Καλαισθησία και ακαλαισθησία στην πολιτική - Εκκλησιαστικά γλωσσικά ρετάλια
(Εφημερίδα των συντακτών 8 Οκτ. 2016, εδώ με μικροπροσθήκες)
Καλαισθησία και ακαλαισθησία στην πολιτική
Μόδιστροι και μοδίστρες και
αμπιγιέρ και αμπιγιέζ, ή ενδυτές και ενδύτριες, όπως λογιοτατίζει λ.χ. το
Εθνικό Θέατρο στα προγράμματά του, κομμωτές και κομμώτριες και γενικώς στιλίστες
βλέπουν τα τελευταία χρόνια να τους τρώνε το ψωμί διάφοροι δημοσιολόγοι, όχι
από τίποτα λαϊφσταϊλάτα έντυπα, αλλά από αριστοκράτισσες Καθημερινές και ευγενή Συγκροτήματα, χώρια τα πολιτικά κόμματα. Πρετεντέρης,
Θεοδωρόπουλος, Κασιμάτης, Πάγκαλος, Άδωνης και λοιποί υποκατέστησαν την πολιτική
κριτική με μια ξινή (και ξινισμένη, φυσικά) αισθητική, ενδυματολογική κτλ.
–μαζί και με μια ψυχανάλυση πρωινάδικου.
Έτσι, μέτρο της πολιτικής του
ΣΥΡΙΖΑ έγινε η μη γραβάτα του Τσίπρα και άλλων κυβερνητικών, το σακίδιο του «λέτσου»
Τσακαλώτου, το σαν περούκα μαλλί του Κατρούγκαλου, το σβησμένο βλέμμα και τα
μονίμως κόκκινα μάτια του Δρίτσα με την πάντα τρεμάμενη φωνή, που από ένα
σημείο κι έπειτα αρχίζει και μασάει τα λόγια του, αλλά τι να σου κάνει, που
είναι παντρεμένος με την κυρία Τασία, την οποία είναι έτσι υποχρεωμένος να
βλέπει κάθε μέρα (τ’ ορκίζομαι, γραμμένα όλα αυτά, μέχρι κεραίας), το σκοτεινό
ύφος του Μπαλτά και η βαθιά κατάθλιψη του βλέμματός του, ή η κοιλιά του επίσης
λέτσου Φίλη (προ Αμβροσίου αυτά).
Ώσπου η αισθητική ξέφυγε τώρα από
την όψη και πέρασε στην όντως πολιτική. Όπου «ερμηνεύει» δηλαδή πολιτικές
πράξεις με αναγωγή στην αισθητική. Η «“επιχείρηση” Καλογρίτσα» και η στρατηγική
του ΣΥΡΙΖΑ για «μόνιμη ιδιοποίηση της εξουσίας» κρίνεται από την «αισθητική
ποιότητά» της, που «δεν είναι διαφορετική από εκείνη των υπόλοιπων ενεργειών
που συνθέτουν αυτή την απόπειρα, δηλαδή από τη γενική αισθητική του ΣΥΡΙΖΑ, που
είναι η συνισταμένη της αισθητικής των μελών του, κυβερνητικών και μη»: Έτσι
θέτει το πλαίσιο στο οποίο εξετάζει «Τα τέσσερα ρεκόρ του ΣΥΡΙΖΑ» ο
πανεπιστημιακός καθηγητής Νάσος Βαγενάς (Το
Βήμα 2/10).
Το θέμα προφανώς δεν είναι η όποια
και οσοδήποτε σκληρή κριτική στον ΣΥΡΙΖΑ και τα κατά τον κ. καθηγητή ρεκόρ του,
άλλα πανευρωπαϊκά, άλλα παγκόσμια, όπως τα βαθμολογεί, από την «ταχύτητα της
περίφημης κυβίστησης» και το μέγεθός της κτλ., όσο η αυτοακύρωση της κριτικής
απ’ τη στιγμή που εμπρόθετα μετακομίζει από την πολιτική στην αισθητική: «το
αισθητικό» επιμένει ο ίδιος πως είναι το θέμα του (η «έκφραση της αισθητικής», «οι
ακαλαίσθητοι κανόνες του διαγωνισμού για τις τηλεοπτικές άδειες» κ.ά.), που
φτάνει «στην κορυφαία –υψηλότερη από κάθε άλλη ελληνική και ευρωπαϊκή– επίδοση
κυβερνητικής ακαλαισθησίας»: ήτοι η σύμπραξη με τους ΑΝΕΛ, οι διορισμοί
ημετέρων, οι επεμβάσεις στη δικαιοσύνη κ.ά.
