Καιρός του ξεσκαρτάρειν
(Εφημερίδα των συντακτών 2 Μαΐου 2020)
* «Καραντίνα, μέρες εγκλεισμού, με
το διαβάζειν και με το τηλεφωνείν σε φίλους περνά η ώρα. Έτσι κι αλλιώς, έχεις
και το μαγειρεύειν και τρώειν. Κάποιες μέρες έχεις και το ξεσκονίζειν και το
σφουγγαρίζειν. Έξω, μόνο για ψωνίζειν
και λίγο περπατάν. Πάντως, είναι και μια καλή ευκαιρία για τακτοποιείν και
ξεσκαρτάρειν τα χαρτιά σου...»
Φτιαχτό βεβαίως το κειμενάκι αυτό,
ακολουθεί όμως πιστά την τάση του απαρεμφατίζειν ή απαρεμφατοποιείν, τάση που
εντάσσεται φυσικότατα στη λογιοπλάνταχτη εποχή μας.
Μας ξένισαν τάχα οι τύποι αυτοί;
Μπορεί· στην υπερβολή τους, μάλλον στη συσσώρευσή τους. Αλλιώς, πλήθος ανάλογους
βρίσκουμε να διανθίζουν τον λόγο, τον γραπτό κυρίως, χωρίς να τραβούν την
προσοχή, πόσο μάλλον να ενοχλούν.
Είπα: τον γραπτό κυρίως λόγο, ήταν
ωστόσο αναπόφευκτο να περάσουν και στον προφορικό: ένας από τους επιχειρηματίες
που άρχισαν να φτιάχνουν μάσκες έλεγε στον Χατζηνικολάου, στις ειδήσεις: «Τα
τόσα χρόνια που κάνω επιχειρείν…»
* Είχαμε το «επιχειρείν», που
μοιάζει να καθιερώθηκε, σε κάθε λογής χρήση, όπως όταν διαβάζαμε πως κάποιος
μετείχε «στο οικογενειακό επιχειρείν», δηλαδή, προφανέστατα, στην οικογενειακή επιχείρηση. Τώρα, όπως
συμβαίνει με τα καινούρια κοσκινάκια, φτιάχνουμε στα πρόχειρα ένα «κάνω
επιχειρείν», κάτι σαν εκφραστικό φαστ φουντ –αντί για μισό δράμι σκέψη που
απαιτεί π.χ. η διατύπωση: «ασχολούμαι με τις επιχειρήσεις».
Το αποτέλεσμα ωστόσο αυτού του
εκφραστικού φαστ φουντ είναι και πανηγυρική απόδειξη, θα επιμείνω εγώ, ότι το
απαρέμφατο, ανύπαρκτο στα νεοελληνικά, δεν μπολιάζεται έτσι εύκολα στη γλώσσα:
χωρίς να ξενίζει, αν μη τι άλλο· χωρίς να λάμπει, υπέροχο στολίδι, θα πουν όμως
άλλοι, σίγουροι πως έτσι, με τα απαρέμφατα, ξεχωρίζουν μέσα στον σωρό.
Κι άλλη «απόδειξη», σε εισαγωγικά
έστω; «Ο άνθρωπος που ζει πριν από την Αγροτική Επανάσταση, που
δεν έχει το έχειν του βίου του» έγραφε παλιότερα ο Χρήστος Χωμενίδης,
συγγραφέας, άνθρωπος του λόγου, πώς να το κάνουμε! Προσέξτε το, από μόνο του:
«το έχειν του βίου», κι έπειτα: «έχει το έχειν του βίου του». Τα μεταξωτά
βρακιά; Όχι ακριβώς: ο βιασμός του γλωσσικού αισθήματος, δηλαδή της γλώσσας.
Κι άλλο, του ιδίου: «Πρέπει,
νομίζω, ο συγγραφέας, ο καλλιτέχνης, να είναι ένας συνδυασμός του υψιπετείν και
μιας ρεαλιστικής αντιμετώπισης των πραγμάτων...»
Ενώ, κατά Γιανναρά: «ο στόχος για
τον Έλληνα ήταν το “αληθεύειν”».
