20/2/10

Ο «πόλεμος» δεν είναι πόλεμος!

Τα Νέα, 20 Φεβρουαρίου 2010 [εδώ, με προσθήκες]

Τα εισαγωγικά είναι το τεντωμένο δάχτυλο που κατά βάθος επικρίνει, στιγματίζει, δείχνει την έξοδο σε «υποδεέστερες», λαϊκές κατά κανόνα λέξεις




Έφτυσα αίμα για να τον πείσω, μου βγήκε η ψυχή, αλλά, θεός φυλάξοι, ούτε αιμόπτυση έκανα, ούτε ξεψύχησα: απλώς, έσπαγα το κεφάλι μου πώς ν’ αρχίσω άλλη μια επιφυλλίδα για τη μεταφορά και τα εισαγωγικά –και, θεός ξαναφυλάξοι, ολόγερο είναι το κεφάλι μου, άσπαστο.

διαβάστε τη συνέχεια...

Για τη μεταφορά έγραφα στο προηγούμενο, τη μεταφορά που, μέσα από μεμονωμένες λέξεις (λιβανίζω κάποιον), φράσεις ολόκληρες (βγήκε απ’ τα νερά του), ιδιωτισμούς (ήταν κώλος και βρακί οι δυο τους) κ.ά., αποτελεί όχι απλώς μοναδικό εκφραστικό μέσο αλλά αναπόσπαστο μέρος της γλώσσας, που χωρίς αυτό δεν λειτουργεί η γλώσσα, μας το λέει και η γλωσσολογία με ολόκληρη βιβλιογραφία: πως είναι δηλαδή κάτι περισσότερο από αυτό που λέμε «καλολογικά στοιχεία», κάτι πολύ πέρα από απολύτως νόμιμο στοιχείο της γλώσσας, που έτσι κι αλλιώς δεν δικαιολογεί τη χρήση των εισαγωγικών, σύμφωνα με μια ισχυρότατη σήμερα τάση.

Μεταφορές, μετωνυμίες, παρομοιώσεις, στερεότυπες και παροιμιακές φράσεις, καθημερινές λέξεις, λέξεις της αργκό, ξένα δάνεια, οτιδήποτε μοιάζει να ξεφεύγει από μια φετιχιστική κυριολεξία, ακόμα παραπέρα: από έναν σιδερωμένο λόγο, κλείνεται μέσα σε εισαγωγικά. Και τότε τα εισαγωγικά είναι το τεντωμένο δάχτυλο που κατά βάθος επικρίνει, στιγματίζει, δείχνει την έξοδο:

σωστή η «ρότα» της Ελλάδας με σκληρά μέτρα

– «μπούκαραν» με αυτοκίνητο

– έρχεται η ώρα να «την πληρώσουν» οι δανειολήπτες

– παρουσιαστής δελτίου ειδήσεων επέστρεψε στα παλιά του «λημέρια»


«βαρίδιο» για τον Σαμαρά τα σκάνδαλα της καραμανλικής περιόδου: εδώ, με το βαρίδι που έγινε «βαρίδιο» (και άρα θέλει ασυνίζητο τον πληθυντικό του, δηλαδή «βαρίδϊα»!), είναι εμφανέστερος ο ασύνειδος έστω καθαρισμός που υπαγορεύει και πάντως ενισχύει την τάση την οποία συζητούμε·

η ταινία «βγαίνει» αυτή την Πέμπτη στους αθηναϊκούς κινηματογράφους: κι εδώ χαρακτηριστική είναι η εναλλακτική ευπρεπισμένη εκδοχή: όταν δεν «βγαίνει» η ταινία, τότε, όπως το έχω διαβάσει όχι άπαξ, εξέρχεται!

