Αναπλάσεις και αρχοντοχωριατισμός
(Εφημερίδα των συντακτών 3 Μαρτ. 2018)
η πλατεία Αλεξάνδρας, πριν από την ανάπλαση |
Ανθρωποδιώχτης, αποστείρωση και
επαρχιωτισμός είναι κατά κανόνα το τρίδυμο που διέπει τις αναπλάσεις πλατειών
και άλλων κοινόχρηστων χώρων.
Αντιπροσωπευτικότερο παράδειγμα, η
πλατεία Κοτζιά, για όποιον θυμάται την πλατεία π.Α., προ Αβραμοπούλου, γεμάτη
κόσμο, λαϊκό όμως κόσμο, ντροπιαστικό κοντράστ στα μπλέιζερ του τότε Άρχοντα της
πόλης. Σχεδιάστηκε έτσι η πιο άφιλη πλατεία, πλάκες στρωμένες, ίσα για να
κόβεις δρόμο, χωρίς πουθενά να σταθείς, ίσως το πρώτο καθοριστικό βήμα να
καταργηθούν τα παγκάκια, πριν ακόμα κοιμίσουν κάναν άστεγο ή μετανάστη, όπως άρχισε
δηλαδή να γίνεται αργότερα –απλώς να καταργηθούν, μην τύχει και καθίσει άνθρωπος
να χαλαρώσει, και λερώσει έτσι, με την εικόνα του αργόσχολου, το προαύλιο
μπροστά στον ναό του δημάρχου. (Είχε και κάτι ελεεινές προτομές αρχαίων στη
μέση του πουθενά, τις μάζεψε ευτυχώς κάποια στιγμή η Ντόρα.)
Ήταν μια «γενικότερη εκστρατεία
εξευρωπαϊσμού της πόλης» έγραφα πιο παλιά (Τα
Νέα 23.8.2003· βλ. και 30.10.2004),
«με την εξάλειψη “ρυπογόνων” εστιών, όπως θεωρούσε ο Άρχων Ατσαλάκωτος τα
διάφορα παζάρια ή την κάποτε ολοζώντανη πλατεία μπροστά στο δημαρχείο του. Άντε
να εξηγήσεις τώρα στον Άρχοντα πως αυτού του είδους ο εκσυγχρονισμός είναι ίσα
ίσα χαρακτηριστικός στις υπό ανάπτυξη ή τις τριτοκοσμικές χώρες, εκεί δηλαδή
όπου o στόχος είναι να
εξαλειφθεί το στίγμα του υπανάπτυκτου, να εξαλειφθεί ό,τι μπορεί να
χαρακτηρίζει ή να θυμίζει την ταυτότητά του. Γιατί ο Ευρωπαίος ή ο μη
πλεγματικός το κρατάει –κάποτε μάλιστα και το προβάλλει– το παρελθόν του: το
παλιό πάρκο, το παλιό κτίσμα, την παλιά γειτονιά».
Ιστορικό πρόσωπο και μνήμη της πόλης; Άγνωστες έννοιες, αστεία
πράματα. Έτσι κι αλλιώς, τα κάγκελα σε πεζοδρόμια και σε πάρκα (π.χ. Πεδίο του
Άρεως, στο τσακ τη γλίτωσε ο λόφος του Φιλοπάππου), τα ξυρισμένα από κάθε
είδους χαμηλή βλάστηση πάρκα, για να μην κρύβονται οι απόβλητοι, ο πόλεμος στα
παγκάκια, για να μη φιλοξενούνται πάλι οι απόβλητοι, όλα αυτά μοιάζουν περίπου
αυτονόητα, στην καλύτερη περίπτωση: αναγκαία κακά. Και οι αναπλάσεις καλά
κρατούν, ακόμα και σε εποχή άγριας οικονομικής κρίσης, θα πω, κι ας μοιάζει
λαϊκίστικο. Κοινοτικά προγράμματα, σου λέει, ή δωρεά του τάδε, που θέλει ακριβώς
πλατεία, κι όχι να μαζευτούνε, μπλιαχ, τα σκουπίδια της πόλης του:
Ο λόγος για την ανάπλαση της
πλατείας Αλεξάνδρας, που ορίζει τη μία άκρη στην είσοδο του Πασαλιμανιού, στον
Πειραιά, ανάπλαση-δωρεά Μαρινάκη.
Απ’ την αρχή: πέρσι, ακριβώς όταν
τέλειωνε ο βαρύς χειμώνας και άρχισε να βγαίνει ο κόσμος έξω, η πλατεία περιφράχτηκε.
Έφτασε και το Πάσχα, πέρασε και το Πάσχα, κλειστή η πλατεία. Η τεράστια πλατεία,
σε προνομιακή θέση, πάνω απ’ τα νερά του λιμανιού, που έμοιαζε να μην της
λείπει τίποτα, ενώ χωρούσε ίσα ίσα τα πάντα: τους μεγάλους στεγασμένους
υπαίθριους χώρους τεσσάρων (!) καταστημάτων, τραπεζοκαθίσματα έξω, μεγάλα
παρτέρια με μεγάλα δέντρα και χαμηλή βλάστηση, παγκάκια «κλασικά», και παρ’ όλα
αυτά πολύς ελεύθερος χώρος για πιτσιρίκια με τα ποδηλατάκια τους –α, κι ένα
γλυπτό στη μέση, που σχεδόν δεν το πρόσεχες.
Αυτό το γλυπτό όμως έπρεπε να
αλλάξει. Ή μάλλον: για να στηθεί ένα άλλο γλυπτό, έπρεπε να αλλάξει η πλατεία,
για να αναδειχτεί η δωρεά του Ευεργέτη της πόλης. Και μπήκε μπροστά το μέγα
έργο, γιατί ποιος τα προσέχει τα μικρά και όμως στοιχειώδη, δίπλα ακριβώς, στα
υπέροχα φαρδιά πεζοδρόμια του Πασαλιμανιού, όπου παραμονεύουν ξεσκέπαστα ή με
σπασμένο κάλυμμα τα φρεάτια, ή εξέχουν, ακόμα πιο επικίνδυνες καθότι
δυσδιάκριτες, βίδες από καλάθια αχρήστων που ξηλώθηκαν πριν από χρόνια, χώρια άλλες
εστίες μόνιμης μπόχας. Πάλι όμως λαϊκίζω· ας γυρίσω στα μεγάλα.
η καινούρια πλατεία, τη μέρα των αποκαλυπτηρίων του μνημείου |
Στην απαστράπτουσα τώρα πλατεία,
όπου ακριβώς, κατά τα κελεύσματα της εποχής, τα μεγάλα παρτέρια γεγόνασι τόσα
δα, να μείνει το ελάχιστο δυνατό χώμα, και πάλι όλο πλάκες, άφαντα τα παγκάκια,
στον ρόλο τους κάτι στρογγυλοί όγκοι, όχι ακαλαίσθητοι, ομολογώ, και όλα να
οδηγούν στο νέο μνημείο, επιφάνειες ανισοϋψείς, όχι με καμιά μεγάλη διαφορά,
όσο όμως να περδικλώνονται και να μπήγουν έπειτα τα κλάματα τα πιτσιρίκια.
Ωραία ίσως μακέτα, όμως άλλο η εικονική πραγματικότητα, άλλο η πραγματική
πραγματικότητα, η ζωή.
Για το μνημείο, την επόμενη φορά.