτοχος, να βλέπεις, αν βλέπεις είπαμε, να βλέπεις
και να μην μπορείς να επέμβεις, να αντιδράσεις αν κάτι ή σίγουρα κάποιες φάτσες
δεν θα σου άρεσαν, και να υπομένεις με τα χέρια σταυρωμένα, γιατί ανάσκελα,
βλέπεις, από κάτω προς τα πάνω δεν δουλεύει το φυσοκάλαμο, τζάμπα θα γέμισες
τις τσέπες σου στραγάλια, όπως σε διάφορες συναυλίες κι εκδηλώσεις, ή πού να
σηκωθείς να πας να χώσεις τελετουργικά μπροστά στα μούτρα του παπά μια ανοιχτή
εφημερίδα, όπως σ’ εκείνον τον έρμο, τον τυπικά ατσαλάκωτο Γερμανό μαέστρο την
ώρα της συναυλίας, άσε που στα νεκροταφεία έχει μόνο κυπαρίσσια, και στο
κυπαρίσσι δεν μπορείς να σκαρφαλώσεις και να κουρνιάσεις, να κάνεις χάζι από
ψηλά τους άλλους, όπως στη μουριά στο πεζοδρόμιο του Αρχαιολογικού Μουσείου, απέναντι
από τ’ ορθάνοιχτο μαγαζί σου με τα υπέροχα αντίγραφα αρχαίας τέχνης που
έφτιαχνες τότε παλιά, και μπαίναν οι πελάτες, κοιτούσαν αμήχανοι τριγύρω, κι
έφευγαν, κι εσύ στο δέντρο απάνω, να κάνεις, ξέρω γω, την κουκουβάγια…
Τώρα εκεί, εάν εκεί, στα εκεί Εξάρχεια, θα στήνεις ατέλειωτες
γαμήλιες πομπές, τώρα με τον Γιάννη θα πάρετε το αίμα σας πίσω, μ’ όσους
επιτάφιους θέλετε, χωρίς κίνδυνο άλλο πια για κανέναν σας, αλλά και θα παίζεις,
ααα θα παίζεις, ποιος ξέρει σε πόσα καινούρια έργα του, σπαραχτικά όπως τον
πιανίστα στην Αναπαράσταση ΙΙΙ, και φυσικά
θα λέτε και θα κάνετε ατέλειωτα πάβελε λεπούς, και άλλα, καινούρια, ίσως μόνο,
αυστηρά δικά σας…
Πάβελε λεπούς, λοιπόν, Γρηγόρη, και δεν είναι ιδιωτικά όλα αυτά, να πει κανείς γιατί τα γράφω, έτσι απόκρυφα, ακατάληπτα για τους άλλους… Σάμπως τα καταλαβαίνουμε εμείς; θα πεταγόσουν σίγουρα τώρα! Όπως, θυμάμαι, δυο-τρία χρόνια πριν, είχε ήδη κουραστεί το αστραφτερό μυαλό σου, σου τηλεφώνησα στη γιορτή σου, κάτι ακατάληπτα μου αποκρινόσουν, τρόμαξα ότι είχε χειροτερέψει η κατάσταση, επέμεινα ωστόσο, κάποια στιγμή αφήνεις το ακουστικό και φεύγεις, νόμισα θα μ’ έδινες φερειπείν στη Νέλλη, στη μία και μοναδική σου Νέλλη, όμως κάθισες με τους άλλους, «τι του ’λεγες; σε κατάλαβε;» άκουσα μια φωνή να σε ρωτάει –«σάμπως κατάλαβα εγώ τι του ’λεγα;» είπες, πάντα Γρηγόρης!
Ας μένουν λοιπόν καταρχήν ακατάληπτα, όπως όλα κατά κάποιον τρόπο
στη ζωή σου, που μόνο μέσα από τις αισθήσεις και τα αισθήματα μας την πρόσφερες
απλόχερα, ζωή και έργο –τόσα που δεν μας
φτάνει μια ζωή να τα θυμόμαστε, να σε θυμόμαστε…