Κωφάλαλος, κωφός ή κουφός, την κουφή βδομάδα
(Εφημερίδα
των συντακτών 31 Μαρτ. 2018)
Η ίαση του κωφάλαλου από τον Ιησού (δυστυχώς, δεν μπόρεσα να ταυτίσω τον ζωγράφο) |
Σχεδόν κωμική σύμπτωση, που τη συνειδητοποίησα τελευταία
στιγμή, ότι το κομμάτι αυτό γράφεται και δημοσιεύεται μέσα στην «κουφή βδομάδα»
–σύμπτωση κουφή, με την αργκοτική χρήση της λέξης.
Κουφή (ή και βουβή, πάντως ποτέ κωφή) ονομάζεται, ως
γνωστόν, η έκτη και τελευταία βδομάδα της Σαρακοστής, μια βδομάδα περίπου
οικονομίας, ανάπαυλας, έπειτα από τις βδομάδες με τους Χαιρετισμούς, που
κορυφώνονται την πέμπτη βδομάδα, μαζί και με τον Μεγάλο Κανόνα, και πριν από τη
Μεγάλη Εβδομάδα, που είναι γεμάτη υποβλητικές ακολουθίες, διπλές και τριπλές
κάθε μέρα.
Αφορμή για το θέμα μου, μια «διένεξη» του Κώστα Ζουράρι
με την Ομοσπονδία Κωφών Ελλάδος. Ότι ο Ζουράρις είναι από τους τελευταίους που
θα ’θελα ποτέ να υπερασπίσω είναι, πιστεύω, γνωστό τοις πάσι. Όμως το
μικροεπεισόδιο αυτό σχετίζεται με ένα θέμα γλωσσικό και μαζί, όπως πάντα,
κοινωνικό.
Η ιστορία είναι πως ο Ζουράρις, για να δικαιολογήσει την
εισβολή τού (κουμπουροφόρου) Ιβάν Σαββίδη στο γήπεδο, είπε πως ο πρόεδρος της
καρδιάς του δεν μιλάει καθόλου ελληνικά, «ουσιαστικά λειτουργεί ως κωφάλαλος»,
δεν καταλάβαινε λοιπόν τι γινόταν, και μπούκαρε. Και ήρθε οργισμένη η αντίδραση
της Ομοσπονδίας Κωφών Ελλάδος (ΟΚΕ), που δημοσιεύτηκε με τα ακόμα πιο οργισμένα
σχόλια πολλών μίντια, που τάχα ήξεραν όσα κατάγγελλε η Ομοσπονδία, πως δηλαδή δεν
λέμε πια κωφάλαλος, αφότου αποδείχτηκε πως ο κουφός δεν μιλάει, αποκλειστικά και
μόνο επειδή δεν ακούει· άρα δεν πάσχει από αλαλία, πόσο μάλλον που έχει γλώσσα
αναγνωρισμένη, τη νοηματική. Οπότε, μόνο τον όρο «κωφός» δέχονται, και το
«κωφάλαλος» το θεωρούν «υβριστικά σχόλια για την αναπηρία [τους]» –ρατσιστικό,
σύμφωνα με άλλους σχολιαστές.
Βεβαιότατα και είναι σωστά όσα λέει η ΟΚΕ, πως είναι
άκυρος ο όρος «κωφάλαλος»· όχι όμως πως είναι υβριστικός. Ή ρατσιστικός. Και έχει
δίκιο η ΟΚΕ να αποβάλει το β΄ συνθετικό, όμως με το «κωφός» μάλλον το χάνει το
παιχνίδι –παρά το αυτονόητο δικαίωμά της στον αυτοπροσδιορισμό.
Ποιο είναι όμως το θέμα μου, που το ξεκίνησα έτσι
ανορθόδοξα; Η εναλλαγή των όρων κωφάλαλος-κωφός-κουφός για τα άτομα που δεν ακούνε, που δεν
μπορούν να ακούσουν, άσχετα αν γεννήθηκαν χωρίς την αίσθηση της ακοής, ή την
έχασαν αργότερα, από διάφορες, παθολογικές κατά κανόνα, αιτίες.
