26/4/20

του Περικλή

(Εφημερίδα των συντακτών 25 Απρ. 2020)
* «Θα σου πω ένα αίνιγμα, δεν θα το βρεις», με προκάλεσε η από χρόνια φευγάτη Μαίρη Αντωνοπούλου. «Κατέβαινα τη Ζωοδόχου Πηγής και λίγο πιο μπροστά, στο απέναντι πεζοδρόμιο, δυο νέα παιδιά φιλιούνται περιπαθώς. Ξαφνικά, ένας περαστικός κοντοστέκεται, και αρχίζει: “Μπράβο, παιδιά μου! Έτσι! να φιλιέστε και να ερωτεύεστε! Ο έρωτας είναι το πιο επαναστατικό πράγμα…”» –«Ο Περικλής!» τη διέκοψα.

Ήταν φως φανάρι. Πιο Περικλής δεν γινόταν. Σαν να τον άκουγα, σαν να τον ακούω και τώρα, ακόμα πιο καθαρά. Σε μία μόνο σκηνή, ολόκληρος ο Περικλής, ο ενθουσιώδης, ο διδακτικός, ο κοινωνικός. Που ή θα τα ’πρηζε τα παιδιά, που όχι μόνο τους έκοψε το φιλί αλλά συνέχισε να ρητορεύει, ή θα τα καλούσε να τα κεράσει καμιά μπίρα κάπου εκεί δίπλα –ή και τα δύο! Και θα γίνονταν τα καλύτερα φιλαράκια μετά, και θα γελούσαν με τη σκηνή της γνωριμίας τους.

Ενδιάμεσες καταστάσεις δεν υπήρχαν για τον Περικλή. Δεν γλίτωνες με τίποτα, βραδινές ιδίως ώρες, όσο κατέβαινε το αλκοόλ, δεν γλίτωνες την ασφυκτική συχνά έκφραση της αγάπης του, το κέρασμά του, το θεόφαλτσο μα εκ βαθέων τραγούδι, που πρώτος, εννοείται, το σάρκαζε. Κι επέμενε, με το τεράστιο χέρι περασμένο στον λαιμό σου, να πιεις απ’ το ποτήρι του, κι ας έπινες ήδη, διόλου μετρημένα τότε, απ’ το δικό σου· κι επέμενε να τραγουδήσεις κι εσύ, και να ακολουθήσεις μάλιστα τον ρυθμό του. Και πάντα το γέλιο του.

* Δεν ήξερε από μέτρο ο Περικλής. Ποτέ του δεν μετάνιωνε, όπως πολλοί, οι περισσότεροι, ούτε στεναχωριόταν ούτε είχε την παραμικρή ενοχή, πόσο μάλλον δισταγμό, που δινόταν αφειδώλευτα στον έρωτα, στον καπνό, στο αλκοόλ, με όποια σειρά ή με καθόλου σειρά, όλα μαζί, ταυτόχρονα: «Εγώ δεν πίνω για να ζω, ούτε ζω για να πίνω» έλεγε· «ζω και πίνω, όπως ζω και καπνίζω, όπως ζω και γαμώ: απολύτως αλληλένδετες καταστάσεις» και ξεκαρδιζόταν στα γέλια.

Τίποτα, καμία στιγμή δεν άφηνε να πέσει κάτω ο Περικλής. Το ίδιο, εννοείται, με τους φίλους, στενούς και μακρινούς και σκέτα γνωστούς, ή και τελείως άγνωστους στον δρόμο, καληώρα, με τους ανθρώπους δηλαδή, ατομικά και συλλογικά. Έτοιμος να τα δώσει όλα, τα πάντα. Όπως το έδειξε από πολύ νωρίς, πρώτος πάντα στους αγώνες της αριστεράς, με κορυφαία ίσως στιγμή τα πάθη του επί χούντας, όπως τα αποτύπωσε σπαραχτικά στους Ανθρωποφύλακες, ένα τόσο δα βιβλιαράκι, τεράστιο και δραστικό όπλο στον αντιδικτατορικό αγώνα.

