5/9/15

Καλοκαιριάτικες φωτογραφίες (α΄) (Η Αλεξάνδρα - Τα ανήκουστα, ή Η στέψη που δεν έγινε - Ο Παναγιώτης κι ο Βαγγέλης μες στην καλή χαρά)

(Εφημερίδα των συντακτών 5 Σεπτ. 2015)



Εικόνες καλοκαιρινές, φωτογραφίες που μαζεύτηκαν σωρός, κάποιες που μπαίνουν δίπλα σ’ άλλες από το συρτάρι, κάποιες καινούριες, άλλες λυπηρές, άλλες αστείες, άλλες, αν είχε προχωρήσει η τεχνολογία, θα έζεχναν κιόλας…


Η Αλεξάνδρα

«Έφυγε η παλιά ρεμπέτισσα…»! Άκουσον άκουσον, αυτό το αλάνικο παιδιάστικο –και πανέμορφο, ε;– μουτράκι, με το παιχνιδιάρικο, κυρίως γελαστό μάτι, «η τελευταία ρεμπέτισσα»! Διαβάζεις «Έφυγε η τελευταία ρεμπέτισσα», και φαντάζεσαι εκατοχρονίτισσα και βάλε. Σαν πόσο να ’ταν τώρα η Αλεξάνδρα, δεν θυμάμαι: στα χρόνια μου ίσως; λίγο πάνω, λίγο κάτω; ε, μικρή δεν θα την έλεγες, μα και «παλιά ρεμπέτισσα»; Επειδή βγήκε με τον Τσιτσάνη; Όταν όμως ο Τσιτσάνης κι οι άλλοι, οι ήδη ελάχιστοι που είχαν μείνει, ήταν στην ακμή τους, γέροντες στα δικά μας τότε μάτια. Κι η Αλεξάνδρα, στο πάλκο δίπλα στον Τσιτσάνη, του νηπιαγωγείου θαρρείς, αυτό το ολάνθιστο πρόσωπο, αυτό που είδε, όπως θυμήθηκε ο Σεραφείμ, και το ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα ο δαιμονικός ηθοποιός Νίκος Σκυλοδήμος, που χρόνους πάμπολλους τώρα έφυγε απ’ το ίδιο του το χέρι –τι χέρι, σκοινί, που να πάρει! Σχεδόν κλεφτήκαν, εξαφανίστηκαν από προσώπου της γης για μια βδομάδα, εμφανίστηκαν παντρεμένοι, κάναν μήνα κράτησε ο γάμος, δυο ηφαίστεια μαζί δεν κάνουν!

Αποτραβηγμένη χρόνια η Αλεξάνδρα, θα μείνει με την παλιά εικόνα που κρατούσαμε όλοι. Με τον θάνατό της, υπήρξε κάποιο κειμενάκι στην αρχή, που αναπαράχθηκε αυτούσιο σ’ όλο το ίντερνετ, μετά ξετρύπωσαν και κάποια άλλα στοιχεία, έγινε μια αξιοπρεπής, όπως θα λέγαμε, παρουσίαση, και μετά τίποτα. Πώς έφυγε; Άγνωστο. Πού η κηδεία, η ταφή, άγνωστο. Τηλεφώνησα από δω, από κει, σε εφημερίδες, σε παλιούς συνεργάτες της, ίσαμε το υπουργείο πολιτισμού, τίποτα. Η Αλεξάνδρα πέθανε –και μετά, πάει, πέθανε.

Δεν την αποχαιρέτησα την Αλεξάνδρα, και μου είναι διπλά ασήκωτοι οι νεκροί που δεν μπόρεσα να αποχαιρετήσω, ακόμα περισσότερο όταν δεν θέλησαν αυτοί να τους αποχαιρετήσουμε, νά, ο Αντώνης Καρκαγιάννης τελευταία, η Μαρία Δημητριάδη… Ασήκωτοι. Τώρα η Αλεξάνδρα ήθελε, δεν ήθελε, ποιος ξέρει…

