Είναι απεριόριστη η ελευθερία του λόγου;
(Εφημερίδα των συντακτών 17 Ιαν. 2015)
Είναι
απεριόριστη η ελευθερία του λόγου;
Ο θάνατος είναι αναντίλεκτα απόλυτο μέγεθος, το απόλυτο κακό, δεν σχετικοποιείται
λοιπόν, ούτε συμψηφίζεται με οτιδήποτε. Ως εκ τούτου, η αφαίρεση ανθρώπινης
ζωής, η δολοφονία, είναι απόλυτο κακό, δεν συμψηφίζεται με τίποτα, δεν
σχετικοποιείται. Εξαίρεση, κοινωνικά και νομικά αναγνωρισμένη, αποτελεί ο φόνος
σε περίπτωση νόμιμης άμυνας και πολέμου –και έτσι, υποθέτω, διανοήθηκε πως
μπορεί να είναι Charlie ο
Νετανιάχου λ.χ., και αναλόγως μπόρεσαν και οι άλλοι να είναι Charlie μαζί του! Ας αφήσουμε όμως αυτήν τη
μεγαλειωδώς ασεβή και σουρεαλιστική ιστορία, που έπνιξε ή πάντως θόλωσε με την
ασέβειά της τη συγκίνηση για τα θύματα και τον αποτροπιασμό για τους θύτες, και
ας προσπαθήσουμε, ανεξάρτητα τώρα από τα συγκεκριμένα θύματα, να δούμε ένα
μείζον πρόβλημα που ήρθε με τραγικό τρόπο στην επικαιρότητα, την ελεύθερη
έκφραση, αν υπάρχουν ή όχι όρια στην ελεύθερη έκφραση.
Ο θάνατος λοιπόν είναι μέγεθος απόλυτο. Αναντίλεκτα. Ισχύει το ίδιο για την
ελευθερία του λόγου; Είναι άραγε μέγεθος απόλυτο και η ελευθερία του λόγου, της
σάτιρας, της έκφρασης εν γένει, ώστε ούτε να συμφηφίζεται ούτε να σχετικοποιείται;
Και τότε, σαν γνήσια τέκνα του Διαφωτισμού και συνεπείς προς τις ιδέες μας, να
φτάνουμε στο ηθικό μεγαλείο της ψευδοβολταίρειας ρήσης ότι, ακόμα κι αν
διαφωνούμε με αυτά που λέει ο άλλος, χώμα θα γίνουμε για να υπερασπιστούμε το
δικαίωμά του να τα λέει;
Γιά να δούμε: έχουμε συναποδεχτεί πλείστους όσους περιορισμούς, έχουμε
ενσωματώσει στη συμπεριφορά μας, στην καθημερινή μας ζωή και στον καθημερινό μας
λόγο, πλείστες όσες απαγορεύσεις, ρητές και άρρητες, ακολουθούμε πλείστες όσες
συμβάσεις, προκειμένου να συστήσουμε κοινωνία με τον άλλο, με τους άλλους, να
συνυπάρξουμε, πολύ απλά, στην πολυκατοικία μας, στη γειτονιά μας, στον δρόμο
που κυκλοφορούμε, στον εργασιακό μας χώρο· κι αυτό εξάλλου το έχουμε ονομάσει,
και είναι, πολιτισμός –η κοινωνικοποίηση δηλαδή, το δύσκολο και διαρκές
στοίχημα της διατήρησης της ελευθερίας μας σε συνδυασμό με την ελευθερία του
άλλου. Μπροστά σ’ αυτή την καταστατική συνθήκη του ανθρώπου-κοινωνικού ζώου τι
σημαίνει ουσιαστικά απεριόριστη ελευθερία του λόγου, της σάτιρας κ.ο.κ.;
Ώστε υπάρχουν όρια στην ελεύθερη έκφραση; και τότε τι σόι ελεύθερη είναι;
και ποιος τα ορίζει τα όρια, και πώς; ποιος τα θέτει, και πού; Μα αυτό ακριβώς
είναι το δύσκολο και διαρκές στοίχημα, που η πολυπλοκότητά του –δηλαδή, στην
πράξη, τα εξαιρετικά ασαφή και ρευστά όρια που είπαμε– δεν πρέπει να μας οδηγεί
σε σχηματοποιήσεις και υπεραπλουστεύσεις.
