13/2/16

Χωρίς περισπωμένη, αγάπη δεν υπάρχει!

(Εφημερίδα των συντακτών 13 Φεβρ. 2016)


Να υπάρχει «κάπου μια γωνιά στο Σύμπαν, όπου το “σ’ αγαπώ” [θα] γράφεται ακόμα με περισπωμένη», όπου δηλαδή το περισπώμενο «σ’ αγαπώ» θα εκφράζει όσα δεν μπόρεσε ποτέ να εκφράσει το έρμο «σ’ αγαπάω», αφού αυτό ποτέ δεν αξιώθηκε μια περήφανη περισπωμένη!

Μ’ αυτόν τον βαθύ καημό καταλήγει ένα άρθρο που νοσταλγεί τις περισπωμένες, «τις θείες  δασείες των ελληνικών “ρω”, [και] τις άχνες στα φωνήεντα», τώρα που και οι Γάλλοι, όπως εμείς με το μονοτονικό, βάλθηκαν να την ξεπατώσουν τη γλώσσα τους, στερώντας της τη σιρκονφλέξ, έναν τόνο που κάπως μοιάζει της περισπωμένης.

Χαριτωμένο, δεν το λέω απαξιωτικά, και ευφάνταστο το άρθρο, μακριά όμως από κάθε επιστημονική αλλά και ιστορική αλήθεια, μακριά και από την πραγματικότητα, επιγράφεται: «Η θεία Δασεία και η μαντάμ Σιρκονφλέξ», και υπογράφεται από τη Ρίκα Βαγιάννη (Protagon.gr, 7.2.16).

Ξανάρχισαν τα όργανα, σκέφτηκα όταν το είδα, τις ίδιες μέρες που φούντωνε στη Γαλλία η αντίδραση για μια μετριοπαθέστατη ορθογραφική «μεταρρύθμιση», στην ουσία έναν περιορισμένο εξορθολογισμό, όπως ακριβώς εξορθολογισμός ήταν η καθιέρωση του μονοτονικού σ’ εμάς, αφού, υπενθυμίζω, ακόμα και ο Μπαμπινιώτης, μ’ όλη του την αδυναμία στο πολυτονικό (και την καθαρεύουσα, μην κρυβόμαστε), έχει επανειλημμένα υποστηρίξει ότι το πολυτονικό στα νέα ελληνικά δεν στέκει.

Ξανάρχισαν λοιπόν τα όργανα, αν σταμάτησαν ποτέ, ίδια, πανομοιότυπα, και εδώ και στη σύμμαχο χώρα, για θέμα καθαρά ορθογραφικό, που πάλι μας έχει δείξει και η ιστορία και το έχει αποτυπώσει η επιστήμη πως η γραφή δεν επηρεάζει τη γλώσσα. Όμως η σύγχυση είναι παλιά, αυτή θα έκανε τον Πλάτωνα να αποφαίνεται στον Φαίδρο (276a) πως «ο λόγος είναι ο ζωντανός και έμψυχος· η γραφή του είναι απλώς το είδωλό του».

Έτσι, η συμπαθέστατη Ρίκα Βαγιάνη, που είχε βάλει τα κλάματα, όπως μας διαβεβαιώνει, όταν καταργήθηκε το πολυτονικό, και αναρωτιόταν από τότε: «Πώς γίνεται να πεις “σ’ αγαπώ” χωρίς περισπωμένη;», φτάνει να γράφει τώρα πως:

«Ίσως η χειρότερη συνέπεια της κατάργησης του πολυτονικού, των Αρχαίων, ακόμα και της –χρησιμότατης για τις κλασσικές σπουδές– καθαρεύουσας, δεν ήταν τόσο η εκφραστική φτώχεια που ρήμαξε τη σκέψη μας όσο η πολιτικοποίηση των γλωσσικών επιλογών στην Παιδεία.