Ας δούμε όμως τη «λογική» (σε εισαγωγικά!) αυτής της τάσης, στην πιο ουδέτερη μορφή της, με παράδειγμα κάθε άλλο παρά ύποπτο για λαϊκή καταγωγή:

Στο κακοπαθημένο δίνω το παρών, που συχνά ανορθογραφόταν σαν «δίνω το παρόν», και τώρα, για να μη μας φύγει το ωμέγα απ’ το παρών, κλείσαμε σε εισαγωγικά τη λέξη κι ησυχάσαμε: ο τάδε έδωσε το «παρών» στη συγκέντρωση του δείνα. Πιθανότατα πρόκειται για ορθογραφικό καθαρισμό, όμως φοβάμαι ότι υποστηρίζεται κυρίως από τη μεταφοροκτόνα τάση. Και τότε είναι ανεξήγητο, α-νόητο, καθώς μάλιστα η μεταφορά, στο κάτω κάτω, αποδίδεται με ολόκληρη την έκφραση δίνω το παρών, αντί για το παρίσταμαι, το παρευρίσκομαι, ή το συμμετέχω (πλήθος κόσμος έδωσε το παρών στη δεντροφύτευση) κτλ. Α-νόητο, επιμένω: γιατί, αν τα εισαγωγικά σημαίνουν ότι το στοιχείο που ξενίζει είναι το παρών, ποια είναι τάχα η κατά τα άλλα βατή και συνηθισμένη έκφραση/χρήση; Τι λέμε δηλαδή εναλλακτικά αντί για το παρίσταμαι; πως δίνω τι; Υπάρχει τάχα έκφραση πως δίνει κάποιος κάτι, όταν θέλουμε να δηλώσουμε ότι αυτός ο κάποιος παρίσταται κάπου; Και αντί να πούμε αυτό το δίνει ξερωγωτί, λέμε στη θέση τού ξερωγωτί πως δίνει το παρών; Και επειδή διαπράξαμε αυτή την εγκληματική παράβαση, επειδή παραβιάσαμε μια –φανταστική– έκφραση, βάζουμε σε εισαγωγικά μεταμέλειας την καινούρια σύναψη του ρήματος δίνω;

Τον «τρόμο της μεταφοράς», όπως έγραφα στο προηγούμενο, τον ανέλυσε διά μακρών πριν από δύο χρόνια στο ιστολόγιό του ο Τιπούκειτος, αποδίδοντάς τον οπωσδήποτε σε άγνοια, αλλά και σ’ έναν «ορθογραφικό ακκισμό, που δείχνει συγκατάβαση προς την καθομιλούμενη γλώσσα». Ενώ ο Νίκος Σαραντάκος σημείωσε τότε χαρακτηριστικά ότι «πολλοί μεταχειρίζονται τα εισαγωγικά σαν λαβίδα ή σαν γάντια για να μην πιάσουν με γυμνά χέρια “βδελυρές” λέξεις ή χρήσεις».

Πρώτος ωστόσο φαίνεται πως γράφει σχετικά ο Πήτερ Μάκριτζ, πάνω από 25 χρόνια πριν. Στη μελέτη του Η νεοελληνική γλώσσα, μετ. Κώστας Ν. Πετρόπουλος, 1990, σημειώνεται α΄ έκδοση, στα αγγλικά, το 1987, ενώ το κοπιράιτ είναι του 1985 –και το παράδειγμα που δίνει, του 1977:

«Όσον καιρό επικρατούσε η Κ[αθαρεύουσα], ήταν έθος να διδάσκονται τα Ελληνόπουλα τη μεγάλη σπουδαιότητα της κυριολεξίας۬· οι συστάσεις για αποφυγή της μη κυριολεκτικής γλώσσας φαίνεται ότι οδήγησαν ορισμένους συγγραφείς να υιοθετήσουν την ανιαρή συνήθεια να κλείνουν σε εισαγωγικά κάθε έκφραση που τους φαινόταν κοινόλεκτη ή μεταφορική. Να ένα παράδειγμα:

»Είκοσι τέσσερις αιώνες ο Φίλιππος “κοιμόταν” κάτω από τα χωράφια της Βεργίνας. (…) Ένα μεσημέρι, πριν 15 μέρες ο κασμάς του πεισματάρη αρχαιολόγου “βρήκε” το ταβάνι του τάφου!»

