Ο Στέφανος… η τιμή… και η μικρότητα
(Εφημερίδα των συντακτών 9 Ιαν. 2016)
Ο Στέφανος…
«Είναι πολλά χρόνια που έχω
καταλήξει στο ότι η ανθρώπινη ζωή –γιατί όχι απλώς η ζωή;– είναι μια “αξία” που
δεν μπορεί να συγκριθεί σε τίποτα με άλλες αξίες. Τότε όμως ζούσαμε σε συνθήκες
στις οποίες, αν θέλαμε να σταθούμε στο μπόι του ανθρώπου, έπρεπε πρώτα να
έχουμε αποφασίσει για το αναλώσιμο της δικής μας ζωής. Αυτό ίσως ήταν ικανό να
μας βοηθήσει να αποφασίζουμε για την ανάλωση και του Άλλου –φυσικά του
αντιπάλου.
»–Τι εννοείτε μιλώντας για το “μπόι του ανθρώπου”;
»Εννοώ αυτό ακριβώς που λένε οι
λέξεις “μπόι” και “άνθρωπος”. Και η λέξη “άνθρωπος” δεν είναι μόνο ένα
οντολογικό σημαίνον. Αθροίζει, ως σημαινόμενο, ιστορικές κατακτήσεις,
προαιώνιες και σύγχρονες ηθικές κατηγορίες, κάτι που θα έλεγα πως εκφράζεται με
τον αυτοσεβασμό του ζωικού και του κοινωνικού μας είναι. Και το ανάστημα, για
να χρησιμοποιήσουμε αυτήν την ωραία αρχαιοελληνική λέξη, εκφράζει την όσο και
πιο πάνω, την όσο και πληρέστερη σημασία αυτού του σεβασμού. Έτσι νομίζω ότι
μπαίνουμε σε μια εποχή όπου το μπόι του ανθρώπου συνεχώς δοκιμάζεται ή
ακυρώνεται.»
Ο Στέφανος Στεφάνου, στην
αυτοβιογραφία του, όπου αυτοχαρακτηρίζεται, στον τίτλο κιόλας: Ένας απ’ τους πολλούς της ελληνικής
Αριστεράς: όχι από σεμνότητα, δήλωνε επίμονα, αλλά επειδή «τότε ήμασταν
πολλοί, κι ήμουν ένας απ’ τους πολλούς».
Είναι σωστό αυτό που λέει ο
Στέφανος: ήταν τότε πολλοί· κι άλλο τόσο σωστό πως ο ίδιος ήταν απ’ τους
λίγους, τους πολύ λίγους.
η τιμή…
«Έφυγε σε ηλικία 90 ετών…» πιάνει
τ’ αφτί μου στο βραδινό δελτίο ειδήσεων της ΕΡΤ1, και στήνομαι να
παρακολουθήσω, σχεδόν μην πιστεύοντας πως θα μιλούσαν για τον Στέφανο Στεφάνου,
που είχε φύγει μία μέρα πριν, ανήμερα Πρωτοχρονιά. Ναι, ήταν για τον Στέφανο: η
κατάπληξη έγινε συγκίνηση, είπα να τηλεφωνήσω στον Παντελή, αλλά ώσπου να πάρω,
σκέφτηκα, θα τελειώσει. Έμεινα έτσι ν’ ακούω, και όχι, δεν τελείωνε: παλιοί του
συναγωνιστές, συνεξόριστοι κ.ά., ο Αριστείδης Μανωλάκος, ο Νίκος Κιάος, ο
Θανάσης Καλαφάτης, ο Κωστής Γιούργος, δεν τους συγκράτησα όλους, με λίγα αλλά
ουσιαστικά λόγια σκιαγράφησαν το πορτρέτο του Στέφανου Στεφάνου, της ίδιας της
ιστορίας της Αριστεράς. Τηλεφώνησα αμέσως μετά στον Παντελή: «Ε λοιπόν, έχουμε
κυβέρνηση της Αριστεράς», του είπα, μισοαστεία μα εντέλει σοβαρά· «με ποια άλλη
κυβέρνηση θα είχε γίνει τέτοιο αφιέρωμα;»
Αυτήν εξάλλου την κυβέρνηση είχε
στηρίξει ο νεκρός φίλος, παλιός κομμουνιστής που ακολούθησε έπειτα σ’ όλη της
τη διαδρομή την ανανεωτική Αριστερά, μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ, στην ομάδα του
«Χάους», με συνοδοιπόρους, από κοινούς και από καιρό φευγάτους φίλους, τον Δήμο
Μαυρομμάτη και τον Αντώνη Καρκαγιάννη, στο ΚΚΕ Εσωτερικού, στον Συνασπισμό,
στον Σύριζα, πάντοτε κριτικός αλλά και πάντα ενεργός.