»Η ελληνική γλώσσα με όλα της τα σύγχρονα προικιά και τα αρχαία μπιχλιμπίδια, αντί να φυλαχθεί ως ανεκτίμητος θησαυρός από τις δυνάμεις της Αριστεράς, παραπετάχτηκε σαν “αστικό κατάλοιπο” στο περιθώριο». «Εκεί τη βρήκαν» συνεχίζει «και (τάχα μου) την πήραν υπό την προστασία τους δυνάμεις θεοσκότεινες…», οι νεοναζιστές, υπαινίσσεται αμέσως μετά, του «ηγέρθιτου» (!), και γι’ αυτό: «Δεν μπορώ να κρύψω πως, με ελάχιστες εξαιρέσεις, όταν βλέπω πλέον κείμενο τυπωμένο σε πολυτονικό, μπαίνω αυτομάτως σε αμυντική  φάση “αλέρτ-αντιφά”».

Θα ’ταν αλήθεια άδικο να σχολιάσω πια εδώ, πόσο μάλλον να ρωτήσω πώς καταργήθηκαν τα αρχαία, ή μήπως πρόκειται για το απλώς ψευδές πως καταργήθηκε η διδασκαλία τους, κι αφήνω και τη «χρησιμότατη» (κατά τη νέα μόδα: είπαμε πολλά εδώ τελευταία) καθαρεύουσα: στάθηκα αρκετά σ’ αυτό το άρθρο επειδή αναπαράγει όλους τους παμπάλαιους κοινούς τόπους και τις επάλληλες συγχύσεις για τη γλώσσα, στερεότυπα που τα ακούμε τώρα πανομοιότυπα, όπως είπα, από τη χώρα του Διαφωτισμού, και μάλιστα για «αναστάτωση» πολύ μικρότερης έκτασης, εντέλει, απ’ όσο μπορεί να είναι η μετάβαση από το πολυτονικό στο μονοτονικό.

Υπάρχει ωστόσο κάτι που σε μια πρώτη, επιφανειακή προσέγγιση μοιάζει να έχει κάποια βάση, ότι οι ορθογραφικές αλλαγές επηρεάζουν την ιστορικότητα της γλώσσας και της γραφής, ακριβέστερα ότι παραβιάζουν την ιστορία της γραφής της γλώσσας· κι αυτό οδηγεί ακόμα και καλοπροαίρετους  να πιστέψουν πως καταργείται η ιστορική ορθογραφία, να θεωρήσουν δηλαδή κατάργηση κάθε στοιχειώδη εξορθολογισμό, που μάλιστα ακολουθεί κάθε φορά με μεγάλη χρονική καθυστέρηση ουσιαστικές γλωσσικές αλλαγές, εν προκειμένω σε μορφοφωνολογικό επίπεδο.

Δεν καταργείται λοιπόν η ιστορική ορθογραφία, ούτε η ελληνική ούτε η γαλλική: αν ξεκινήσουμε από τα δικά μας, μπροστά μας τα έχουμε ακόμα όλα τα [i]: ι, η, υ, οι, ει, υι, και τα [e]: ε και αι, και τα [ο]: ο και ω, μπροστά μας και τα διπλά σύμφωνα, και στον άρρωστο και στην αλλαγή και στο διάλειμμα. Απλώς με τα χρόνια εξομαλύνονται διάφοροι τύποι, όπως στον προφορικό έτσι και στον γραπτό λόγο, ακολουθούν άλλους, επικρατέστερους κ.ο.κ. Έτσι, κατά το Γιάννης, από το Ιωάννης, γράφουμε Δημήτρης, αντί για Δημήτρις, από το Δημήτριος, και Βασίλης, αντί για Βασίλεις, από το Βασίλειος. Ή αλλιώς, δεν γράφουμε, όπως έγραφαν επιστήμονες του διαμετρήματος του Γ. Ν. Χατζιδάκι κ.ά., δράκως, από το δράκων, ’υρίσκω, από το ευρίσκω, και κωπέλλα και τημώνι και βαρκάροιδες και ψαίλνω.

Για τους Γάλλους, την άλλη φορά.

buzz it!