30/1/16

Ο κ. Γιανναράς και η Γλωσσική Αστυνομία

(Εφημερίδα των συντακτών 30 Ιαν. 2016)


1986-2016, τριακονταετία γιορτάζει ο Χρήστος Γιανναράς αφότου σάλπισε πρώτη φορά, αρχικά με άρθρο, έπειτα με ομότιτλο βιβλίο, έπειτα μ’ άλλες αναδημοσιεύσεις,  το φοβερό άγγελμα πως πάει, τέλειωσε η Ελλάδα: Finis Graeciae!

Εντάξει, σχήμα λόγου, θα πείτε, δεν ξόφλησε τελείως, κι ας μην την αποκαλεί, χρόνια τώρα, με το όνομά της ο κ. Γιανναράς (ΧΓ), μόνο «γελοίο» και «φαιδρό Ελλαδέξ», «Ελλαδιστάν», «ελληνώνυμο κρατίδιο του βαλκανικού Νότου», «τρισάθλιο κρατίδιο των Eλληνωνύμων» κ.ά., δεν ξόφλησε, λέω, τελείως, όμως ψυχορραγεί. Υπάρχει ελπίδα να σωθεί; «“Μαγιά” μόνο η γλώσσα» γνωματεύει ο ΧΓ μέσα από τη θλιβερή σκιά του εαυτού της Καθημερινή (17/1), στο ίδιο φύλλο όπου ο ομοαίματος αδερφός του Τάκης Θεοδωρόπουλος ανιχνεύει τον δρόμο «Από το Γλωσσικό στην αγλωσσία», ενώ κατά σύμπτωση κάποιος επιστολογράφος, στο ίδιο πάντα φύλλο, βοηθά να σχηματιστεί μια τριπλέτα ημιμάθειας: «Περί γλωσσών και αγλώσσων» ο δικός του τίτλος. Συμπτωματική, είπα, η παρουσία του επιστολογράφου, έτσι κι αλλιώς θα ήταν άδικο να σχολιαστεί η όποια κατάρτισή του, σε αντίθεση με των δύο κατά τεκμήριο υπεύθυνων αρθρογράφων.

Άρχισα με τον κ. Γιανναρά, σεβόμενος την ιεραρχία, ή τέλος πάντων την επετηρίδα:

«Δύσκολες μέρες έρχονται για τον Ελληνισμό (τον όποιο απομένει), πιο δύσκολες και από αυτές του 1922 ή και του 1453» εκτοξεύει την προφητεία, λίγον καιρό αφότου ο ίδιος αποφαινόταν πως «η γκαγκστερική επιβολή του μονοτονικού» υπήρξε καταστροφή «ολεθριότερη» (!) κι από τη Μικρασιατική (23.11.14). Προτείνει έτσι, έσχατη ελπίδα σωτηρίας, να σχηματιστεί μια «ανεξάρτητη αρχή γλωσσικής προστασίας». Η οποία λ.χ. θα περνάει από εξετάσεις υποψήφιους «εκφωνητές ή παρουσιαστές ειδήσεων, συντονιστές συζητήσεων, πολιτικούς αγορητές, συνεντευξιαζόμενους καλλιτέχνες, σχολιαστές παρελάσεων, δημόσιων τελετών, εόρτιων επετείων κ.τ.ό.»

Και επισημαίνει φύρδην μίγδην διάφορα λάθη ο ΧΓ, από τον «Οκτώ-μ-βριο» και την προστακτική «επανέλαβε» ώς το «διαρρέω μια πληροφορία» (που ακολουθεί ωστόσο μια παμπάλαιη τάση της γλώσσας να μεταβατικοποιεί τα ρήματα: «ανεβαίνω τη σκάλα», «κατεβαίνω το ποτάμι» κ.ά.)· ανακαλύπτει, ποιος ξέρει πού, σήμερα πια, τον «Γιούνη» και τον «Γιούλη»· στηλιτεύει τον Σημίτη που, προσέξτε τώρα,  «είχε καταργήσει τον χρονικό αναδιπλασιασμό στα ρήματα [...] και έτσι στερούσε την ελληνική γλώσσα από τη δυνατότητα να εκφράσει τη διαφορά του στιγμιαίου από το διαρκές. Έλεγε: “η Ελλάδα πέρυσι παρήγε τόσους τόνους πατάτες” – καταργούσε τη δυνατότητα που του έδινε η γλώσσα να πει: “άλλοτε η χώρα παρήγε τόσους τόνους, ενώ πέρυσι παρήγαγε διπλάσιους”».

