4/7/13

«Φωτιά στους τουρκόσπορους πρόσφυγες»

(από τα Στοιχήματα Α΄)
 

«Δεν είμαστε ρατσιστές εμείς…» και γενικότερα «Οι Έλληνες δεν ήμασταν ποτέ ρατσιστές…» –με ή χωρίς το περίφημο «αλλά», που εισάγει τους «αντικειμενικούς λόγους» που εξηγούν τη στάση μας: «αλλά δεν μπορείς πια να κυκλοφορήσεις το βράδυ / μας κλέβουν / μας σκοτώνουν / μας βιάζουν / εν πάση περιπτώσει βρομάνε, βρε αδερφέ». Αυτή η καταγωγική άρνηση της ρατσιστικής ταυτότητας είναι ο ένας από τους δύο βασικούς πυλώνες που υποβαστάζουν την εθνική μας αυταρέσκεια και τον επίσης εθνικό μας εφησυχασμό, ότι το πρόβλημα είναι πάντοτε οι άλλοι.

Ο άλλος πυλώνας είναι το «εμείς ήμασταν πάντοτε νόμιμοι μετανάστες» –«κύριοι πήγαμε, κύριοι φύγαμε», όπως είπε παραστατικά κάποιος στην κάμερα, σ’ ένα ντοκιμαντέρ για τη δράση της Χρυσής Αυγής.

Σ’ αυτά τα δύο στερεότυπα, που έχουν αναχθεί στη σφαίρα του αυτονόητου: το «δεν ήμασταν ποτέ ρατσιστές» και το «ήμασταν πάντοτε νόμιμοι μετανάστες», σκοντάφτει γρήγορα κάθε συζήτηση και στομώνει. Έτσι, βασική προϋπόθεση για την προσέγγιση φαινομένων τόσο σύνθετων όπως ο εθνικισμός και ο ρατσισμός είναι η ανασκευή των δύο στερεοτύπων –βασική προϋπόθεση, έτσι κι αλλιώς, για στοιχειώδη αυτογνωσία, με την οποία και μόνο μπορούμε να προσεγγίσουμε αυτά τα φαινόμενα. Οι πηγές είναι άφθονες, υπάρχουν ακόμα ζωντανοί μάρτυρες-υποκείμενα της Ιστορίας, χρειάζεται απλώς να μην κλείνουμε μάτια κι αφτιά.

Ώστε δεν ήμασταν ποτέ ρατσιστές; Ας ξεκινήσουμε από τον παρελθόντα χρόνο, αφού για το παρόν υπάρχουν τα πολυπληθή «αλλά» που είπαμε, αυτά που στέκουν άλλοθι τάχα ακλόνητα και εξηγούν ή και δικαιολογούν ρατσιστικές συμπεριφορές και στάσεις. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από τη στάση μας απέναντι όχι σε αλλοεθνείς αλλά στο «αδελφό αίμα», αυτό που απ’ την άλλη επαιρόμαστε πως ήταν εστία πολιτισμού στη βάρβαρη Ανατολή. Αναφέρομαι στους Μικρασιάτες αδελφούς, που πέρασαν κι αυτοί από μαχαίρι, όπως οι σημερινοί μετανάστες, και κατέφυγαν στη μητέρα πατρίδα –αυτήν η οποία έβαλε άλλωστε σε μεγάλη περιπέτεια όλο τον ελληνισμό, εκστρατεύοντας στη Μικρά Ασία τάχα για να σώσει αυτούς ακριβώς τους αδελφούς.

Ας αφήσουμε για την ώρα τα πιο ακανθώδη της ιστορίας αυτής, πως δηλαδή οι Μικρασιάτες πλήρωσαν ώς έναν βαθμό τα επίχειρα της στάσης της μητέρας πατρίδας, τις αγριότητες δηλαδή του ελληνικού στρατού καθώς προέλαυνε στην Τουρκία, τους εμπρησμούς και τις λεηλασίες, τους βιασμούς, τις δολοφονίες αμάχων και τόσα άλλα, που κι αυτά αρνούμαστε να τα διαβάσουμε, ακόμα και στις δικές μας «καθαρές» πηγές. Ας αφήσουμε, λέω, το κεφάλαιο αυτό και ας σταθούμε στα απ’ τον ξεριζωμό και δώθε, στην υποδοχή που επιφυλάξαμε στους πρόσφυγες, αφότου πάτησαν τα ελληνικά χώματα.