Πάνε κοντά 40 χρόνια, στο πλοίο για την Πάτμο γνωρίστηκα
με μια Γαλλίδα ψυχολόγο, που ετοίμαζε τότε τη διατριβή της: «Ο λόγος του κουφού
παιδιού» λεγόταν, κι έτσι έμαθα, εντελώς συμπτωματικά, την επιστημονική αυτή
αλήθεια, πως μόνο όταν δεν ακούει κανείς, δεν μπορεί να μιλήσει. Πάλι
συμπτωματικά, πριν από δέκα χρόνια, γνώρισα διαδικτυακά μια «μεταγλωσσικά κωφή»,
που άρχισε να χάνει την ακοή της στην παιδική της ηλικία, αφού είχε ήδη μάθει
και μιλούσε. Ονομάζεται Σοφία Κολοτούρου, είναι γιατρός κυτταρολόγος, η ποίησή
της τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο του 2016, και με την άδειά της μεταφέρω όσα
της έγραφα τότε, όταν κάποιος αναγνώστης τη χαρακτήρισε «κωφάλαλη». Δεν έχει
αλλάξει, πιστεύω, η κατάσταση, τα ίδια ισχύουν και σήμερα, και χαίρομαι που
συμφωνούμε μ’ έναν άνθρωπο που είναι μέσα στο πρόβλημα και όχι παρατηρητής όπως
εγώ.
Έλεγα λοιπόν ότι, ακόμα και όταν
γνωρίζει κανείς την επιστημονική διάσταση του θέματος, γιατί δηλαδή δεν είναι
σωστό το «κωφΑΛΑΛΟΣ», δύσκολα θα χρησιμοποιήσει το «κωφός»: ο τύπος αυτός, κακά
τα ψέματα, όσο γνώριμος κι αν μας είναι, βρίσκεται αρκετά έξω από το γλωσσικό
μας αισθητήριο, μοιάζει προϊόν αρχαϊστικής τάσης· ακόμα περισσότερο, μοιάζει εξεζητημένος
όρος μεταξύ ειδικών, κάτι σαν το ιατρικό «φιλομόφυλος», που μολονότι πιο
εύχρηστο από τον γλωσσοδέτη «ομοφυλόφιλος», δεν υιοθετήθηκε ποτέ από τη
γλωσσική κοινότητα. Έτσι, τολμώ να πω ότι μάλλον αποξενώνει τον χρήστη από το
πρόβλημα, παρά τον εξοικειώνει· και αναλόγως, «γκετοποιεί», κατά κάποιον τρόπον,
τον πάσχοντα, τον απομονώνει γλωσσικά και κοινωνικά.
Από την άλλη, το «κουφός» έχει συχνά
επιτιμητική/υποτιμητική χρήση: «καλά, κουφάθηκες, δεν ακούς τι σου λέω;», «κουφάλογο»,
αλλά και εκφραστικότατη στην αργκό: «πόπο, με κούφανες», «κουφάθηκα, σου
λέω», «πολύ κουφό αυτό», «κουφή γκόμενα» κ.ο.κ.
Έτσι, ανάμεσα στον «κουφό» με τις
αρνητικές συνδηλώσεις του και στον αντισηπτικό, θαρρείς, «κωφό», ο χρήστης θα
τείνει ενστικτωδώς να παραμείνει στην πεπατημένη του επίσης λόγιου, στο κάτω
κάτω, όμως ιδιαίτερα οικείου «κωφάλαλος».
Βέβαια, με τον καιρό, όπως παρατήρησε
η φίλη γλωσσολόγος Μάρω Κακριδή, είναι πολύ πιθανό το «κωφός» να χάσει τον
αντισηπτικό, απομονωτικό χαρακτήρα του και να γίνει ουδέτερος, τεχνικός όρος,
για τη συγκεκριμένη χρήση, σχηματίζοντας ένα ετυμολογικό ζεύγος κωφός-κουφός, όπως πτέρυγα-φτερούγα, δουλεία-δουλειά
κτλ., οπότε και θα υποχωρήσει το άκυρο «κωφάλαλος».
Υπάρχει δρόμος ακόμα. Ώς τότε, καθόλου
δεν βοηθούν εξίσου άκυροι χαρακτηρισμοί όπως: «υβριστικά σχόλια», «ρατσιστικοί
όροι» και τα τοιαύτα.