Γιατί εντέλει είναι άγονη υπεραπλούστευση, κατά τη γνώμη μου, η αντίληψη
περί απόλυτης, αδιαπραγμάτευτης ελευθερίας, όταν στην αντίληψη αυτή υπόκειται ο
εύλογος, ο ευλογότατος φόβος πως η αναγνώριση ορίων μπορεί να στραφεί εναντίον μας·
και είναι εντέλει υπεραπλούστευση να θεωρούνται τα όποια όρια (ή η αναγνώριση
καν πως υπάρχουν όρια!) παραχώρηση στην πολιτική ευπρέπεια και παράλληλα
εκπτώσεις στην ελευθερία μας, κολόβωμα, ακρωτηριασμός της ελευθερίας μας,
φίμωση, λογοκρισία κτλ.
Αν λοιπόν υπάρχουν όρια, έστω θεωρητικά, πριν τα προσδιορίσουμε εννοώ, θα υπάρχει
αυτομάτως και παραβίασή τους. Χρέος δικό μας λοιπόν και ανάγκη πάσα να τα
αναζητήσουμε, να τα συνομολογήσουμε τα όρια αυτά, αν είναι να υπάρξουμε –σαν
πολυκατοικία, όπως είπα, σαν γειτονιά, σαν δρόμος όπου κυκλοφορούμε, σαν
εργασιακός χώρος. Σαν κοινωνία.
Και η
ελευθερία του Άδωνη και του Θέμου;
Έτσι κι αλλιώς, το θέμα δεν είναι ο λόγος γενικά και αόριστα, άρα η
αντίθεση και συνεπώς τα όρια στον κάθε αντίπαλο λόγο. Είναι το είδος του λόγου,
το επίπεδο του λόγου, αυτό που είναι και το πιο δύσκολο να προσδιοριστεί, και
όμως συνιστά, μπορεί να φτάσει να συνιστά προσβολή –της προσωπικότητάς μας, των
πιστεύω μας, των ιδεών μας.
Έτσι, και για να συνεννοηθούμε καταρχήν σε παραδείγματα ακραία, διόλου όμως
μεμονωμένα και προπάντων περιθωριακά, δυσκολεύομαι, για την ακρίβεια αρνούμαι,
να αναγνωρίσω, πόσο μάλλον να υπερασπίσω, και μέχρι θανάτου, την ελεύθερη
έκφραση φερειπείν του Άδωνη –αν συνιστά καν λόγο, αλλά αυτό θα μας πήγαινε πολύ
μακριά. Και προσοχή, όχι του ακροδεξιού, τσεκουροφόρου Βορίδη, με τον ιδιαίτερα
συγκροτημένο, και άρα ιδιαίτερα επικίνδυνο, λόγο, γιατί ακριβώς δεν είναι θέμα
αντίθεσης, οσοδήποτε ακραίας, αλλά επιπέδου, ξαναλέω, είδους λόγου. Το ίδιο
δυσκολεύομαι να αναγνωρίσω την ελεύθερη έκφραση, τη δίχως όρια σάτιρα εν
προκειμένω, του Θέμου, με τα περίφημα «γυμνά φούρνου» για τους Εβραίους κ.ά.
Γιατί εκτός από την αμετάκλητη βαναυσότητα του καλάσνικοφ, που εύκολα την
καταδικάζουμε, υπάρχει η βαναυσότητα του λόγου, που εξίσου αμετάκλητα
διαρρηγνύει τον κοινωνικό ιστό, διαλύει, ακυρώνει την κοινωνία.