Όπου δουλειές δεν τους δίναμε, ενώ παράλληλα κλαιγόμασταν ότι μας παίρνουν εκείνοι τις δουλειές και ρίχνουν τα μεροκάματα, όπου η λέξη «πρόσφυγας» ήταν αυτόχρημα απαξιωτική και υποτιμητική, και προπαντός φοβέρα, για να τρώνε το φαΐ τους τα παιδιά («φάε, γιατί θα ’ρθει η πρόσφυγα να σε πάρει!»), όπου τις γυναίκες ειδικά, που, μέσα στην εξαθλίωση της προσφυγιάς, πλένονταν και καλοντύνονταν, επιμένοντας να κρατήσουν ένα κομμάτι αξιοπρέπεια και κάτι απ’ τον χαμένο κοσμοπολιτισμό τους, τις βγάλαμε «παστρικές», εννοώντας πουτάνες, και γενικότερα «κωλοσμυρνιές» τις φωνάζαμε –για να μην πω πως ήδη το «Σμυρνιά» από μόνο του αποτελούσε βρισιά.

Αυτά στην κοινή συνείδηση, στην καθημερινή ζωή, γι’ αυτό και πιο ανατριχιαστικά.

Είχαν ξεκινήσει όμως νωρίτερα τα πράγματα, με το πρώτο κύμα προσφύγων, μετά το 1914, όταν άρχισαν οι σφαγές και οι εκτοπισμοί ελληνικών πληθυσμών απ’ τους Νεότουρκους. Όπου όσοι Έλληνες επέζησαν, κατέφυγαν στον Άνω Πόντο, στην ΕΣΣΔ, κι εμείς κάναμε έπειτα τα πάντα για να εμποδίσουμε τον ερχομό τους στην Ελλάδα,[1] κι άλλοι έφτασαν ώς εδώ, όπου δεν συνάντησαν διόλου θερμή υποδοχή: «να μη επιτρέπηται εις τους πρόσφυγας να εργάζωνται εις τας εργασίας εντοπίων εργατών...» ζητά το Εργατικό Κέντρο Αθηνών, με ψήφισμά του προς τον πρωθυπουργό και όλα τα εργατικά σωματεία της χώρας (21.8.1914).[2]

Γενικότερα οι πρόσφυγες ταυτίζονται, στη συνείδηση ιδίως των μοναρχικών, με το βενιζελικό στρατόπεδο, και βρίσκονται αυτόματα στο κέντρο των διώξεων. Στα περίφημα Νοεμβριανά του 1916, στα οποία πρωτοστατούν οι ένοπλες παρακρατικές ομάδες των «Επιστράτων», που εμπνευστή και ιδρυτή τους είχαν τον Ιωάννη Μεταξά, εξαπολύεται πογκρόμ κατά των προσφύγων, σπίτια και μαγαζιά σημαδεύονται με κόκκινη μπογιά, γύρω στους 20 πρόσφυγες οδηγούνται κοντά στο φθισιατρείο «Σωτηρία» και δολοφονούνται. Συνολικά, και ανάλογα με τους διάφορους υπολογισμούς, έχουμε 100 έως 300 ανώνυμους νεκρούς πρόσφυγες, θαμμένους σε μαζικούς τάφους:

