Τύφλωσον, Κύριε, τον λαόν Σου!
(Εφημερίδα των συντακτών 7 Φεβρ. 2015)
Τύφλωσον, Κύριε, τον λαόν Σου!
«Παλαβή αριστερά», «ουγκ»,
«αριστεροί λέτσοι», «ο βαθύς ΣΥΡΙΖΑ των παλαβών και διαταραγμένων», «βλαμμένοι
αριστεριστές», σχεδόν τη συνηθίσαμε αυτή την απολιτική και ουσιαστικά ηθικολογική,
λούμπεν εντέλει ορολογία, στα κομψότερα σαλόνια πάντως της δημοσιογραφίας, π.χ.
στην πάλαι ποτέ μεγάλη κυρία Καθημερινή.
Άλλοτε ξινισμένες, άλλοτε αφρισμένες πένες, βλέπουν ιδίως ΣΥΡΙΖΑ μπροστά τους
και λιποθυμούν, λιποθυμούν και ξερνούν καταπάνω σε ό,τι απόμεινε, σε ό,τι
άφησαν, από δημόσιο λόγο –άσε το δημόσιο ήθος.
Όμως, πέρα από τους επαγγελματίες
δημοσιογράφους, που τους βαραίνει στο κάτω κάτω η καθημερινή, καταναγκαστική παραγωγή,
υπάρχουν και οι αρθρογράφοι, με ουσιαστικούς τίτλους και θητεία στον οικείο του
ο καθένας χώρο, καθηγητές πανεπιστημίου λόγου χάρη, συγγραφείς, ή και τα δύο
μαζί, όπως είναι συμπτωματικά τα σημερινά μου παραδείγματα, που δύσκολα
διαφοροποιούνται ως προς το επίπεδο που ορίζουν οι εισαγωγικοί εδώ χαρακτηρισμοί.
Πρετεντερισμοί επιπέδου
«Αφού φαγώθηκαν να κατηγορούν την
προηγούμενη κυβέρνηση ως μειοψηφική στην κοινωνία, διεκδικούν να κυβερνήσουν
αυτοδύναμοι, με το ένα τρίτο των ψήφων»: με αυτό το ευτελές σόφισμα άρχιζε,
κάτω από τον εύγλωττο τίτλο «Η ασυναρτησία έρχεται» (Καθημερινή 24-25.1), ο ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ και συγγραφέας
αστυνομικών μυθιστορημάτων Πέτρος Μαρτινίδης. Μία από τα ίδια, θα ’λεγε κανείς,
και θα προσπερνούσε άλλο ένα αντισυριζαϊκό άρθρο, κι ας αναφερόταν στην (προεξοφλούμενη)
«μισαλλοδοξία» (!) της νέας κυβέρνησης, που θα «μοιράζει εκδίκηση και
πλιάτσικο» (!). Στέκομαι μόνο επειδή σε παλαιότερο άρθρο του Π.Μ. (Καθημερινή 25.10.12) είχα διαβάσει τον εντυπωσιακής
χυδαιότητας όρο-επινόησή του: «Συριζαυγίτες», διόλου μακριά από το επίπεδο που
περιέγραψα πιο πάνω.
Επιπλέον, από άλλη σύμπτωση, την
ίδια μέρα με το άρθρο για τον ερχομό της ασυναρτησίας (24-25.1), η Αυγή είχε μια εμπεριστατωμένη, ολοσέλιδη
κριτική του Νίκου Ποταμιάνου, με τίτλο «“Σύρριζα”, ένα αστυνομικό του Π.
Μαρτινίδη». Εκεί έμαθα πως η τελευταία μυθιστορηματική παραγωγή του κ.
Μαρτινίδη είχε τεθεί στην υπηρεσία της πολεμικής κατά της αριστεράς εν γένει.
Και σκέφτηκα, εξ όνυχος, πως ένας διανοούμενος που γράφει σήμερα,
ειρωνευόμενος, για ένα «γνήσιο παιδί του κινήματος», «που μιλάει με συνθήματα»
(αντιγράφω τώρα από την κριτική του Ν. Ποταμιάνου), «για την ακρίβεια δεν
μιλάει αλλά φωνάζει, και απαντά σε αυτόν που του ζητάει να μιλά πιο σιγά:
“Αδελφίστικα ψιθυρίσματα προτιμάς του λόγου σου;”», σκέφτηκα, λέω, πως ένας
διανοούμενος που σκαρφίστηκε αυτήν τη φράση έχει χάσει κάθε επαφή με τη γλώσσα,
άρα και με την πραγματικότητα. Κι αυτό είναι ίσως θλιβερότερο από τον
πρετεντερισμό του όρου «Συριζαυγίτες»!
