15/11/20

Το Μπουρδολόγιον, ξανά, και ο Μπάτσος

(Εφημερίδα των συντακτών 14 Νοεμ. 2020)

 



* Το Μπουρδολόγιον ξαναχτυπά, και εξηγεί πως αγαπάει τα λατινικά, γιατί κάποτε τον έσωσαν: «Τον καιρό που με κυνηγούσαν, έπεσαν, τότε, οι χουνταίοι σ’ ένα σοφό μου ημερολόγιο, που το έγραφα σε ακραιφνή λατινικά… Έτσι, έχασαν ημερήσιες [!] ώρες ψάχνοντας ερμηνεία στα κατ’ αυτούς “κωδικά”. Τα λατινικά μου εκείνα, ήταν Βιργιλίου χαριτωμενιές, προωρισμένες σε δεσποινίδες λατινίδες της “Βαλαγιάννη” και της “Καλαμαρί”. Ως γνωστόν, τότε, αι μεν βαλαγιαννίδες, λόγω αυχμηρών καθηγητών, αι δε καλαμαρίδες δέσποινες, λόγω αυστηρών καλογραιών, ήσαν αριστέες εις την λατινίδα…»

Και το μεν «μπουρδολόγιον», προσφιλής όρος του Κ. Ζουράρεως, και τώρα επιστρεπτέος, το δε ιλαρό παράθεμα, διά χειρός ακριβώς Ζουράρεως (ΕφΣυν 9/11), το μεταφέρω χάριν παιδιάς, μια και πολλοί, όπως κι εγώ αρχικά, από τον τίτλο και μόνο: «Η frustration-ψεύσις μέσα στην νεοφιλελευθώ», εγκατέλειψαν την ανάγνωση του πολυτονισμένου (με πλήθος λάθη, εννοείται) άρθρου του «βουλευτή ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτικής Συμμαχίας Α΄ Θεσσαλονίκης», τρομάρα μας…

* Η ματαίωση και ο μπάτσος. Ας μας φανεί όμως χρήσιμο και σε κάτι το μπουρδολόγιον. Που ασχολείται και με τη μετάφραση του όρου frustration. Αφορμή του, μια σημείωση του Κύρκου Δοξιάδη: «κάτι που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε πολιτική ματαίωση (συνήθης μετάφραση του frustration, δεν είμαι σίγουρος ότι συμφωνώ)» (ΕφΣυν 4/11). Έχει δίκιο από πολλές απόψεις ο κ. Δοξιάδης, δεν είναι πάντοτε απλή η μετάφραση της τόσο κοινής, στα αγγλικά ιδίως, frustration. Που μπορεί να αποδοθεί με πλήθος λέξεις: από απογοήτευση, δυσαρέσκεια και ακύρωση έως αγανάκτηση, απελπισία κ.ά.

Η κοινότερη, κατά τη γνώμη μου, και πλησιέστερη απόδοση είναι η απογοήτευση. Όμως, στην ψυχολογία, η ματαίωση, όπως έχει επικρατήσει από παλιά, είναι εξαιρετικά εύγλωττη. Θα μπορούσε έτσι να καταλήξει πρόχειρα κανείς ότι: σε επιστημονικό λόγο, και σίγουρα στην ψυχολογία: ματαίωση· γενικότερα, και ιδίως στον καθημερινό λόγο: απογοήτευση.

Και πάντως δύσκολα «αποστέρηση» (ή «ξεγέλασμα»), όπως προτείνει ο κ. Ζουράρις.

* Και αφού πιάσαμε τα μεταφραστικά, κάτι ακόμα, που θίχτηκε και εδώ, με τη νέα κυκλοφορία της μεγάλης επιτυχίας του Αλαίν Ντελόν «Le flic». «Ο αστυνόμος» μεταφράστηκε τώρα, «Ο μπάτσος» παλιά, πριν από αρκετές δεκαετίες. Και υπήρξαν διαμαρτυρίες τώρα, γιατί «αστυνόμος» και όχι «μπάτσος», όπως ακριβώς και παλιά, γιατί «μπάτσος» και όχι «αστυνόμος».

Παλιά λοιπόν πρωτοδιάβασα, από τα πολλά που γράφτηκαν, κάτι που αρχικά με ξένισε αλλά το επιβεβαίωνα έκτοτε συνεχώς, ότι το γαλλικό flic, όπως ακριβώς και το αγγλικό cop, σημαίνει «μπάτσος» αλλά και «αστυνομικός». Δεν χρησιμοποιείται δηλαδή πάντα, αυστηρά και μόνο, με την καθαρά απαξιωτική και υβριστική έννοια του μπάτσου στα ελληνικά· είναι υποτιμητικό αλλά και σκέτα λαϊκό, καθημερινό, που μάλιστα το χρησιμοποιεί ακόμα και ο ίδιος ο flic/cop για τον εαυτό του.

