21/1/18

Επαναστατικό θέατρο

(Εφημερίδα των συντακτών 20 Ιαν. 2018)


Η πιο αθώα περίπτωση είναι όταν η κάμερα σταματά για λίγο σε μια παρέα φιλάθλων, την ώρα που χαζεύουν βαριεστημένα μιαν αδιάφορη φάση του παιχνιδιού, και ξαφνικά, στη θέα της κάμερας, παίρνουν φωτιά, βροντοφωνάζουν κάποιο σύνθημα –και στέλνουν και χαιρετισμούς στη μάνα τους. Από το χαριτωμένο όμως περνούμε στο γελοίο και, αναλόγως, εξοργιστικό, όταν ο φακός καλεί κάποιον ή μια ομάδα, σε διαδήλωση ή άλλη εκδήλωση διαμαρτυρίας, να πρωταγωνιστήσει. Εκεί, γυρίζει ένας αόρατος διακόπτης, και νά, πετάγονται οι φλέβες στον λαιμό, εξαπολύονται κεραυνοί, και μια πασιφανής υπερβολή, το υπερπαίξιμο που λεν στο θέατρο, ψαλιδίζει ή και ακυρώνει το όποιο δίκιο τού –πλέον– θεατρίνου.

Κάποτε τη λέγαμε «επαναστατική γυμναστική»· τώρα, με όλα τα φώτα στραμμένα πάνω της, με όλα τα ΜΜΕ να την προβάλλουν, αναβαθμίστηκε; υποβαθμίστηκε; δύσκολο να πεις, διεκδικεί πάντως τον χαρακτηρισμό του θεάτρου, αφού εκτυλίσσεται με όρους θεάματος.

Από τις πλήθος περιπτώσεις θα σταθώ σε δύο: (α) στον προπηλακισμό (στα όρια της βιαιοπραγίας) των συμβολαιογράφων που εκπλειστηριάζουν ακίνητα, φαινόμενο που επαναλαμβάνεται σταθερά, και συχνά αδιακρίτως, χωρίς διάκριση δηλαδή αν πρόκειται για πρώτη κατοικία, και πάντως χαμηλής αξίας, ή για βίλα κτλ.· και (β) στο σπάσιμο της τζαμαρίας του υπουργείου εργασίας και την εισβολή του ΠΑΜΕ, σαν πιο πρόσφατο περιστατικό και με ιδιαίτερη σημασία, αφού έχουμε συγκεκριμένη δράση συγκεκριμένου κομματικού φορέα.

Από μια απολύτως κατανοητή πολιτικοϊδεολογική διαφωνία, θα μου πείτε, στέκομαι στον θεατρικό χαρακτήρα της; Οπωσδήποτε ναι, έτσι που το θέατρο θολώνει την καθαρότητα της πολιτικής στόχευσης και καθιστά την πολιτική δράση αναποτελεσματική, ενώ παράλληλα οδηγεί σε μορφές έκφρασης παραδοσιακά ξένες προς την αριστερά.

Πρώτα στους πλειστηριασμούς, όπου έχουμε όλοι δει στην τηλεόραση π.χ. μια σταθερή ομάδα, με κορυφαίο έναν ψηλό φωτογενή νέο άντρα, που παίζει τον ρόλο του μετωπικά, απευθυνόμενος κυρίως στην κάμερα παρά στην προπηλακιζόμενη συμβολαιογράφο· κι από κοντά ο χορός, να εξαπολύει κατάρες και απειλές όχι προς την υπεύθυνη εξουσία αλλά απέναντι σ’ ένα καθαρά εκτελεστικό όργανο. Εύκολα μπαίνεις πια στον πειρασμό να στείλεις αυτού του είδους τα πολιτικά μυαλά, μαζί και με τους Ρουβίκωνες, που μπήκαν εσχάτως στον χορό, αφού πρώτα κυνήγησαν την αμαρτία στο Πεδίο του Άρεως, νύχτα με φακούς και με λοστάρια, να τους πεις λοιπόν να μεταφέρουν την επαναστατική ορμή τους μέσα στα αστυνομικά τμήματα π.χ., και να τραμπουκίσουν τώρα τους μπάτσους, που κι αυτοί εκτελούν εντολές, άλλο αν συχνά δείχνουν και υπερβάλλοντα ζήλο.