Ή ένα λογοτεχνικό περιοδικό, που
κάνει αφιέρωμα στην «Τέχνη του γράφειν», ίσως γιατί «της γραφής» θεωρήθηκε
ξεπερασμένο.
Και «το εξεγείρεσθαι να είναι
διάσταση της ζωής», που λέει νέος σκηνοθέτης.
Ή «η έλλειψη χιούμορ που μαστίζει
την ελληνική κοινωνία στο φαίνεσθαί της».
Ή «το δικαίωμα στο θνήσκειν» και το
«πίειν (τον καφέ)» (μάλλον το «πιείν»).
Ή το «εράν», τίτλος βιβλίου, με
ψιλή και περισπωμένη στην πλουσιοπάροχη διαφήμιση, και σαν επεξήγηση: «να
ερωτεύεσαι, να αγαπάς διά του οράν της ψυχής»: γιατί όχι «το ερωτεύεσθαι, το
αγαπάν διά του οράν της ψυχής»; κι ας δίνω ιδέες!
* Η απαρεμφατομανία είναι γεγονός.
Μπορεί σαν μανία να κοπάσει, αλλά τα νεκραναστημένα απαρέμφατα, έτσι όπως
συμπεριφέρονται σαν ουσιαστικά, πιθανότατα θα μείνουν. Θα μείνουν, αφού
ανταποκρίνονται σε υπαρκτές ανάγκες, ακόμα κι αν –στις πηγές τους τουλάχιστον–
οι ανάγκες αυτές είναι η λογιοπληξία και η εκζήτηση· ενώ υπάρχει και η
ουσιαστική ανάγκη, με δεδομένο πλέον το καλούπι του απαρεμφάτου, να εκφραστεί
μια καινούρια έννοια, όπως «το ανήκειν» ή «το συνανήκειν».
Έτσι βέβαια προχωρά η γλώσσα, το
’χουμε χιλιοδεί –και χιλιοπεί. Όμως ο λόγος για τη γλώσσα είναι λόγος για την
κοινωνία, κατά τον σοφό Χρηστίδη, δηλαδή για μας τους ίδιους –να ξέρουμε, εν
προκειμένω, τι κάνουμε και προπαντός γιατί το κάνουμε.
* Ανάμεσα
στα δύο άκρα, από τη θυμηδία στη δημιουργία, από το «πίειν»
στο «ανήκειν», ας ξανασταθούμε άλλη μια φορά στα βασικά, πόσο άκαμπτο και ψυχρό
είναι το αρχαίο ή αρχαιότροπο
απαρέμφατο, αντί για το νεοελληνικό, το α΄ πρόσωπο του ενεστώτα δηλαδή, ή το
αφηρημένο ουσιαστικό:
Αντιγράφω από κείμενο της
Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ (Δεκ. 2017), με τίτλο «Η πυραμίδα της
συμμετοχής/ανάπτυξης της [προσφυγικής] κοινότητας», και σε αγκύλες προσθέτω
δοκιμαστικά το α΄ πρόσωπο του ενεστώτα:
«Παρατηρείν [Παρατηρώ]
»Τα μέλη της κοινότητας παρατηρούν στενά
τί κάνουμε. Είναι η φάση της περιέργειας·
»Εγκρίνειν [Εγκρίνω]
»Τα μέλη της κοινότητας συμφωνούν με
ό,τι προσπαθούμε να κάνουμε. Αναγνωρίζουν το έργο, αλλά δεν λαμβάνουν ενεργό
μέρος·
»Ακολουθείν [Ακολουθώ, μάλλον:
Παρακολουθώ]
»Τα μέλη της κοινότητας ακολουθούν
στενά και κατανοούν τί προσπαθούμε να κάνουμε. Συζητούν γι’ αυτό και προωθούν
το έργο…» κ.ο.κ., με απαρέμφατα όπως συμβάλλειν, ανήκειν, καθοδηγείν.
Η αυριανή φυσική γλώσσα, πιθανότατα,
μάλλον σίγουρα. Στο μεταξύ, παραβίαση του γλωσσικού αισθήματος, πιθανότατα,
μάλλον σίγουρα.