Με άλλα λόγια: «μπάτσος» στα ελληνικά είναι ό,τι πιο απαξιωτικό, καθαρά υβριστικό, που ποτέ δεν θα το χρησιμοποιήσει Έλληνας αστυνομικός για τον εαυτό του. Αντίθετα με τον Γάλλο και τον Αμερικανό συνάδελφό του, που πλάι στο policier και το policeman θα χρησιμοποιήσει, αντίστοιχα, και το flic και το cop.

Άρα η «σωστή» μετάφραση θα ήταν κάπου στη μέση, ανάμεσα στον μπάτσο και στον αστυνομικό, που ελληνικά όμως δεν υπάρχει. Οπότε, ανάλογα με τα συμφραζόμενα, μπάτσος για βρισιά, αστυνομικός για απλή αναφορά.

* «Ο όρος [flic], που αρχικά ήταν αποκλειστικά μειωτικός, έγινε έπειτα απλώς οικείος, καθημερινός, και σήμερα χρησιμοποιείται από τους ίδιους τους αστυνομικούς, ίσως με την επίδραση της αστυνομικής λογοτεχνίας: “Μoi, un flic” [Εγώ, ένας μπάτσος/αστυνομικός], έργο του H. Gévaudan, διευθυντή της δικαστικής αστυνομίας (1980)» –μεταφράζω πρόχειρα από το εννιάτομο Robert.

* Και πάλι Ασκήσεις Μνήμης, ή Επιστροφή στο μπουρδολόγιον. Ούτε για την εκζήτηση του Ζουράριδος έχει νόημα να ξαναπώ, ούτε για την επικοινωνία με τον καθρέφτη, σε γλώσσα που αποκλείει σκόπιμα τον άλλον κτλ., αφού περί ορέξεως κολοκυθόπιτα, όσο υπάρχουν ευφρόσυνοι καταναλωτές του έργου του ανδρός.

Που συχνότατα όμως δεν το καταλαβαίνουν, πολύ απλά. Δεν άνοιξαν δηλαδή λεξικό, να δουν αν οι φανταχτερές λέξεις έχουν και κάποιο νόημα στη θέση που τις βάζει ο εν λόγω. Να δουν, επαναλαμβάνω για πολλοστή φορά:

– ότι «καλλίπυγος μαγωδία» σημαίνει: «παντομίμα με ωραίους γλουτούς»·

– ότι «τα θυρανοίξια που εγκαινιάζουν οι εκάστοτε ισχυροί» σημαίνουν: «εγκαίνια [ναού!] που τα εγκαινιάζουν οι εκάστοτε ισχυροί»·

– ότι τα «καλλιεπή αγοράκια» που διάλεγαν οι Τούρκοι στο παιδομάζωμα «ώστε να τα πηδάνε», σημαίνει: «αγοράκια που χειρίζονται άψογα τον λόγο»·

– ότι «ευωχία» σημαίνει γλέντι, ξεφάντωμα, φαγοπότι· άρα όταν ο εν λόγω απευθύνεται στην Πρόεδρο της Δημοκρατίας με τα λόγια: «Κυρία Πρόεδρε, την ευωχία μου προς εσάς», της λέει κάτι σαν: «Κυρία Πρόεδρε, το ξεφάντωμά μου προς εσάς»·

– ότι «μέζεα» είναι τα αποτέτοια ζώου κι όχι ανθρώπου, και «στεατοπυγικό σύστημα» ή υποσύστημα δεν υπάρχει, ούτε ανώτερο ούτε κατώτερο, υπάρχει μόνο η «στεατοπυγία», η συσσώρευση λίπους στα πισινά· άρα, όταν ο βουλευτής μας γράφει κάποιους στα παπάρια του λέγοντας: «στα καθ’ ημάς μέζεα του κατωτέρου στεατοπυγικού μας υποσυστήματος», στην ουσία τούς γράφει στα παπάρια ζώου που διαθέτει και που κρέμονται από τα τετράπαχα πισινά του!

Να χαρώ γλώσσα –και εικόνα.

Αυτά, ναι, δεν θα κουραστώ να τα επαναλαμβάνω κάθε φορά. Το χρωστάω, το χρωστάμε, αν μη τι άλλο, στη δική μας, την ελληνική γλώσσα.

 

 

buzz it!