Κάποτε έχει κόκαλα η γλώσσα (α΄)
(Εφημερίδα των συντακτών 22 Οκτ. 2016)
Στο τακτικό δρομολόγιο για την
εκκλησία, στην πλατεία αριστερά, ήταν μια μάντρα οικοδομών: ένα μεγάλο οικόπεδο
με το σπίτι στη μέση και διάφορα υλικά μπροστά, ασβέστης, αμμοχάλικο, τούβλα,
σε ακανόνιστους σωρούς, κι ένα παλιό φορτηγό απέξω: «μάντρα οικοδομών», πώς να
χωρέσει αυτό στο παιδικό μυαλό, τι σχέση είχε δηλαδή όλο αυτό το σύνολο με τη
μόνη μάντρα που ήξερα, τη μάντρα του σπιτιού μας;
Αλλά το σωστό βασανιστήριο ήρθε
λίγο αργότερα, όταν άρχισα να πηγαίνω σχολείο, στο σχολείο δίπλα απ’ την
εκκλησία, περνώντας δηλαδή και πάλι, και τώρα καθημερινά, μπροστά απ’ τη
«μάντρα οικοδομών». Πριν αρχίσω το σχολείο, ήξερα, φυσικά, κάποιο σχετικό
λεξιλόγιο: δασκάλα, βιβλία, τετράδια, τάξεις: τάξεις τα δωμάτια που τα λέγανε αίθουσες, αλλά και τάξεις η Α΄ τάξις, η Β΄, η Γ΄ κτλ., άλλο μικροπαράδοξο κι αυτό! Στο
σχολείο πια έμαθα κι άλλες σχετικές λέξεις, και από τις πρώτες ήταν η έδρα, το τραπέζι-γραφείο όπου καθόταν η κυρία
Φραγκίσκη με τη μακριά βέργα της, που ποτέ δεν έμεινε ανενεργή στα χέρια της.
Κι αφού άρχισα να διαβάζω, συλλάβισα κάποια μέρα κι αυτά που έγραφε το
φορτηγό της μάντρας στο πλάι του, μέσα σ’ ένα παραλληλόγραμμο: ΕΔΡΑ ΑΘΗΝΑΙ. Μη
χειρότερα, άκου «έδρα», «έδρα Αθήναι», ό,τι είχα μάθει την έδρα της κυρίας
Φραγκίσκης, δηλαδή το ήδη γνωστό μου τραπέζι ή γραφείο, που έπρεπε να το μάθω
τώρα και να το λέω έδρα! Ρωτούσα τα μεγαλύτερα παιδιά, κανένα δεν
ήξερε να μου πει· «νά», μου δείχναν το παραλληλόγραμμο, «αυτό είναι η έδρα, σαν
την έδρα της δασκάλας» –με κορόιδευαν ή όχι, δεν καταλάβαινα, πάντως με
μπέρδευαν περισσότερο.
Ότι έτσι γίνεται με τις λέξεις το κατάλαβα πολύ αργότερα, μάλλον το
πήρα απόφαση, όσο πλήθαιναν τέτοιες περιπτώσεις, λέξεις που μοιάζει να
κοντράρουν άλλες, και λέξεις που δεν τις καταλαβαίνουμε άμεσα, δεν έχουν κάποια
προφανή λογική, τις μαθαίνουμε όμως όπως μας τις λένε, τις ακούμε ή τις
διαβάζουμε –αυτό είν’ όλο. Αυτό που γίνεται σ’ όλες τις γλώσσες του κόσμου, μ’
όλα τα παιδιά του κόσμου, που και βέβαια είναι πλήρεις κάτοχοι της γλώσσας τους
(της δομής δηλαδή, γιατί αυτό είναι κυρίως, κυριότατα, η γλώσσα) όταν φτάνουν
να πάνε σχολείο, την καλλιεργούν όμως από κει και πέρα, εμπλουτίζουν το
λεξιλόγιό τους κτλ.