Δεν είναι καινούριο λοιπόν το φαινόμενο· τώρα όμως πρόκειται για πανδημία. Έτσι, με τις διαστάσεις που έχει πάρει πλέον το φαινόμενο αυτό, μπορούμε να εντοπίσουμε τον καθαρισμό που υπόκειται στη συγκεκριμένη τάση· τον καθαρισμό που συμβαδίζει με την αναπαρθένευση της λόγιας γλώσσας· η οποία αναπαρθένευση σχετίζεται και με την αναζήτηση μιας νέας «επίσημης» (σε εισαγωγικά) γλώσσας, έπειτα από την επίσημη (χωρίς εισαγωγικά) καθιέρωση της δημοτικής· η οποία αναζήτηση τώρα αρδεύεται από την πάγια υποτίμηση και την απαξίωση της σημερινής γλώσσας και τη συνακόλουθη ανασφάλεια του χρήστη· ο οποίος χρήστης υπόκειται έτσι κι αλλιώς σε μια ευρύτερη σύγχυση, που θεωρεί πάντοτε γλώσσα μόνο τον γραπτό λόγο, αποκλείοντας τον προφορικό.

Δύσκολο να ξεμπλέξουμε το κουβάρι και να αποκαταστήσουμε την αιτιακή αλληλουχία που καταλήγει στη συγκεκριμένη χρήση ενός απλού σημείου στίξης· μπορούμε όμως να ορίσουμε το γενικό πλαίσιο, που είναι μια συντηρητική στροφή της γλώσσας, άγνωστο αν παροδική ή μόνιμη, παράλληλη πάντως –αν όχι απότοκη– με τη γενικότερη συντηρητική στροφή της κοινωνίας, την εποχή ιδίως της παγκοσμιοποίησης κτλ.

Ώστε τόσα φοβερά και τρομερά πίσω από ένα τόσο δα σημείο στίξης; Ελπίζω η απάντηση να έρχεται πια από μόνη της. Εξάλλου, αυτό το τόσο δα σ’ αυτήν τη μοδάτη εκδοχή και χρήση του κατορθώνει τα ακατόρθωτα, όπως προειδοποιούσα στην περασμένη επιφυλλίδα, να μοιάζει σαν να υπαινίσσεται εντέλει το ανάποδο από αυτό που εννοεί ο χρήστης.

Είναι η περίπτωση που η ουσιαστικά εσφαλμένη χρήση των εισαγωγικών ανταμώνει τα εισαγωγικά που λειτουργούν σαν ειρωνικό σχόλιο της έννοιας-λέξης. Όταν δηλαδή αναφερθούμε σήμερα στην «ανθηρή» οικονομική κατάσταση της χώρας, είναι προφανές πως εννοούμε το αντίθετο· όταν όμως διαβάσουμε για «μεταμόρφωση» του πολιτικού τοπίου, το πιστεύουμε ή δεν το πιστεύουμε; είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε αν το έγραψε σοβαρά ο συντάκτης και το εννοεί ή αντιθέτως ειρωνεύεται;

Ελάχιστα παραδείγματα:

Διαβάζω τίτλους, ειδήσεις:

- «Πόλεμος» κατά της φοροδιαφυγής: α, ώστε μας κοροϊδεύουν! Κανένας πόλεμος δε θα γίνει, στάχτη στα μάτια απλώς.

Στη «φάκα» όσοι φοροδιαφεύγουν: ώστε θα τους κάνουνε τα μούτρα κρέας!

- Νέο «χτύπημα» από τον Χρ. Παπουτσή: ώστε κι αυτός θέατρο παίζει! σιγά το χτύπημα, θα εννοούν· μάλλον τον ειρωνεύονται.

Ακόμα πιο χαρακτηριστικά, σαν από μυστική συνάντηση πνευμάτων, τις μέρες που έγραφα γι’ αυτό το θέμα, από το επιφανέστερο ιστολόγιο του αριστερογενούς εθνοπατριωτικού χώρου ήρθε και κόσμησε το διαδίκτυο ένα κείμενο απάντηση στην πρόσφατη επιφυλλίδα μου για την εμπλοκή του Μίκη Θεοδωράκη στην υπόθεση Δραγώνα. Το κείμενο αυτό θα μπορούσε από μόνο του να αποτελέσει υποδειγματική έκθεση όλων των χρήσεων των εισαγωγικών (μέτρησα πάνω από 30 περιπτώσεις)· μεταφέρω ελάχιστα από όσα σχετίζονται με την αυτοαναιρετική χρήση:

τα φερέφωνα της εξουσίας αφορίζουν πρόσωπα και καταστάσεις που «ενοχλούν» εκτυφλωτικά τα «γυαλιά» που φοράνε: δηλαδή τι; ενοχλούν αυτά τα πρόσωπα και οι καταστάσεις ή τελικά δεν ενοχλούν·

– η αφεντιά μου καταγγέλλεται πως αφορίζ[ει] και συκοφαντ[εί] κάθε έναν που «τολμά» να μιλήσει με ιδέες, με ιστορικά δεδομένα: άρα σιγά την τόλμη, μοιάζει να χλευάζουν οι ίδιοι οι υπερασπιστές·

– έπειτα, ο λόγος για την ΟΥΣΙΑ των κειμένων του Μίκη και όλων εκείνων που έχουν «ξετινάξει», με ιστορική και κοινωνική σαφήνεια, τα αδρώς «επιδοτούμενα» εθνομηδενιστικά συγγράμματα της Δραγώνα, Ρεπούση και Σία: ώστε δεν έχουν ξετινάξει δηλαδή; και ώστε δεν είναι επιδοτούμενα εντέλει;

– και πώς τολμάμε και μιλάμε οι «εγκάθετοι» της φαιάς εξουσίας των ΜΜΕ, οι επαγγελματίες λασπολόγοι (οι «πόρνες»): ουφ, ανακούφιση, ούτε εγκάθετοι, ούτε πόρνες! Ίσα ίσα, αθώους μας αποδίδει στην κοινωνία το εν λόγω κείμενο.

Όμως το καλύτερο παράδειγμα με εισαγωγικά μπούμεραγκ το ψάρεψε ο Τιπούκειτος:

Ο ηθοποιός και συγγραφέας Θόδωρος Εξαρχος «προίκισε» την ιστοριογραφία του νεοελληνικού θεάτρου με μια «πολύτιμη» προσφορά: Το θεατρολογικό «εγκυκλοπαιδικό» έργο του «Έλληνες Ηθοποιοί», που κυκλοφόρησε… κτλ.

Και σχολίασε ο Τιπούκειτος, αφού πρώτα εξανέστη πως μια τέτοια νεκρολογία καταντά στην ουσία περιύβριση νεκρού:

«…τα εισαγωγικά στο “προίκισε”, στο “πολύτιμη” και στο “εγκυκλοπαιδικό” δεν μπορεί παρά να ερμηνευτούν σαν σαρκαστικά, έτσι που ο μέσος αναγνώστης να συμπεράνει πως ο μακαρίτης ΔΕΝ προίκισε την ιστοριογραφία του ελληνικού θεάτρου με το βιβλίο του, πως το βιβλίο του ΔΕΝ ήταν πολύτιμη προσφορά, και βέβαια πως ΔΕΝ μπορεί να θεωρηθεί εγκυκλοπαιδικό έργο –παρόλο που κατά τα φαινόμενα είχε αξιώσεις θεατρικής εγκυκλοπαίδειας».

Για να τελειώνουμε, κι αφού είναι ιδιαίτερα απλό, και αφορά εντέλει μια σύγχυση, ό,τι και αν υπόκειται και την υποστηρίζει. Ή αποδεχόμαστε βασικές λειτουργίες της γλώσσας ή όχι. Και, σε πρακτικό εν πάση περιπτώσει επίπεδο, ή αποδεχόμαστε το εκφραστικό δυναμικό της γλώσσας ή όχι. Έτσι κι αλλιώς, δεν πρόκειται για αποκλεισμό των λαϊκών μόνο στοιχείων. Το παρών αίφνης λόγιο είναι. Το ίδιο και άλλες λόγιες εκφράσεις, απολιθώματα όπως πάση θυσία, κατά γράμμα, κατά κράτος κ.ά., που κι αυτά ασφυκτιούν ξάφνου μέσα σε εισαγωγικά.

Τόσο δύσκολο πια;

buzz it!