«Κατά τον Χουρμούζιο, μαζικές εκτελέσεις [προσφύγων] σημειώθηκαν σε ένα στρατόπεδο του Πυροβολικού στις όχθες του Ιλισού, στο στρατόπεδο του Γουδιού και στο Πεδίον του Άρεως. [...] Οι πρόσφυγες σκοτώθηκαν επειδή ήταν πρόσφυγες: οι δολοφονίες τους αποτέλεσαν εν ψυχρώ και απρόσωπα εγκλήματα μίσους, το οποίο είχε καλλιεργηθεί συστηματικά από τα μέσα ενημέρωσης. Επιστέγασαν έτσι την πολιτική της κυβέρνησης, η οποία προηγουμένως είχε απαλλάξει την πρωτεύουσα από αρκετές χιλιάδες άλλους πρόσφυγες, στέλνοντάς τους να αποδεκατιστούν από την πείνα και τις επιδημίες σ’ ένα αυτοσχέδιο στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Σούδα...»[3]

Το αντιπροσφυγικό μένος αποτυπώνεται στο σύνθημα «Φωτιά στους τουρκόσπορους πρόσφυγες», που κυριαρχεί σε συλλαλητήριο των μοναρχικών στις 9 Νοεμβρίου 1923 στους Στύλους του Ολυμπίου Διός. Γιατί «τουρκόσποροι» χαρακτηρίζονταν γενικά οι πρόσφυγες, «τουρκομερίτες», «ογλούδες» κ.ά., στο στόμα του απλού λαού, «προσφυγική αγέλη» στα χείλη ευγενών, όπως ο Γεώργιος Βλάχος της Καθημερινής.

Πιο πρακτικός ο Πρωινός Τύπος ζητά να φορούν οι πρόσφυγες κίτρινο περιβραχιόνιο, για να τους ξεχωρίζουν οι γηγενείς και να αποφεύγουν τον συγχρωτισμό μαζί τους. Αυτά το 1933, λίγα χρόνια πριν από το κίτρινο άστρο που φόρεσαν άλλοι στο πέτο άλλων –κι εδώ πρωτοπορία λοιπόν εμείς.

Διακύβευμα; Η καθαρότητα τάχα του αίματος; από το τύποις αδελφό αίμα, που είχε ωστόσο μολυνθεί από το προαιωνίως εχθρικό τούρκικο αίμα; Μπα, η τσέπη. Τα μεροκάματα που είπαμε, και πιο πολύ η γη, στην επαρχία, τα ανταλλάξιμα κτήματα που είχαν δοθεί στους πρόσφυγες και επιχειρούσαν να τα καταπατήσουν οι γηγενείς, με οργανωμένες, ένοπλες επιδρομές. Από τις θλιβερότερες σελίδες, η επιδρομή στον οικισμό των προσφύγων του Κιούπκιοϊ, στις Σέρρες, το φθινόπωρο του 1924. Όπου «ετραυμάτισαν 17 πρόσφυγας, το πλείστον γυναίκας, πυρπολήσαντες τας σκηνάς, τους σταύλους, τους αχυρώνας, λεηλατήσαντες και τας αποσκευάς...»[4]

Αλλά και αργότερα, μετά την καταστολή του βενιζελικού κινήματος τον Μάρτιο του 1935 και τις βίαιες ταραχές που ξέσπασαν στη Μακεδονία, έχουμε απροκάλυπτο πογκρόμ εναντίον των προσφύγων από οπλισμένες αντιβενιζελικές ομάδες ή πυρπολήσεις προσφυγικών σπιτιών και καταστημάτων, όπως στον Βόλο το 1936.

Και αργότερα… και αργότερα… Ώσπου φτάσαμε στο σήμερα. Που προεικονίζεται πιστά στα όσα διαβάσαμε παραπάνω, αν προσαρμόσουμε απλώς τη γλώσσα της εποχής. Στο σήμερα, που δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς, με τέτοια προϊστορία –θητεία, μου ’ρχεται να πω.

«Οι παππούδες μας πρόσφυγες, οι γονείς μας μετανάστες, εμείς ρατσιστές;» ρωτάει ένα σύνθημα που γράφτηκε τελευταία στους τοίχους.

