3/7/16

Επανάληψις, μήτηρ πάσης ανίας μεν, αλλά…

(Εφημερίδα των συντακτών 2 Ιουλ. 2016)




Τύφλα να ’χει η διαχρονία της γλώσσας μπροστά στη διαχρονία της συζήτησης για τη γλώσσα. Και όταν λέμε συζήτηση, εννοούμε κυρίως διαγνώσεις για την παρακμή, τη φθορά, και συνεπώς τον επικείμενο θάνατο της γλώσσας. Έργα ολόκληρα, από τους αρχαίους ακόμα χρόνους, συνεχής, πλουσιότατη αρθρογραφία και επιστολογραφία, με την πληθωρική έπειτα συνδρομή της τηλεόρασης και τώρα του διαδικτύου, παντού, από παντού, ο ίδιος θρηνητικός λόγος. Και τίποτα δεν μας δίδαξε αυτή η αέναη ανακύκλωση των ίδιων διαγνώσεων περί φθοράς, πως αν λόγου χάρη η γλώσσα φθείρεται αδιαλείπτως, επί χιλιετίες ουσιαστικά, σε ποια γλώσσα εκφράζονται αυτές ακριβώς οι ιερεμιάδες, ή αλλιώς σε ποια γλώσσα μεγαλούργησαν ο Ρωμανός, ο Σολωμός, ο Σεφέρης, ο Ελύτης.

Εντέλει, οποιαδήποτε στιγμή κι αν γράψεις οτιδήποτε για τη γλώσσα είναι σχεδόν μαθηματικά βέβαιο ότι τουλάχιστον ένας αρθρογράφος, επιστολογράφος κτλ. θα θεωρήσει πως απαντάς σ’ αυτόν προσωπικά, επειδή, απλούστατα, πριν από λίγες μέρες έγραψε κάτι σχετικό –άσε αυτόν που γράφει την ίδια ακριβώς στιγμή μ’ εσένα αυτό στο οποίο εσύ θα μοιάζει ν’ απαντάς προδρομικά κ.ο.κ.

Για τα αρχαία ο λόγος τελευταία, είπα θ’ αντισταθώ, όσο μπορώ· ξέρω, δεν θα γλιτώσω, απλώς σπρώχνω όσο πιο μακριά γίνεται το πικρό ποτήρι. Στο μεταξύ, λέω μπας και γλιτώναμε από μερικές έστω σταγόνες –τι σταγόνες, σωστούς ποταμούς, που κάθε τόσο κατακλύζουν τα πάντα, τώρα εμφανίζονται δορυφορικά στο κυρίως θέμα, των αρχαίων.

Ένα, η καθιέρωση του μονοτονικού, το οποίο προξενεί μύρια όσα δεινά, έως και δυσλεξία, λένε τάχα ειδικές μελέτες τάχα ειδικών. Περί τού τάχα λοιπόν ο λόγος, έστω για μυριοστή φορά. Το πολυτονικό λοιπόν, όπως ομοφωνούν όλοι οι ειδικοί επιστήμονες (ακόμα και ο Μπαμπινιώτης), δεν στέκει στα νέα ελληνικά. Τελεία και παύλα –αν και εφόσον μας ενδιαφέρει τελικά η επιστήμη, αν όχι απλώς και μόνο η ιστορία.

Από κει και πέρα, είναι απολύτως κατανοητοί οι συναισθηματικοί ή όποιοι άλλοι δεσμοί με το πολυτονικό. Μπορεί δηλαδή κάλλιστα να αρέσει το πολυτονικό, να αναγνωρίζει κάποιος σ’ αυτό την παράδοσή του, παράδοση αιώνων, κακά τα ψέματα, και όχι στην αρχαία γραφή, την άτονη και απνευμάτιστη (ακόμα κι αν μοιάζει ανακόλουθο αυτό με τις γενικότερες ιδεογλωσσικές πεποιθήσεις του). Ο ίδιος άλλωστε ο Μπαμπινιώτης, μια και τον αναφέραμε, ανεξάρτητα από την επιστημονική του θέση, δέχεται π.χ. αισθητικούς λόγους για τη χρήση του πολυτονικού, και τα «προσωπικά» του βιβλία, μελέτες που δεν απευθύνονται ιδίως στη σχολική αγορά (όπως τα λεξικά του), τα τυπώνει σε πολυτονικό.