* Με τον Περικλή γνωριστήκαμε φευγαλέα στο Παρίσι, Ιούλιο του 1974, τις μέρες του πραξικοπήματος στην Κύπρο, με τη γενική επιστράτευση και τις κομμένες επικοινωνίες με την Ελλάδα. Ήμουν δεν ήμουν ένα μήνα εκεί, κατοπτεύοντας το έδαφος για πιθανές και υπερφιλόδοξες σπουδές, και ο Περικλής, όπως μου έλεγαν κοινοί φίλοι, θα μπορούσε να με βοηθήσει να προσεγγίσω π.χ. τον μεγάλο Μπαρτ. Πριν όμως απ’ το όποιο ραντεβού, με το πραξικόπημα, όλη η ελληνική παροικία άρχισε να παρελαύνει από το Ελληνικό Περίπτερο στην πανεπιστημιούπολη, σε συνεχείς συνελεύσεις, ατέλειωτα πηγαδάκια κτλ. «Τρέχα, ο Κοροβέσης!» με ειδοποίησε η φίλη μου η Θοδώρα που με φιλοξενούσε κρυφά στο φοιτητικό δωμάτιό της. Και ιδού ο θρύλος Κοροβέσης, εκθαμβωτικός στην ομορφιά του, αλλά και χαοτικός, μου φάνηκε, στην παρέμβασή του, ίσα που συστηθήκαμε μετά, με την υπόσχεση ότι πιο μετά…

Όμως το πιο μετά ήταν η μεταπολίτευση… Το συντομότερο που μπόρεσα να βρω εισιτήριο για Αθήνα ήταν αρχές Αυγούστου, θα ξαναγυρνούσα, υποτίθεται, στο Παρίσι, αλλά πού… Πότε και πώς βρεθήκαμε να κάνουμε αργότερα παρέα με τον Περικλή, αδύνατον να το θυμηθώ.

Θυμάμαι όταν πια τον έφερα στην ήδη σχηματισμένη παρέα μας με τη Ρένα Χατζιδάκη, την περίφημη Μαρίνα της Κατάστασης Πολιορκίας, κι αυτή φευγάτη κοντά είκοσι χρόνια τώρα, την Κεβή, τον Σεραφείμ και άλλους. Και τα υπόλοιπα, ευκόλως εννοούμενα: ατέλειωτες «συνεδρίες», στα Αμελέτητα στα Πατήσια, στην Κυρα-Λένη στον Παναθηναϊκό, κι έπειτα στους καναπέδες μας, πίνοντας, καπνίζοντας και αμπελοφιλοσοφώντας, ξενύχτια με απ’ όλα, εν πάση περιπτώσει.

* Ήταν και κάποια βιβλία του που τα επιμελήθηκα, π.χ. εκείνο με τον δύσκολο τίτλο: Περιγραφή AGCTTGA+TCGAACT, με κείμενά του για την κύηση και σχετικές εικόνες του Χρόνη Μπότσογλου, στη βραχύβια αλλά αξιοσήμαντη «Ιθάκη» του Γιώργου Κοτανίδη και του Θωμά Κακουλίδη. Από κει ένα ωραίο στιγμιότυπο: σε μια κοινή συνάντηση έρχεται τελευταίος ο Περικλής και αρχίζει: «Έχω ένα τρομερό ανέκδοτο με Πόντιους», ήταν της μόδας τότε. Σχεδόν τον διακόπτει ο Γιώργος: «Γιά σε παρακαλώ, γιατί εγώ είμαι Πόντιος!» «Καλά» του απαντάει ο Περικλής: «εσένα θα σ’ το πω και δεύτερη φορά, να το καταλάβεις!»

Όπως δεν θυμάμαι πότε και πώς τον γνώρισα, δεν θυμάμαι και πότε αραιώσαμε, ώσπου χαθήκαμε. Και μετά, τα γνωστά: τηλεφωνήματα όλο και πιο σπάνια, πάντα όμως γεμάτα διαβεβαιώσεις αγάπης και υποσχέσεις ότι σύντομα θα τα πούμε…, ξέροντας ότι, όπως γίνεται συνήθως, δύσκολα θα τα καταφέρναμε.

Τώρα είναι οριστικό. Ό,τι είπαμε, είπαμε. Δεν θα τα ξαναπούμε.

Στο καλό, Περικλή.

buzz it!