Το πνευματιστικό τραπεζάκι
«Ποιητή, στον αιώνα σου λέγε τι
βλέπεις;» τιτλοφορεί ένα άρθρο του την ίδια πάντα μέρα (24-25.1) αλλά στο Βήμα ο καθηγητής και συγγραφέας Γιώργης
Γιατρομανωλάκης, και καλεί, για να ακολουθήσω κι εγώ τον παιγνιώδη χαρακτήρα
του άρθρου του, το πνεύμα τεσσάρων μεγάλων ποιητών μας, Σεφέρη, Εμπειρίκου,
Ελύτη και Ρίτσου, για να μάθει τι θα ψήφιζαν αν ζούσαν σήμερα. Και με στοιχεία
από τη ζωή και το έργο τους οδηγεί τον αναγνώστη στο μόνο εύλογο συμπέρασμα,
πως πάντως δεν θα ψήφιζαν ΣΥΡΙΖΑ: μπορεί ΚΚΕ και πάλι ο Ρίτσος, αλλά άγνωστο τι
οι άλλοι τρεις, μάλλον, σκέφτεται τώρα ο αναγνώστης, διά της εις άτοπον απαγωγής,
Ποτάμι!
Αλλά εδώ μπορεί να αυθαιρετώ κι
εγώ, και σταματώ. Σε ένα μόνο θα σταθώ, στο πνεύμα του σημερινού κειμένου, εκεί
που ο κ. Γιατρομανωλάκης εικάζει ότι ο Ρίτσος και σήμερα «θα ψήφιζε ΚΚΕ,
μολονότι είναι πασίγνωστη η αντιδογματική και φιλελεύθερη ιδεολογία του», γιατί,
«πολιτικά ωριμότερος από τους “διανοούμενους” (λέμε τώρα) του ΣΥΡΙΖΑ –δεν
αναφέρομαι σε συριζαίους ποιητές, επειδή δεν γνωρίζω αν υπάρχουν– θα
προτιμούσε να μείνει πιστός σε ένα προσωπικό και κοινωνικό όραμα που κάποτε
ταυτιζόταν με το Κόμμα».
Ώστε «διανοούμενοι» σε εισαγωγικά
και με την πρόσθετη χλευαστική παρένθεση: «λέμε τώρα», έτσι, με αυτή την
ιταμότατη μονοκοντυλιά, διαγράφει συλλήβδην ο κ. Γιατρομανωλάκης τους
διανοούμενους του ΣΥΡΙΖΑ, φαντάζομαι και τον γείτονά του, στην ίδια σελίδα του
ίδιου φύλλου, τον Αντώνη Λιάκο; Και επιπλέον ο κ. Γιατρομανωλάκης δηλώνει ότι δεν
γνωρίζει αν υπάρχουν «Συριζαίοι ποιητές», υποδηλώνοντας ότι απλούστατα δεν
υπάρχουν, σε αντιδιαστολή, φαντάζομαι, με Δημαρίτες λόγου χάρη ή Ποταμίσιους
κ.ά. ποιητές, των οποίων θα διαθέτει πλήρη λίστα. Κι ας αφήσω τα δύσκολα πια
για τον κ. Γιατρομανωλάκη, πως περιστέλλει έτσι τους ποιητές που ψηφίζουν
ΣΥΡΙΖΑ, ΔΗΜΑΡ ή ό,τι άλλο σε «Συριζαίους» ή «Δημαρίτες ποιητές».
Όπου η ιδεολογική τύφλωση οδηγεί,
μπορεί από διαφορετικούς δρόμους, αλλά πάντα στον ευτελισμό του πολιτικού
λόγου, του λόγου σκέτα.
ΥΓ. Απροπό, κύριε Γιατρομανωλάκη, αν περιοριστώ στον στενό κύκλο
μου και μόνο, μετράω αμέσως αμέσως δύο «Συριζαίους ποιητές», αναγνωρισμένους,
πολυμεταφρασμένους και πολυβραβευμένους, που, αν δεν γελιέμαι, τους γνωρίζετε καλά
και τους εκτιμάτε κι εσείς.