Ας χρησιμοποιεί λοιπόν ο καθένας το όποιο πολυτονικό του, με ή χωρίς βαρείες κτλ., της δημοτικής ή κατευθείαν της αρχαΐζουσας, με περισπωμένη π.χ. στη λ. γλώσσα, ή στον μύθο («επί του μύθου σύνθεσις» προσδιοριζόταν λογιοπρεπέστατα κάποια θεατρική παράσταση εσχάτως, με μια μεγαλοπρεπή περισπωμένη στη γενική «του μύθου»!), για όποιον λόγο κρίνει ο καθένας, με όποια κριτήρια νομίζει, όχι όμως, όχι πάντως, επιστημονικά. Γιατί «επιστημονικά» κριτήρια για την ισχύ του πολυτονικού, και συναφώς των μακρών-βραχέων κτλ., εκπορεύονται μόνο από παραεπιστημονικά κέντρα και «σχολές».

Άλλο στερεότυπο που συνδέεται με τον εξοβελισμό του πολυτονικού είναι το πλήγμα στην ιστορική ορθογραφία. Η οποία δέχεται, υποτίθεται, γενικότερα επεμβάσεις: για «φρενήρεις όσο και ωμές επεμβάσεις στην ιστορική ορθογραφία των ελληνικών λέξεων» διάβασα τελευταία εδώ, επεμβάσεις λοιπόν που δρομολογούν, υποτίθεται, την πλήρη κατάργηση της ιστορικής ορθογραφίας.

Ούτε φρενήρεις ούτε ωμές, ούτε καν επεμβάσεις, για την ακρίβεια. Εβδομήντα τόσα χρόνια από τη Μεγάλη Γραμματική του Μανόλη Τριανταφυλλίδη, όπου συστηματοποιούνται ορισμένες αλλαγές, π.χ. η απλογράφηση λέξεων ξενικής καταγωγής, όπως πίτα, τρένο, στιλ κτλ., μαζί μ’ έναν (περιορισμένο) εξορθολογισμό της ορθογραφίας, όπως πάντα γινόταν και γίνεται μέσα στους αιώνες, δεν μπορεί να μιλήσει κανείς ουσιαστικά για επεμβάσεις: ούτε τα διαφορετικά [i] πειράχτηκαν ποτέ ούτε τα διαφορετικά [ο], ούτε η θάλασσα έχασε τα δυο της σίγμα ούτε το εναλλάσσω τα δυο του λάμδα και τα δυο του σίγμα ούτε ο άρρωστος τα δυο του ρο ούτε ο παππούς τα δυο του πι. Αλλά, όπως είναι φυσικό, δεν γράφουμε «ο δράκως» (από το δράκων), «’υρίσκω» (από το ευρίσκω), «Βασίλεις» (από το Βασίλειος) κ.ά. Ή μήπως δεν το βρίσκουμε πια «φυσικό»;

Κοιτάζω στα χαρτιά μου, μόλις τέσσερις μήνες πάνε που τα ξανάγραφα όλα αυτά, για πολλοστή και τότε φορά. Σαν χτες μού φαίνεται! Και το χειρότερο είναι πως αύριο-μεθαύριο πάλι τα ίδια θα ξαναγράφω –κι άντε μετά να δικαιολογήσω και την αμοιβή μου στην εφημερίδα… Το χειροτερότερο; Θα ’πρεπε να τα γράφω, κάποιος εν πάση περιπτώσει να τα γράφει, πιο συχνά ακόμα. Ακολουθώντας, όσο άχαρο και ψυχοφθόρο κι αν είναι, τον ρυθμό των άλλων. Άχαρο, αλλά μακάρι όχι τελείως άσκοπο!

buzz it!