Και όταν λέμε «εμπλουτίζουν», μαθαίνουν, μαθαίνουμε συνέχεια λέξεις,
από διάφορα γνωστικά πεδία και επιστήμες, και τις ενσωματώνουμε στον λόγο μας,
ανάλογα με τις ανάγκες του ο καθένας· πάντως, παραλαμβάνουμε λέξεις «έτοιμες»,
χωρίς να ξέρουμε την ιστορία τους, την προέλευση ή την ετυμολογία τους –που
πολλές φορές απλούστατα δεν υπάρχει, δηλαδή δεν είναι διακριβωμένη ούτε για
τους ειδικούς επιστήμονες. Χρησιμοποιούμε έτσι όλοι όλων των κοινωνικών τάξεων
τη λέξη άνθρωπος χωρίς να ξέρουμε, ουσιαστικά: χωρίς να
χρειάζεται να ξέρουμε πως είναι «αβέβαιου ή άγνωστου ετύμου» –και μένουν να βαυκαλίζονται
όσοι πιστεύουν την περίφημη παρετυμολογία της, πως τάχα είναι ο άνω θρώσκων, αυτός που κοιτάζει ψηλά, «γνώση» πάντως που σε τίποτα δεν άλλαξε τη
χρήση που έκαναν και πριν μάθουν την παρετυμολογία, σε τίποτα δεν άλλαξε δηλαδή
τη γλώσσα τους. Το ίδιο χρησιμοποιούμε όλοι τη λέξη θάλασσα, τη βλέπουμε τη
θάλασσα, κολυμπούμε, ταξιδεύουμε σ’ αυτήν, πάλι χωρίς να ξέρουμε ότι κι αυτή
είναι άγνωστης ετυμολογίας. Ούτε η αραβική καταγωγή της λ. γάιδαρος ή η παρετυμολόγησή της από το αεί δέρω διαμορφώνει
αναλόγως τη σχέση του χωρικού με το γαϊδουράκι του. Ούτε το ότι η αρχαία λέξη παράδεισος είναι περσική, ακόμα κι αν δεν το πιστεύει κανείς, αλλάζει την πίστη του
στον παράδεισο και την προσδοκία του να πάει πεθαίνοντας σ’ αυτόν.
Άλλο η γνώση της γλώσσας, δηλαδή, γνώση ενδιάθετη στον φυσικό ομιλητή, κι
άλλο η γνώση για τη γλώσσα· άλλο
μαθαίνω, καλλιεργώ κτλ. τη γλώσσα, κι άλλο μαθαίνω για
τη γλώσσα –γνώση οπωσδήποτε γοητευτική, συναρπαστική ιδίως όσον αφορά την
ετυμολογία, που όμως δεν επηρεάζει την ίδια τη γλώσσα, και προπαντός τη χρήση
της.
Με λέξεις λοιπόν γνωστής ή άγνωστης ετυμολογίας, άσχετο, πάντως
άγνωστης σχεδόν στο σύνολο των χρηστών μιας γλώσσας, επικοινωνούμε ανεμπόδιστα
σε όλα τα επίπεδα, ικανοποιούμε όλες τις εκφραστικές ανάγκες μας. Όταν όμως
μάθουμε τη λέξη λ.χ. γάτα, τι είναι γάτα, και μάθουμε και τη λέξη μαύρος-η-ο, είναι μοιραίο με τη σύναψη μαύρη
γάτα να καταλαβαίνουμε πως μια
γάτα είναι μαύρη, και όχι άσπρη, ή, σε άλλο επίπεδο, φουντωτή, χαδιάρα κ.ο.κ. Σ’
αυτό πια το σημείο αναζητούμε αναπόφευκτα, απαιτούμε, κάποια λογική διαφάνεια,
ή σκέτα λογική, για την οποία έλεγα την περασμένη φορά, αναφερόμενος σε όρους
όπως κοινωνικός αυτοματισμός, βιώσιμο χρέος κτλ.