22/12/19

Κάποιοι μπάτσοι-γουρούνια-δολοφόνοι, ο φουστανελάς κος Γιανναράς, και οι τραγοπροβιές

(Εφημερίδα των συντακτών 21 Δεκ. 2019)



* Κάποιοι μπάτσοι-γουρούνια-δολοφόνοι. Αγραμματοσύνη οπωσδήποτε, αλλιώς σκέτος πολιτικαντισμός, μπορεί να οδηγεί στην αντιμετώπιση ενός (οποιουδήποτε) συνθήματος σαν να είναι αυστηρός γενικευτικός κανόνας, κατάληξη επιστημονικής διατριβής κτλ.

Παραβλέποντας, στην καλύτερη και αθωότερη περίπτωση, τα διαφορετικά χαρακτηριστικά των διαφορετικών κατηγοριών λόγου, με τις ειδικές κάθε φορά λειτουργίες τους –από τον γραπτό, και μάλιστα δοκιμιακό, λόγο, ώς τον προφορικό, καθημερινό λόγο, έπειτα την αργκό και τα συνθήματα κ.ο.κ., χώρια τα πολυπληθή και πολυποίκιλα σχήματα λόγου.

Κι αρχίζουν οι πολεμικές ιαχές, έως και προσφυγή, λέει, στον Άρειο Πάγο, περίπου για να απαγορευτεί το σύνθημα κτλ. Εθνικιστικής προέλευσης φαιδρότητες, κατά κανόνα, που αποβλέπουν κυρίως στο γυαλί, πιστεύω ακράδαντα εγώ.

* Και καλά οι υπερπατριώτες και τα εθνίκια, αλλά συχνά παρακολουθούμε σοβαρούς κατά τεκμήριο δημοσιολόγους, σ’ ένα κρεσέντο (απολιτικής, εξ ορισμού) ηθικολογίας και (απολιτικού, εξ ορισμού) καθωσπρεπισμού απέναντι στο επικατάρατο σύνθημα «Μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι».

Που, ιδίως αυτό, μ’ όλη την προγραμματική αγριάδα του, λειάνθηκε μέσα σε μια έκρηξη συλλογικού χιούμορ, που έδωσε πλήθος ευφάνταστες σουρεαλιστικές κατασκευές, πάσης φύσεως φράσεις με επωδό το εν λόγω σύνθημα, όπως «Εγώ για κείνον χάνομαι, μα άλλη τον φασώνει· μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι», «Το τσίπουρο τελείωσε κι η μπίρα με φουσκώνει· μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι», «Τα βράδια στην Αθήνα οι γάτοι είναι μόνοι· μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι» κ.ά.

Ταραχή λοιπόν μεγάλη και τώρα, και σ’ ένα από τα μαρινάκικα έντυπα διαβάζω πάλι για «τα παιδιά αυτά [που] δεν είχαν και δεν έχουν μια “στέρεη ιδεολογία”, επειδή έχουν μεγαλώσει μέσα στον εικονικό κόσμο του Internet και η ψηφιακή τους κουλτούρα δεν τους επέτρεπε [...] να κατανοήσουν πολλές φορές πού τελειώνει το σαλόνι και πού αρχίζει… το λογισμικό!» Ή για μια «απαράδεκτη γενίκευση, [που] υπονοούσε ότι όλοι οι αστυνομικοί είναι δολοφόνοι (κάτι που ειδικά σήμερα ακούγεται ως εντελώς εξωφρενικό, αφού χρειαζόμαστε την Αστυνομία όσο ποτέ άλλοτε για να κυκλοφορούμε ασφαλείς στις πόλεις μας)» κ.ά.

Εν πάση περιπτώσει, και εφόσον δεν καταργούμε όχι μόνο τα ίδια μας τα μάτια αλλά και την ποικιλοτρόπως τεκμηριωμένη ιστορική γνώση, εντάξει, χαλαρώστε παιδιά:

«ΚΑΠΟΙΟΙ μπάτσοι, ΚΑΠΟΙΑ γουρούνια, ΚΑΠΟΙΟΙ δολοφόνοι», ή «ΚΑΠΟΙΟΙ μπάτσοι-γουρούνια-δολοφόνοι!»

Ώστε υπολήψεις δεν θίγουμε και καρδιές δεν χαλάμε…

* Η χαμένη παράδοση, ξανά: «Μέρες πάλι γιορτινές, και ολόκληρη η βανδαλικά εξομοιωμένη Ελλάδα πιθηκίζει τον χριστουγεννιάτικο “στολισμό” της Βόρειας Ευρώπης: Κάποτε τα Ελληνόπουλα τραγούδαγαν τα κάλαντα κρατώντας στολισμένο καράβι, τώρα…» κτλ.

Τώρα, λέει, ένας «κοκκινοντυμένος υπερήλικας», «πλαστικά [!] έλατα» και «φωτάκια που αναβοσβήνουν»…

Είναι δυνατόν; σήμερα ακόμα; και με τέτοιο ύφος;

Ναι, είναι· αν είσαι ο Χρήστος Γιανναράς, και τιμάς ο ίδιος την παράδοση, κυκλοφορώντας με φουστανέλα και με στριφτή μουστάκα.

(Και μιλάς, δεκαετίες τώρα, για «Ελληνώνυμους», όπως συχνότατα για «Ελλαδιστάν» και «ελληνώνυμο κρατίδιο»: άλλη «παράδοση» αυτά, άλλο «ήθος».)

* Για ερωτευμένους αυστηρώς. Μικρό δώρο στους ερωτευμένους, γιορτές που ήρθαν, για τα πάρτι ή τα ραντεβού της παραμονής, ιδίως της Πρωτοχρονιάς, μαζί με το φιλί στην αλλαγή του χρόνου λ.χ.

Μαζί με το φιλί λοιπόν κι ένα φλογάτο τριαντάφυλλο ενδεχομένως, μακάρι και δαχτυλίδι, χαϊδέψτε της το χέρι και πείτε της περιπαθώς: «γι’ αυτά τα σαν τρούφες τρυφερά σου χέρια!»

Αν τώρα έξαλλη σας δώσει το τριαντάφυλλο να το φάτε, που της είπατε τρούφες τα χέρια της, διαβεβαιώστε την πως έτσι γράφει ένας μεγάλος ποιητής, ο Νερούδα, στην περίφημη συλλογή του Είκοσι ερωτικά ποιήματα!

Βέβαια ο ποιητής γράφει: tus manos suaves como las uvas, δηλαδή τρυφερά χέρια σαν τα σταφύλια, σαν ρώγες σταφυλιού (χρωστώ την επισήμανση στον φίλο Γ. Κόκκινο), κι ο μεταφραστής, θέλοντας να κρατήσει σώνει και καλά την παρήχηση suaves-uvas, τα τρυφερά χέρια τα ’κανε τρούφες!

Πάλι καλά, θα μπορούσε να τα κάνει λόγου χάρη «τραγοπροβιές».

Κι αφού βρεθήκαμε στην παρήχηση τού -τρ (η οποία, ψιλά γράμματα, δεν μπορεί επ’ ουδενί να αποδώσει την απαλότητα τού suaves-uvas), εδώ είναι που ταιριάζει αυτό για την Τραχανοπλαγιά που φαντασιώνεται πως είναι Μπαρτσελόνα.

buzz it!