1/12/18

«Παναγίτσα μου ’νια μπόχα!»

(Εφημερίδα των συντακτών 1 Δεκ. 2018, εδώ με προσθήκες)




Θετέ πατέρα αυτών που εκδίωξε στο σκάσμα της οργής Του
Ο Θεός πατήρ, και εξόρισε μακριά απ’ τον κήπο της τρυφής Του.


Είπα να κάνω το χατίρι του Γ. Κεντρωτή, που διαμαρτυρήθηκε πως ασχολούμαστε μόνο μ’ ένα μετάφρασμά του από τα Άνθη του κακού του Μπωντλαίρ, κι άνοιξα στην τύχη, σ’ ένα διαφημιστικό στο διαδίκτυο, σ. 382-383. Και ιδού το σκάσμα, ανεύρετο στα λεξικά, αμίλητο στη γλώσσα μας, καρπός (φρούτο, αλλιώς) της κεντρωτικής εμμονής, να ξετρυπώνει λέξεις όσο πιο σπάνιες ή και λέξεις άπαξ –όταν δεν σκαρώνει δικές του, πέρα πια κι απ’ τα όρια της ύβρεως, συχνά του κιτς. Κι αυτά, όταν στο πρωτότυπο, και ιδιαίτατα στο προκείμενο, ακόμα και το πιο σκοτεινό νόημα, ή και ενγένει ύφος, υπηρετείται, εκφράζεται, συντίθεται από λέξεις κοινές, κτήμα του κάθε μέσου χρήστη.

«Σκάσμα» λοιπόν, «σκάσμα της οργής», το πάγκοινο στα γαλλικά noire colère= άγριος θυμός, φοβερή οργή. Και με την ευκαιρία, «κήπος της τρυφής Του» είναι ο paradis terrestre, ο επίγειος, ο επί γης ή κι ο σκέτος παράδεισος –τόσο απλά.

Αρκεί, νομίζω, αν δεν το παρακάναμε κιόλας, με την τρίτη τώρα, τελευταία όμως, δόση: αλλά Μπωντλαίρ είναι αυτός, ένας κορυφαίος αισθητής ποιητής, που έγινε κι αυτός, στα χέρια του μεταφραστή του, γραφικός βουκόλος, και Παλατινή Ανθολογία, στην πρώτη επιφυλλίδα. Για την τύχη του Μπωντλαίρ ειδικότερα, περισσότερα και κάποτε ξεκαρδιστικά, βλ. Μαρία Παπαδήμα: «Όταν ο “διαισθητικός” μεταφραστής ενοράται γυμνές γυναίκες, βρομύλους, φευγάτες γάτες, κουτορνίθια και άλλα αγκρίφια», Athens review of books, τχ. 100, Νοέμ. 2018, σ. 18-22.

Μικρή στάση στον Μπροχ, στο Βιργιλίου θάνατος, σ’ ένα τόσο δα κομμάτι που κυκλοφορεί στο διαδίκτυο: «Αγκρίκολας εκ γενετής» αρχίζει, και τη λέξη αγκρίκολας τη μαντεύει κανείς, από τα λατινικά του σχολείου π.χ., όμως δεν μιλήθηκε ποτέ στα ελληνικά, δεν είναι καν σαν τα προ-Κοραϊκά γαζέτα= εφημερίδα και σπιτάλι= νοσοκομείο κ.ά. Ενώ στα γερμανικά, η λέξη είναι Bauer= γεωργός, αγρότης, ακόμα και σε λεξικάκι τσέπης. (Ψύλλοι στ’ άχυρα, όμως ούτε το «εκ γενετής» στέκει εδώ, δεν λέμε «καλλιτέχνης εκ γενετής», αλλά: καλλιτέχνης από γεννησιμιού του, από τα γεννοφάσκια του…) Εδώ και η «μοναξιά του ανθρώπινου τσούρμου», που είδαμε την προηγούμενη φορά, κι ο παρατατικός που, από τον Μούζιλ ήδη, δεν τον έμαθε ποτέ ο Γ. Κεντρωτής: «όποτε συνέβαινε να μεγαλώνει σε μήκος κάτι…»= «όταν μεγάλωνε σε μήκος κάτι…» Και «ποίηση», με λέξεις πάντα ΙΧ: «στασιό δεν είχε, δεν έβρισκε στασιό, έφευγε το θάνατο…», «ξεφωλεμένος», και «πολεμήσαντας εντός του» και «μέσα του πολεμήσαντας», φτυστός ο Σολωμός, ίδιος Ελύτης. 

Περί βλακείας, του Μούζιλ; Ένα μόνο, πλην μέγα: «Του περιφανή τα λόγια, παναγίτσα μου ’νια μπόχα»! «Περιφανής», που μάλλον τον μπέρδεψε με τον «περήφανο» ο μεταφραστής, σημαίνει: καταφανής, ολοφάνερος, ξακουστός· το ’νια, είναι από το μνια= μια, αφού ο μεταφραστής πιστεύει ότι γίνεται «περιφανής» με την πιστή φωνητική απόδοση (από την άλλη όμως αφαιρεί το γράμμα μ, που μόνο μ’ αυτό αναπτύσσεται το ημίφωνο -ν-: απόλυτη σύγχυση). Στο πρωτότυπο: Eigenlobt stinkt, δύο λέξεις, η μία σύνθετη, λέξεις πάλι κοινές, πάλι στα «λεξικάκια»: η περιαυτολογία, ο αυτοέπαινος, βρομάει· δηλαδή ο αυτοέπαινος μόνο έπαινος δεν είναι, στην ουσία... Μπόχα! Αλλά και «μπουνταλιά», όπως στο «Μπουνταλιά και καυχησιά, ένα κλήμα δυο τσαμπιά»![1]