Και ιδού σπασμένες τζαμαρίες στο υπουργείο εργασίας από το ΠΑΜΕ, που εισβάλει στο γραφείο της υπουργού. Εδώ, πολύ χαρακτηριστικά, μόλις αρχίζουνε οι κάμερες να γράφουν, ο καινούριος κορυφαίος ανεβάζει στροφές, βροντώντας τη γροθιά πάνω στο τραπέζι. Όμως το θέατρο είναι τέχνη υψηλή και με νόμους αυστηρούς, και τους μικρούς και αδαείς τους καταπίνει, και μια επίσης εύλογη πολιτικοϊδεολογική διαφωνία τη μετατρέπει σε καταγέλαστο επιθεωρησιακό νούμερο· ενώ, το κυριότερο, όπως έγραψα παραπάνω, εξωθεί σε δράσεις ξένες προς την αριστερά, από αυτές ειδικότερα που διακρίνουν απολύτως την αριστερά από τον αριστερισμό –στην καλύτερη περίπτωση.

Σπασμένες τζαμαρίες λοιπόν, πράξη που σε συμβολικό αν μη τι άλλο επίπεδο σηματοδοτεί μια στροφή του ώς τώρα κόμματος-καλού παιδιού, που εισέπραττε εύσημα αφειδώς και επαίνους από τη δεξιά για τη σύνεσή του, σε δράσεις τώρα που και οι μεν και οι δε τις καταδίκαζαν σαν μπάχαλα. Είπα στροφή του ΚΚΕ, αν βέβαια πάλιωσε πολύ η πρώτη ιδίως περίοδος της δράσης των ΚΝΑΤ, π.χ. η επίθεση με λοστάρια και σιδεροσωλήνες στο Χημείο το 1979, ενώ έκτοτε τα λοστάρια έγιναν κοντοί σημαίας, έτοιμοι για κάθε χρήση, κατά την «περιφρούρηση» διαδηλώσεων.

Ώστε κοινοί μπάχαλοι οι συνετοί, αφού έτσι το καλεί η εποχή, και εύσημα μπορεί να μην έχουν δημοσία, η επιβράβευση όμως και πάλι υπάρχει, υπόρρητη απλώς. Κι αναγαλλιάζουν τα κανάλια, και δείχνουν και ξαναδείχνουν τις διάφορες σκηνές, τώρα όμως λιτά, «αντικειμενικά». Πού το σκανδαλισμένο ύφος της Μάρας Ζαχαρέα, όταν τής ιστορούσε λαχανιαστά και με τρεμάμενη από θυμό φωνή η Κάτια Μακρή το κακό: το σπασμένο πεζοδρόμιο, το γιαούρτι στον Πάγκαλο, όλα ίδια κι απαράλλαχτα με το ξύλο στον φουκαρά τον Χατζηδάκη, πού οι φιλιππικοί της Τρέμη και του Πρετεντέρη, του Πορτοσάλτε και του Μπάμπη, του… της… -σάμπως είχε λείψει και κανένας;

Αλλά πιο θλιβερή μου μοιάζει η αναγκαστική σιγή των δημοσιολόγων, που έγραψαν χιλιόμετρα στη Σταυροφορία κατά της Ανομίας, ψυχαναγκαστικά θαρρείς: ανομία, ανομία, ανομία…, λέξη σφραγίδα μιας ολόκληρης εποχής, που ένωσε αξεδιάλυτα σε ένα σώμα μια ψυχή απαξάπασες τις αντισυριζαϊκές δυνάμεις, σύνθημα και παρασύνθημα μαζί, ουσιαστικά μια ηθικολογούσα μεταμφίεση της παρανομίας, αφού η παρανομία τιμωρείται απ’ τους ανθρώπους, η ανομία όμως από τον Θεό. Της Ελλάδας, προφανώς.



buzz it!