Ναι, είναι αλίμονο η απάντηση· και μάλιστα την ίδια ακριβώς εποχή που ήταν πρόσφυγες οι παππούδες μας και έφευγαν οι γονείς μας μετανάστες –και ρατσιστές, ξανατονίζω, απέναντι όχι στον ξένο, όπως τώρα, αλλά στον ομοαίματο, υποτίθεται, αδελφό. Χαλασμένη φάρα, που λένε; Όχι. Η ανθρώπινη φύση. Που γι’ αυτό και δεν χρειάζεται εξωραϊσμούς και εξιδανικεύσεις, που σημαίνει εξαπάτηση, ιδίως μέσα από την παραχάραξη της Ιστορίας –η οποία γίνεται κάλλιστα και με τις παρασιωπήσεις. Παιδεία χρειάζεται. Που ξεκινάει από την αυτογνωσία.

Μένει το άλλο στερεότυπο, που είπαμε εισαγωγικά, ότι εμείς όμως «ήμασταν πάντοτε νόμιμοι μετανάστες, κύριοι πήγαμε, κύριοι γυρίσαμε»: θα το δούμε στη συνέχεια το κυριλίκι μας αυτό.[5]




[1] Μολονότι οι Πόντιοι πρόσφυγες εντάσσονταν στη Συνθήκη της Λοζάννης για την ανταλλαγή πληθυσμών, η ελληνική κυβέρνηση ήδη από το 1928 απαγόρευε την ομαδική επιστροφή όσων είχαν εγκλωβιστεί στην ΕΣΣΔ. Η πολιτική αυτή συνεχίστηκε επί Μεταξά, με αποτέλεσμα να θρηνήσουμε πολλά θύματα την περίοδο των σταλινικών διώξεων του 1937-38. Το τελευταίο κεφάλαιο γράφτηκε στις μέρες μας, με αυτούς που με μύρια όσα προσκόμματα άφησε η πολιτεία να επαναπατριστούν κι εμείς τους αποκαλούμε, απαξιωτικά βεβαίως, Ρωσοπόντιους.

[2] Οι διωγμοί των Ελλήνων εν Θράκη και Μικρασία: Αυθεντικαί εκθέσεις και επίσημα κείμενα, Αθήνα 1915, σ. ζ-η · για μια σφαιρική αντιμετώπιση του θέματος της υποδοχής των προσφύγων, βλ. Ιός της Κυριακής, «Πάντα ανεπιθύμητοι: Η διαχρονική ρατσιστική υποδοχή των προσφύγων», Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία 24.1.2010.

[3] Σπύρος Μαρκέτος, «Τα Νοεμβριανά», στα Ιστορικά της Ελευθεροτυπίας, τχ. 57, 16 Νοεμβρίου 2000], σ. 16. Γενικότερα, για όσα εκτίθενται εδώ, βλ. την –εθνικώς ανεπίληπτη!– ηλεκτρονική Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού (ΕΜΕ, http://www.ehw.gr/ehw/forms/Default.aspx) του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού, ιδίως κεφ. «Αντιπαραθέσεις μεταξύ γηγενών και Μικρασιατών προσφύγων στην Ελλάδα».

[4] Εφημερίδα Παμπροσφυγική, 9 Νοεμβρίου 1924· παραθέτει η ΕΜΕ, όπ. παρ. Και προσοχή στο «λεηλατήσαντες και τας αποσκευάς», που προοικονομεί τη δράση των άξιων σημερινών απογόνων, π.χ. Χρυσαυγιτών ή και αστυνομικών, που ξυλοφορτώνουν ή και μαχαιρώνουν Πακιστανούς, «κατάσχοντας» παράλληλα πορτοφόλια και κινητά.

[5] «Λαθραίοι, απειλητικοί και απόβλητοι» και «Και παραβατικοί» (σε μια πρώτη μορφή: http://yannisharis.blogspot.gr/2011/02/blog-post.html και http://yannisharis.blogspot.gr/2011/02/blog-post_26.html).

buzz it!