Η φωτογραφία; Αχάραγα σχεδόν στο δάσος της Καισαριανής, έπειτα από μια απ’ τις συνηθισμένες ολονυκτίες της εποχής, το κασετόφωνο έπαιζε διάφορα, «Κάτσε ν’ ακούσεις φωνάρα» μου λέει, αλλάζει κασέτα, και βάζει τον (όχι πολύ γνωστό τότε παραέξω) ψάλτη Θεόδωρο Βασιλικό· έτυχε να τον ξέρω εγώ: «έβγαλε, ξέρεις, και τη νεκρώσιμη ακολουθία»· «Περίμενε!» είπε γελώντας, κι έτρεξε την κασέτα, είχε αποσπάσματα κι απ’ τη νεκρώσιμη, η αθεόφοβη· έβαλε τέρμα τον ήχο, «Μετά των αγίων» αντιλαλούσε το έρημο δάσος , θα έφτυνε στον κόρφο του ο πρωινός δρομέας, σορτσάκι-φανελάκι καταχείμωνα, που εμφανίστηκε απ’ το πουθενά, ό,τι είχε αρχίσει η μόδα του τζόκινγκ, «Look, look, ρε συ! look!» ξεκαρδίστηκε πια η Αλεξάνδρα, μας έμεινε έκτοτε πολύτιμο, δικό μας συνθηματικό το «Look, look

Look, look, ρε συ, Αλεξάνδρα, look! πόσα χρόνια χαμένοι, κι εσύ φευγάτη πια, μ’ εκείνο το πρόδρομο «Μετά των αγίων», που ποιος ξέρει αν θα τ’ ακούς, σε άλλα δάση, όχι έρημα αυτά.


Τα ανήκουστα, ή Η στέψη που δεν έγινε

Κι εκεί που έπαιζαν οι μπάντες κι οι προβολείς έλουζαν την εξέδρα όπου άρχιζε η στέψη, τι στέψη; πολυστέψη: «Εθνικό Ηγέτη» τον αναγόρευε ο ένας, «Νέο Χαρίλαο Τρικούπη» ο άλλος, «Νέο Ελευθέριο Βενιζέλο» ο παράλλος, σύννεφα σκίασαν ξαφνικά τον ουρανό, καταιγίδες κι αστραπόβροντα ματαίωσαν την τελετή. Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου το ωσαννά έγινε ανάθεμα, ο Ώριμος Ηγέτης έγινε (ή ξανάγινε) παιδί, «το παιδί Αλέξης», «μειράκιο», «ψευτράκος», «πονηρούλης», ώς και το γέλιο τού χρεώθηκε από το βλοσυρό ιερατείο: «το γελαστό παιδί» ειρωνεύεται ο ένας, «το γελαστό-καταγέλαστο παιδί» κατακεραυνώνει ο άλλος…

Ωρέ τι έκανε το μειράκιο και τόσο εξεμάνη το ιερατείο;

Πρώτον, αθέτησε το πρόγραμμά του, εξαναγκασμένος ή όχι, έστω πως δεν έχει σημασία· δεύτερον, έχασε τη δεδηλωμένη. Και ζήτησε, όπως ήταν υποχρεωμένος (από στοιχειώδη πολιτική ευθύνη και ηθική, για το πρώτο· από το σύνταγμα, για το δεύτερο), να κριθεί, με τι άλλο, με εκλογές.

Όντως, τ’ ανήκουστα των ανηκούστων!


Ο Παναγιώτης κι ο Βαγγέλης μες στην καλή χαρά

Σχολιαρόπαιδα, θα ’λεγες, που παίζουν τους μεγάλους, με κουστούμι, στον καναπέ πλάι πλάι, μπροστά στις κάμερες: ο αρχηγός της πιο πούρας αριστερής κίνησης, της πιο απροσκύνητης Αριστεράς, με τον αρχηγό της άνευ άλλων χαρακτηρισμών Δεξιάς, κόβει ο ένας, ράβει ο άλλος: «Και γιατί να κάνουμε στις 20 Σεπτεμβρίου εκλογές;», «Πιο πριν να τις κάνουμε, στις 13!», «Και γιατί όχι τέλη Αυγούστου;», «Και πιο νωρίς ακόμα», χαριεντίζονταν κι έπαιζαν την κολοκυθιά, ειρωνευόμενοι προφανώς την απόφαση Τσίπρα, αριστερός με καραδεξιό.

Φωτογραφία ντροπής.

buzz it!