Αυτού του είδους η κριτική κορυφώνεται
με μια κρίσιμη καταγγελία για «το άκρως ακαλαίσθητο των σχέσεων του ΣΥΡΙΖΑ με
το παρακράτος»: όπου μια ολέθρια, όπως καταγγέλλεται, πολιτική κρίνεται με βάση
την (α)καλαισθησία της! Το ότι παλιά οι παρακρατικές οργανώσεις όπως η
«Καρφίτσα» ήταν μυστικές ενώ σήμερα «φανερές και διάσημες»: οι «ποικιλώνυμες
ομάδες κρούσης του κράτους των Εξαρχείων». «Των οποίων ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο
καλλιεργεί τα φυτώρια αλλά […] σκέπει και τα άνθη». Και πού βασίζεται η
καταγγελία; Στην καταγγελία της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Αστυνομικών Υπαλλήλων.
Φοβάμαι, διόλου καλαίσθητη πολιτική
κριτική, μπορεί όμως πανελλαδικό και πανευρωπαϊκό και διεθνές, ίσως, ρεκόρ.
Εκκλησιαστικά γλωσσικά ρετάλια
Εκδημίες,
κοιμήσεις, μακαριστοί στολίζουν όλο και πιο συχνά τον λόγο μας. Ό,τι γυαλίζει,
μαζί με τα χρυσά άμφια των ιεραρχών (ψεύτικα, τάχα, πλαστικά, μας διαβεβαίωσε κάποιος
άγιος), το υιοθετούμε ασμένως. Ο κυρός
μάς διέφυγε για την ώρα, πάλι για νεκρό ιεράρχη, ή το ανεκδιήγητο κύριος κύριος: π.χ. «η Αυτού Θειοτάτη
Παναγιότης, ο Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης και Οικουμενικός
Πατριάρχης κύριος κύριος Βαρθολομαίος», ακόμα και πιο σκέτα: «ο Οικουμενικός
Πατριάρχης κύριος κύριος Βαρθολομαίος», όπου μετά τον πολλά σημαίνοντα τίτλο
πλεονάζει και το σκέτο και κατά πολύ υποδεέστερο κύριος.
Και καλά η καμπανιστά λόγια εκδημία, ή η κοίμηση, σαν άλλος ένας ευφημισμός («κοιμήθηκε ο τάδε»!), αλλά ο μακαριστός; «Επιστρέφουμε στην εποχή του
μακαριστού Χριστόδουλου» διαβάζουμε τώρα με τα καμώματα της ιεραρχίας για το
μάθημα των θρησκευτικών, κάτι που μάλλον δεν πάψαμε να το διαβάζουμε, ακριβώς
από τον θάνατο του Χριστόδουλου και έπειτα, ακόμα και από ρητά αντίθετους στον
ίδιο και την πολιτεία του.
Μακαριστός ο Χριστόδουλος; Για τους
πιστούς του, αυστηρά και μόνο. Γιατί
τι είναι ο μακαριστός; Ο μακαρίτης
που λέμε, για τους πολύ οικείους μας, αυστηρά
και μόνο: η μακαρίτισσα η μάνα μου, ο μακαρίτης ο θειος μου κτλ., ο συχωρεμένος και η συχωρεμένη αλλιώς. Ούτε καν ο αείμνηστος,
ο αλησμόνητος κτλ., που ανήκουν σε
επισημότερο, αλλά πάλι προσωπικά χρωματισμένο, λόγο: η αείμνηστη ή η αλησμόνητη
Μελίνα Μερκούρη. Γιατί σε ουδέτερο κείμενο, δημοσιογραφικό, δοκιμιακό, ιστορικό
κτλ., δεν αναφερόμαστε στον αείμνηστο Ελευθέριο Βενιζέλο ή Ανδρέα Παπανδρέου,
τον αλησμόνητο Ουίνστον Τσόρτσιλ ή την αλησμόνητη Μαντάμ Κιουρί. Πόσο μάλλον σε
μακαρίτη, άρα και μακαριστό.
Όσο για τον εν λόγω, θου Κύριε Κύριε.