Ούτε καλή χρονιά δεν είπαμε, ή Η χόβολη, ο Ιανός κι οι μπίζνες
Μεσάζει πια ο Ιανουάριος και ούτε καλή χρονιά δεν είπαμε… κρατάει καιρό η ευφορία τής -αγραφίας; αγραψίας; αρνησι-γραψίας; και πώς να ήταν ένα σύνθετο που θα αποδίδει το «βαριέται να γράψει κανείς»; «βαριέται και πολύ το γλεντάει» –-και το ότι βαριέται και το ότι δε γράφει;
διάολε, στο τέλος του μήνα αυτού ανοίγεις την πόρτα των δεύτερων -ήντα, και δουλειά, χοντρή δουλειά, απ’ τα 18, παναπεί τέσσερις δεκαετίες, ξέχειλες κιόλας (χωρίς τα αντίστοιχα ένσημα, φευ), κι απ’ αυτά τα σαραντατόσα χρόνια, τα τελευταία 12 τακτικό σεντόνι, κάποτε διπλοσέντονο, σε εφημερίδα…
ααα, τι απόλαυση, τι πανηγύρι να μη γράφεις… –-μα και να μη δουλεύεις, γενικώς!
αλλά να μη γράφεις ούτε στο μπλογκ; όπου μπορείς να αράξεις χαλαρός, με τις παντόφλες σου; όμως σου έχουν μαζευτεί, απ’ την άλλη, ένα σωρό εκκρεμότητες, μήνες τώρα, μερικές υποχρεωτικές, όπως η δίκη με τον άγιο Πειραιώς, που πρέπει, που να πάρει, έπρεπε από καιρό, κάτι να γράψεις, όμως εδώ δε βαριέσαι μόνο αλλά και διαολίζεσαι, απ’ την τσαντίλα δε σε παίρνει ούτε να χαρείς, κι ας κέρδισες τη δίκη
κι αυτά τα οφειλόμενα πλην άχαρα και αγρίως απωθητικά σε αναστέλλουν απ’ το να γράψεις άλλα που μπορεί να τα χαιρόσουν, νά, την καλή χρονιά σε φίλους κι αναγνώστες, ή για τη συγκινητική, κι ας ήταν ασυμμάζευτη, βραδιά για τον Γιάννη Χρήστου την Κυριακή που πέρασε, 8 του μηνός, 42 χρόνια από τη μέρα που σκοτώθηκε στα σαράντα τέσσερά του, όμως γι’ αυτήν θα γράψεις σίγουρα, κυρίως για την ταινία που γυρίζεται από νέα παιδιά και χρειάζεται η οικονομική βοήθειά μας: σύντομα λοιπόν
για την ώρα, προσδεθείτε, η ευχή:
«ας κρατήσουμε αναμμένο το καρβουνάκι να σιγοκαίει μες στη χόβολη της ελπίδας»
υπογραφή Ελένη Πριοβόλου, εκδόσεις Καστανιώτης
με τη σειρά: παραμονή Πρωτοχρονιάς, τρέχω να προφτάσω στο παρά πέντε τα μαγαζιά, δεν έχω αγοράσει ακόμα ημερολόγιο του 2012, είχα ψάξει λίγο και δεν είχα βρει, μετά το αμέλησα, θέλω απ’ αυτά του γραφείου που έχεις ανοιχτή μπροστά σου ολόκληρη τη βδομάδα, δε βρίσκεις τέτοια εύκολα, τα τελευταία χρόνια έχω βολευτεί με τα πολύ ωραία των εκδόσεων «επί χάρτου», κι ας μην έχουν ανατολή και δύση ηλίου που πολύ μ’ αρέσει να βλέπω και να μετράω πόσο μικραίνει κι έπειτα μεγαλώνει η μέρα, τρέχω λοιπόν να βρω ημερολόγιο, προσπερνάω το βιβλιοπωλείο-όπου-δε-θέλω-να-μπω, φτάνω σε άλλο μεγαλοβιβλιοπωλείο, από αυτά που έχουν κάνει περίπου στάση πληρωμών εδώ και μήνες, καθώς πλησιάζω με ξεκουφαίνει η μουσική, ούτε εκατό κάγκουρες σε παρέλαση με τα ηχεία τέντα, βλέπω στο πεζοδρόμιο έξω απ’ το μεγαλοβιβλιοπωλείο, μες στο σκοτάδι και το κρύο, ντιτζέι με τα όλα του, με κονσόλα και τεράστια ηχεία, η ώρα έξι παρά δέκα, παρά τέταρτο, βάζω στην μπάντα την τσαντίλα μου και μπαίνω φουριόζος, σκοντάφτω πάνω σε μέρος της ιδιοκτησίας που χαριεντίζεται με κοσμική κυρία, δεν βρίσκω το ημερολόγιο που θέλω, βγαίνω μες στον ορυμαγδό των τεράστιων ηχείων, σκέφτομαι πόσο θα ’θελα να ’χα πετάξει κατάμουτρα, και ολίγον έστω λαϊκίστικα, στην ιδιοκτησία, την ώρα ακριβώς της ευφορίας της, ότι, αν έδινε τα όποια, όχι λίγα φαντάζομαι, ευρά που έδωσε για την ηχορυπαντική μοντερνιά της στους εκδότες στους οποίους χρωστάει, θα ’χα πάρει κι εγώ με τη σειρά μου κατιτίς απ’ τους εκδότες που μου χρωστάνε…