Και πίσω στην αρχή, στις Τρεις Γυναίκες του Μούζιλ κατά Κεντρωτή, με τις οποίες είχα ασχοληθεί εκτενώς το 1987, «χωρίς γρυ γερμανικά», όπως λέει ο ΓΚ, που ούτε τότε ήξερε ούτε έμαθε ποτέ του, κάτι δεκαετίες που μεταφράζει τώρα, πως η μετάφραση κρίνεται αρχικά και κυρίως στη γλώσσα υποδοχής. Εξού και όλα όσα του επισημαίνονται κατά καιρούς, από μένα ή από άλλους, έχουν σχέση με την «ιδιόλεκτό» του, τα ΙΧ ελληνικά του (ιδίως λεξιλόγιο, και μαζί γραμματική και σύνταξη και στίξη!) και ελάχιστα (και τότε δευτερευόντως) με τη γλώσσα του πρωτοτύπου.

Έτσι λοιπόν έγραφα για τις «Τρεις Γυναίκες του Ρ. Μούζιλ και το καλάμι του μεταφραστή», με τον εύγλωττο υπότιτλο: «Η “ακάματη ολβιότητα χαράς προκεκτημένης”, το “θέλγος” και η “ανταρίτσα”», ποια γερμανικά, δηλαδή, και αποδελτίωνα, πρόχειρα πάντα, σημεία 199. Από αυτά ο ΓΚ βρήκε να απαντήσει σε μόλις 22. Και από τα 199, μόλις σε 14 σημείωνα ελάχιστα, στοιχειώδη γερμανικά, όπως εδώ παραπάνω με τα γαλλικά. Κι από τα 14, μόνο 3 έβγαλε λάθος ο ΓΚ! Αράδιαζε όμως γερμανικά σε πλήθος άλλα, άσχετα σημεία, ακολουθώντας μια συχνά κωμική στρεψόδικη και παρελκυστική τακτική, απαντώντας σε άλλα από αυτά που επισήμαινα εγώ· κατέβαζε μεταφράσεις ολλανδικές, σουηδικές, γαλλικές, πορτογαλικές κ.ά., που όμως επέμεναν να μη συμφωνούν μαζί του· έδινε ανύπαρκτη παραπομπή (!) σε άκρως ειδικό πλατωνικό λεξικό· προσπαθώντας να μαζέψει τα γραμματικοσυντακτικά του, μπέρδευε ακόμα και αιτιατική με ονομαστική· μου χρέωνε σφάλμα ξένο, που το είχα βέβαια σε εισαγωγικά, και πλήθος άλλα, που ούτε επιγραμματικά δεν χωρούν εδώ.

Συγκέντρωσα έτσι σε PDF, για τον φιλοπερίεργο και υπομονετικό έως μαζοχισμού αναγνώστη, όλη τη σινδονιάδα, από άθλιες δυστυχώς φωτοτυπίες της εποχής, τα δικά μου κείμενα αλλά και του Κεντρωτή, μαζί και με την αλληλογραφία, Γερμανών (κάποιων μάλιστα που γράφουν ελληνικά, σε άψογη κεντρωτική, με «καρηβαρίες» και «σικάριους»!) αλλά και δικών μας (π.χ. του Ανδρέα Παππά, με πολύτιμους κεντρωτικούς μαργαρίτες, ανάμεσά τους κι ένα μνημείο άγνοιας μουσικών όρων): https://tinyurl.com/ycyxg2q2.

Έτσι κι αλλιώς, την εμπεδώσαμε τη μεταφραστική «άποψη» και το μεταφραστικό ήθος, όπου ο μεταφραστής καβαλάει συστηματικά το κείμενο και συντρίβει κάτω από το βάρος τής αυστηρά ΙΧ γλώσσας «του» τον συγγραφέα, χώρια οι αυθαίρετες προσθήκες, η παράθεση δύο και τριών σημασιών, για να διαλέξει ο αναγνώστης κ.ά. Δεν θα ’χε νόημα να συνεχίσουμε τώρα εδώ, όσο γαργαλιστικά κι αν είναι, και τα «σκέβονται» και οι «πουντικόπουτσ’ς» και τα «πάψε περαιτέρω» και τα «μηνούσε την ανάμνηση» και η «γυναίκα που περίμενε γεννητούρι» και οι «σούμες»…

«Οιχόμεθα», λοιπόν. Κεντρωτιστί, να ξαναθυμηθούμε: «Γι’ αυτό –γαμώ, την τύχη μου γαμώ!– καλύτερα είναι να του δίνω».



[1] Περισσότερα, βλ. εδώ: https://yannisharis.blogspot.com/2008/11/blog-post_15.html, και Στοιχήματα Β΄: Γλωσσικά, Μεταφραστικά, Γαβριηλίδης 2013, σ. 190-92, και 193 κ.ε. για την «ανταρίτσα» απ’ τις Τρεις Γυναίκες του Μούζιλ.

buzz it!