17/7/16

Στο καλό, Δ. Ν. Μαρωνίτη!

(Εφημερίδα των συντακτών 16 Ιουλ. 2016)


Τον Μαρωνίτη τον διάλεξα δάσκαλό μου, ερήμην του, πολύ θα ’θελα να πιστέψω πως όχι άθελά του, κι έχει νομίζω κάποια σημασία αυτό που διαλέγει κανείς παρά αυτό που απλώς του κληρώνει, π.χ. στο σχολείο ή στο πανεπιστήμιο: σημασία έχει δηλαδή πού θ’ ακουμπήσεις, τι θα διαλέξεις, όπως διαλέγεις γενικότερα στη ζωή σου, τους συγγραφείς που σου μαθαίνουν τα μεγάλα και σημαντικά, τους συνθέτες που σου ανοίγουν τον κόσμο κ.ο.κ.

Έτσι διάλεξα κι εγώ, σε πολύ νεαρή ηλικία, δάσκαλο τον Μαρωνίτη, και δεν μπορώ να μην πω ότι κάπως ξιπάζομαι γι’ αυτό, γι’ αυτή μου την εκλογή, ή γι’ αυτή μου την τύχη· τον γνώρισα τέλη του ’71 ή αρχές του ’72, στα γραφεία μιας εγκυκλοπαίδειας που δεν εκδόθηκε τελικά κι όπου, χάρη στο σθένος του διευθυντή Κώστα Τριανταφυλλίδη, είχε συγκεντρωθεί ο ανθός της διανόησης και της επιστήμης, αλλά κατά πρώτο λόγο της αντίστασης: εκεί έβρισκαν φιλόξενη στέγη όσοι είχαν χάσει τη δουλειά τους απ’ τη χούντα, κυρίως όσοι βγαίναν από φυλακές και εξορίες –από τον επιστημονικό συνεργάτη ώς τον κλητήρα ή τον λογιστή.

Εγώ δεν ανήκα σε καμία από αυτές τις κατηγορίες, και στα 18 μου βρέθηκα ξαφνικά σ’ έναν εκθαμβωτικό, πραγματικά μαγικό κόσμο.

Εκεί μπήκα μια μέρα στο γραφείο όπου είχε εγκατασταθεί, δεν θυμάμαι με ποιον μαζί, ο Μαρωνίτης, καινούριος στην εγκυκλοπαίδεια, αμέσως μετά την αποφυλάκισή του, θρυλική ήδη μορφή, από τις πρώτες του κιόλας επιφυλλίδες, από τον Ηρόδοτό του και τον Φόβο της Ελευθερίας, από το τελευταίο του μάθημα στο πανεπιστήμιο προτού τον απολύσει η χούντα, τέλος από τη φυλάκισή του, μπήκα λοιπόν, μ’ όλο το θράσος της ηλικίας –αλλά με την κατάσταση της τωρινής ηλικίας ξεχνώ πώς του μίλησα και τι του είπα. Έτσι ξεκίνησε μια γνωριμία που πέρασε από σαράντα κύματα, μέσα εκεί όπου σ’ έριχνε ο Μαρωνίτης, και με τα δυο του χέρια. Το πώς περιέσωζες τη σχέση σου, αν την περιέσωζες καν, δεν έχει σημασία.

Τώρα απλώς μετράω τον χρόνο, καθώς καλπάζω κι εγώ μέσα στην τρίτη ηλικία, κι εδώ σταματώ, αφού πω ότι οι πρώτες τρεις παράγραφοί μου είναι μεταφερμένες σχεδόν αυτούσιες από ομιλία μου για τον Μαρωνίτη, όταν γιορτάσαμε τα ογδοντάχρονά του στη Ρόδο το 2009: «Δ. Ν. Μαρωνίτης: Ένας δάσκαλος τα χρόνια της δικτατορίας» ήταν ο τίτλος της, τη δημοσίευσα έπειτα σε δύο συνέχειες στα Νέα, μπήκε και σ’ έναν τιμητικό τόμο, άλλο δεν έχω να προσθέσω κι ούτε έχει ίσως νόημα.

Να τον αποχαιρετήσω ήθελα μόνο, με λόγια πια άλλων, που δεν χωράνε δυστυχώς εδώ, πρώτα πρώτα με του φευγάτου χρόνια τώρα Τάσου Χριστίδη, του μαθητή ον ηγάπα, ένα σύντομο, αστραφτερό κείμενο, δημοσιευμένο στο Γλώσσα, πολιτική, πολιτισμός (1999), με το οποίο και είχα κλείσει τη δική μου ομιλία στη Ρόδο· έπειτα μ’ ένα επίσης σύντομο κείμενο, που όμως πιο πλήρες και ευθύβολο δε γίνεται, φρέσκο αυτό, του Παντελή Μπουκάλα, στην Καθημερινή 13/7 («Ο δάσκαλος Δ. Ν. Μαρωνίτης»).

Εδώ, ο καλύτερος, νομίζω, αποχαιρετισμός, ένα ποίημα της Ανθής ην ηγάπα, και που όχι απλώς θαύμαζε αλλά και ζήλευε την ποίησή της· ένα άτιτλο ποίημα, αφιερωμένο όμως «του Τάσου», του Χριστίδη δηλαδή, πιο ευτυχής παρότι μακάβρια συνάντηση δε γινόταν, ιδιαίτερα καθώς το ποίημα ταιριάζει εκπληκτικά, μεταφυσικά θα έλεγα πια, και στον Μαρωνίτη (Το ακόντιο, 2006):

Τώρα ποτέ πια τόπος

Βουναλάκι από σπόρους
καρποί καθαρισμένοι
άχνη σαν χιόνι
Αυτό δεν είσαι εσύ

Σώμα σταθερό αεικίνητο
τσιγάρο νευρικό άπληστοι καφέδες
Ανάμεσα στα φρύδια νοητή γραμμή:
το γέλιο ο λόγος

Από τη γλώσσα, ένας κόσμος
Αυτός είναι τόπος
ο τόπος σου για μας· εσύ;

Δεν υπολόγισες την ύπουλη μεταφορά
άγρια επίθετα τρόπους της γλώσσας φονικούς
Λόγος προφητικός, δεν ήταν για παρηγοριά
αλλού έδειχνε αιτίες και απειλές
Ασύνετη λαλιά, εκδικητική
ξεκούρδισε πρόωρα το ρυθμό
Αυτός δεν είναι χρόνος

Να πεθαίνεις την ηθελημένη στιγμή
Αυτός είναι

Πρόλαβες, άραγε, να κοιτάξεις πίσω;
Γιατί μπρος, μετά,
τα επιρρήματα τώρα δεν ωφελούν
Μάταιη η έλξη των αναμνήσεων

Στο καλό, Μίμη!

buzz it!