φεύγω λοιπόν άπρακτος και μαζί τσαντισμένος, και ξεκουφαμένος, και γυρίζω ακόμα πιο τρεχάτος, ζήτημα αν προλαβαίνω, στο βιβλιοπωλείο όπου δεν ήθελα απ’ την αρχή να πάω, αυτό πια δε γίνεται να μην έχει όνομα, είναι ο Ιανός, υπάρχει ακόμα αρκετός κόσμος, έξι παρά ελάχιστα λεπτά, μπαίνω κι εγώ, με την ουρά στα σκέλια, βρίσκω ευτυχώς το ημερολόγιό μου, και στον διπλανό πάγκο τραβάει την προσοχή μου μια όρθια καρτέλα με τη λέξη «Υπογεγραμμένα», παραξενεύομαι, ανοίγω ένα βιβλίο, διαβάζω το καρβουνάκι και τη χόβολη, με το χέρι γραμμένα, δεν πιστεύω στα μάτια μου, ίσως πιο πολύ δε θέλω να πιστέψω, δεν έχω μπει τελείως στο νόημα, ανοίγω διπλανά βιβλία, να μην τα πολυλογώ (!), ο πιο σοβαρός απ’ όσους είδα, ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος, έγραφε απλώς «Καλή ανάγνωση», κάποιος άλλος, δε θυμάμαι το όνομά του, με βραβείο, λέει, σύγχρονου ελληνικού μυθιστορήματος, σικ, και κάτι σαν βραβείο για «λογοτεχνία μνήμης», πάλι σικ, και με επιπλέον διάκριση την υποψηφιότητά του για το βραβείο αναγνωστών του ΕΚΕΒΙ, τριπλοσίκ, ακόμα κι αυτός έγραφε «Στον φίλο αναγνώστη, Καλή ανάγνωση»
όμως η άγνωστή μου, μέα κούλπα φυσικά, Ελένη Πριοβόλου έκατσε κι έγραψε με το χεράκι της, περήφανη, ούτε λόγος, για την έμπνευσή της, το παραπάνω μνημειώδες, ας το ξαναγράψω, παιδεύτηκα άλλωστε να το απομνημονεύσω αρχικά, να ψάξω έπειτα κάποιο κομμάτι χαρτί, από φόβο πως η ρημάδα η μνήμη μου θα καταστρέψει το μνημειώδες, και γύρισα και αντέγραψα στα κλεφτά, μη με δει τάχα κάνα μάτι και γίνω και ρεζίλι –ξανά λοιπόν:
«ας κρατήσουμε αναμμένο το καρβουνάκι να σιγοκαίει μες στη χόβολη της ελπίδας», συν μια παραλλαγή: «να κρατάμε αναμμένο» κτλ.
προκάτ λοιπόν αφιερώσεις, σαν τα προκάτ αυτόγραφα σταρ και ειδώλων, τις φωτογραφίες με τυπωμένη τη στερεότυπη αφιέρωση, άλλη μια μοντερνιά λοιπόν του Ιανού, στο κάτω κάτω διασκεδαστική, μπροστά στην άλλη του καινοτομία που έγινε πλέον καθεστώς, όπου πας σε μια βιβλιοπαρουσίαση, να τιμήσεις ένα φίλο, και πρέπει να γεμίσεις τα ταμεία του Ιανού, στην ωραία, δε λέω, καφετέριά του, με τα πολλά και ωραία ποτά, κοκτέιλ κτλ., και τις αντίστοιχες τότε, κυριλάτες, τιμές: δε λέω, δύσκολη εποχή για τους εκδότες, που καλούσαν παλιά, πληρώνοντας κατά κανόνα νοίκι σε μια αίθουσα, κι είχαν μετά, δηλαδή και πάλι πλήρωναν, μπουφέ, έστω ένα ποτήρι κρασί, δύσκολη όμως και για τους καλεσμένους-επί-πληρωμή, τα νέα π.χ. παιδιά, χρυσή όμως για τα ταμεία του Ιανού
ας μην ξεκινήσουμε όμως τη χρονιά με μόνο γκρίνια, παρά ας κρατήσουμε… το καρβουνάκι μες στη χόβολη, με άλλα λόγια ας ευθυμήσουμε, για μια καλή, καλύτερη, ή μη χειρότερη χρονιά
ΥΓ. και δε χρειάζεται, φαντάζομαι, να γράψω πως, κατά τα άλλα, ο Ιανός διοργανώνει και πολύ ενδιαφέρουσες καλλιτεχνικές κ.ά. εκδηλώσεις (όπου άλλο πράγμα εκεί η κατανάλωση-εισιτήριο), κι ας είναι ανάμεσα σ’ αυτές και οι εθνεγερτήριες του Αντι-αντικαπνιστικού Αγώνα