Είχε συγκεκριμένη ταυτότητα λοιπόν ο Στέφανος Στεφάνου, δεν ήταν γενικά
και αόριστα αριστερός, ταυτότητα για την οποία λίγο έλειψε να αφήσει τη ζωή του
στις φυλακές και στα ξερονήσια, κι έτσι πιστεύω θα τη διεκδικούσε και τώρα.
Κι η παράταξη την οποία στήριξε,
αυτή τον τίμησε, με την παρουσία του πρωθυπουργού και τριών υπουργών, του
Αριστείδη Μπαλτά, του Νίκου Φίλη και του Πάνου Σκουρλέτη στην κηδεία του.
Κανένας άλλος πολιτικός χώρος δεν εκπροσωπήθηκε –και δεν αναφέρομαι φυσικά στον
κόσμο, τον πολύ κόσμο που ήρθε να τιμήσει τον άνθρωπο και φίλο. Δεν ενώθηκαν
λ.χ. όλες οι τάσεις της Αριστεράς πάνω απ’ το φέρετρό του, όπως θα ήθελε μια κοινότοπη
ρητορική: μόνο ο Σύριζα ήταν επίσημα παρών –δείγμα της μικροπρέπειας και της
μισαλλοδοξίας του νέου μας διχασμού.
…και η μικρότητα
Κι όμως, βγήκε να χαιρετίσει τον
νεκρό ο Μανώλης Γλέζος, ήμουν απέναντί του στη μικροσκοπική εκκλησία, άρχισε
κάπως ποιητικά και συγκινητικά (δεν ήξερα τότε πως ήταν όλο ποίημα δικό του),
ώσπου κατέληξε: «Έστειλε στην κηδεία σου στεφάνια η εξουσία / ν’ απαλύνει τη
ντροπή της για το ρεζιλίκι της / μα δεν υπάρχει συγγνώμη να σβήσει την υποταγή».
Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι: δεν στέκουν σε κηδεία τέτοια λόγια, και
οπωσδήποτε απέναντι στον συγκεκριμένο νεκρό!
«Μ’ όλο τον σεβασμό» του είπα
έπειτα στον καφέ, «το βρίσκω μικροπρεπές και ασεβές αυτό που είπατε, αφού το
ξέρετε ότι αυτή την “εξουσία” στήριζε ο νεκρός»· «Είχε όμως απογοητευτεί» είπε
με μένος μια κυρία δίπλα του. «Κι εμείς έχουμε απογοητευτεί, εδώ όμως είν’ άλλο»
είπα. «Τον ήξερα καλά τον Στέφανο» μίλησε τώρα, ήρεμα έως απαθώς ο Γλέζος, «νομίζω
πως το ποίημά μου τον εκφράζει απολύτως· αυτή είναι η γνώμη μου».
Τη δική μου την είχα πει· έφυγα, με
την πίστη πως το χρωστούσα στον νεκρό.
Στον Στέφανο που, 75 χρόνια
ανησύχαστος, αν μετρήσω από τη στράτευσή του, στα δεκαπέντε του, έφυγε ήσυχος,
ο σοφός.
ΥΓ. Τα όσα αχαρακτήριστα διάβασα
στο ίντερνετ για ανάλογο σημείωμα εδώ του Νίκου Κιάου πιστεύω πως
αυτοσχολιάζονται επαρκώς.