Στοπ! Εδώ καλείται να επέμβει δραστικά η ανεξάρτητη αρχή γλωσσικής προστασίας (η ΓΑΔΑ, η «Γλωσσική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής, ώστε να γίνει οικονομία στις ταμπέλες», όπως γράφει ο Ν. Σαραντάκος, που σχολίασε έγκαιρα και εξαντλητικά το εν λόγω άρθρο): ότι η διαφορά παρήγε-παρήγαγε, στα προβληματικά έτσι κι αλλιώς ρήματα σε -άγω, είναι θέμα αναδιπλασιασμού μαρτυρεί κραυγαλέα σύγχυση, κακούργημα μπροστά στον «Οκτώμβριο» του μέσου χρήστη.

Έχει όμως κι άλλη, πολλή δουλειά η νέα ΓΑΔΑ: «η δημώδης γλώσσα δεν είπε ποτέ [...] “του πανεπιστήμιου” – δεν αναβίβασε ποτέ στην προ-παραλήγουσα τον τονισμό πολυσύλλαβων λέξεων (το λαϊκό αισθητήριο ανάδειχνε πάντα, δεν κακοποιούσε τη “μουσική” της γλώσσας)» αγορεύει ο ΧΓ.

Όπου μοιάζει να αγνοεί τον νόμο της τρισυλλαβίας, αυτόν που κατέβαζε τον τόνο στην παραλήγουσα, γιατί, όταν προφέρονταν μακρά και βραχέα, το μακρό -ου της γενικής είχε δύο χρόνους: του πανεπιστή-μι-ου-ου· οπότε ο τόνος δεν μπορούσε να μείνει αμετακίνητος, στην τέταρτη πλέον συλλαβή από το τέλος· έπρεπε να κατέβει στην τρίτη: του πανεπιστη-μί-ου-ου. Από τότε που έπαψαν τα μακρά-βραχέα, ατόνησε αναπόφευκτα ο νόμος αυτός, ο τόνος άρχισε σιγά σιγά να μένει αμετακίνητος: στα κύρια ονόματα: του Σαββόπουλου,  του Θεόδωρου (και πολύ περισσότερο του λαϊκότερου Θόδωρου)· έπειτα στα επίθετα: του άρρωστου παιδιού, του αβέβαιου μέλλοντος. Εξακολουθεί να κατεβαίνει στα ουσιαστικά: του ανθρώπου, του πανεπιστημίου, άγνωστο πάντως για πόσο.

Έπειτα ξεχνά ότι ειδικά η δημώδης γλώσσα και το λαϊκό αισθητήριο, όπως είπαμε για τον Θόδωρο, στα πολυσύλλαβα και μάλιστα στα σύνθετα κρατούσε πάντα αμετακίνητο τον τόνο: ποτέ δεν είπε «του λουκανίκου», «του πρωτοπαλικάρου» και «του πανεμόρφου». Και όχι μόνο η δημώδης και λαϊκή, γιατί ούτε «του πολυσελίδου βιβλίου» λέμε, ούτε «του αλλοκότου θεάματος».

Αλλά, ακόμα ακόμα, και πάντα προκειμένου για πανεπιστημιακό δάσκαλο και εισαγγελέα-τιμητή, τι θα ’πρεπε να κάνει μια ΓΑΔΑ και με διατυπώσεις δικές του, όπως «η πιστοποίηση βεβαιώνεται», «ποιοτική καλλιέργεια της γλωσσικής εκφραστικής», «δεν μας δικαιώνει σε σιωπή αμνών» (που επισημαίνει και ο Ν. Σαραντάκος), ή με την «ενεργό δημιουργική αυτεπίγνωση ελληνικής ταυτότητας», συμπληρώνω από παλαιότερα του ΧΓ εγώ,  τις «ποιότητες ελληνικότητας» ή τη γενιά που «κομίζει καύχηση ελληνικής “ευγένειας”».

Υπερωρίες η καινούρια αρχή. Καλή αρχή.

Με το άλλο πικρό ποτήρι, τον κ. Θεοδωρόπουλο, την άλλη φορά.






buzz it!