18/10/08

Αρχαϊστικές τάσεις; Ε και; (β΄)

συντομευμένη μορφή στα Νέα, 18 Οκτωβρίου 2008

Λέμε βεβαίως «η οδός Ερμού»· αλλά κανείς δεν μίλησε ούτε καν για το –αρχαίο!– άγαλμα του «Ερμού» του Πραξιτέλη


Αν αποφασίσουμε να μιλάμε ακόμα και σκέτη καθαρεύουσα, ας μιλάμε καθαρεύουσα: να το ξέρουμε όμως ότι πρόκειται για καθαρεύουσα, ότι θέλουμε καθαρεύουσα –και κυρίως γιατί τη θέλουμε

το πλήρες κείμενο…

Με τύπους όπως «του πολυπραγμονήσαντος» και «εσχηκότες» και «επιλαγχάνουν», τι γλώσσα ακριβώς μιλάμε; Αλλά, ακόμα και έτσι, έχει αυτό κάποια ιδιαίτερη σημασία για τη γλώσσα την ίδια;

Κάπως έτσι τέλειωνα την προηγούμενη επιφυλλίδα, συνοψίζοντας πράγματα που τα είπαμε πολλές φορές, μα είμαστε αναγκασμένοι κάθε τόσο να τα ξαναλέμε.

Μεμονωμένα κρούσματα, θα πείτε, θέμα ύφους στο κάτω κάτω, κι όπως κι αν το χαρακτηρίσει κανείς το ύφος αυτό, υπάρχει πάντοτε μια υπογραφή, και κανέναν κανόνα ή καμία πλειονότητα δεν αντιπροσωπεύει. Μόνο που άντλησα και πάλι από συγγραφείς ή δημοσιογράφους που κανένας τους δεν αυτοχαρακτηρίζεται λ.χ. καθαρευουσιάνος, και από έγκυρα επίσης και προοδευτικά έντυπα.

Επιπλέον, η σχέση ανάμεσα σε παλαιότερες εποχές παγκυριαρχίας της καθαρεύουσας με τη σημερινή κάνει ακόμα πιο κραυγαλέες, νομίζω, τέτοιου τύπου υφολογικές ακροβασίες και κατασκευές.

Αλλά, αφού έφτασα στην αντιπαράθεση παλαιότερων εποχών με τη σημερινή, τι σημαίνει τάχα πια καθαρευουσιάνος και δημοτικιστής; Τότε να δούμε τι σήμαινε κάποτε αυτό, για τη στάση απέναντι στη γλώσσα εντέλει –κι ας τα αφήσουμε έστω τα όποια, σημαντικότατα πάντως, ιδεολογικά. Διαλέγω, όχι τυχαία ούτε αυθαίρετα, μια περίοδο που εκτείνεται από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 –και λίγο πιο πριν– ώς τα μέσα της δεκαετίας του ’70 –και λίγο μετά. Όπου έχουμε: τη γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση Παπανδρέου-Παπανούτσου-Ακρίτα,* με τη διδασκαλία της δημοτικής, αλλά και με την καθαρεύουσα να διατηρεί όλα σχεδόν τα κεκτημένα της στον δημόσιο βίο· τη δικτατορία της 21ης Απριλίου του ’67, που σημαίνει το βίαιο τέλος της σύντομης εκπαιδευτικής άνοιξης· υπερενίσχυση της καθαρεύουσας, στροφή από την απλή καθαρεύουσα στην αρχαΐζουσα, με ευτυχές αποτέλεσμα τη γελοιογράφησή της στον λόγο των δικτατόρων· πτώση της δικτατορίας και πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, όπου και εύλογα παρατηρείται ένας βεβιασμένος εκδημοτικισμός· μεταρρύθμιση Ράλλη το 1976, με επίσημη αναγνώριση και καθιέρωση της δημοτικής από την κυβέρνηση Καραμανλή.

Δεν είναι και τόσο μακρινή η περίοδος αυτή, έτσι όπως την όρισα, πολλοί έχουμε άμεση εμπειρία της, μπορούμε έτσι εύκολα να προσδιορίσουμε τις τομές και τη διαφορά ανάμεσα σε δύο συνεχόμενες πάντως εποχές: (α) εποχή «διγλωσσίας» η μια, τέλη του ’60 με αρχές του ’70, με παράλληλη χρήση καθαρεύουσας και δημοτικής, υποχρεωτική η μεν, απαγορευμένη η δε, και πάντως αποκλεισμένη από τον δημόσιο βίο, (β) εποχή με επίσημα αναγνωρισμένη τη δημοτική/νεοελληνική η άλλη, η σημερινή εποχή.

Εκείνη λοιπόν τη διόλου μακρινή εποχή, όταν ήταν σαφής η διάκριση των στρατοπέδων καθαρεύουσας-δημοτικής, ο τότε δημοτικιστής δεν θεωρούσε άλυτα ή εκκρεμή πλείστα όσα ζητήματα εμφανίζονται ξάφνου τώρα σαν καινούρια, σαν καινούριος δηλαδή προβληματισμός, ή θεωρούνται ακόμη ανοιχτά και αποτελούν αντικείμενο επανα(δια)πραγμάτευσης. Κανένας (δημοτικιστής) δεν θα έγραφε τότε ότι «στα αυτιά μου ήρχοντο οι σειρήνες ασθενοφόρου», δεν υπήρχε πουθενά, όπως έχω ξαναπεί, αύλειος χώρος, κανένας δεν θα χρησιμοποιούσε το ρήμα λαμβάνω σε κάποια από τις πάμπολλες, καθημερινές χρήσεις που επισήμανα εδώ, ήταν αυτονόητο πως δεν έχουν θέση στη δημοτική τα αφικνούμαι και αναγιγνώσκω, ή και τα εξέρχομαι και εισέρχομαι, σε καθημερινές επαναλαμβάνω χρήσεις: ήταν λυμένα αυτά τα θέματα, παρά την ισχυρότατη επίδραση τής –νόμω επιβεβλημένης– καθαρεύουσας. Δεν υπήρχαν οι γενικές σε -ιδος και -εως, δεν έθαλλαν όχι τα ηρνείτο και συνεπήγετο αλλά ούτε τα (πιο δικαιολογημένα, προκειμένου για τα ασυμμόρφωτα ρήματα σε -ούμαι) «χρησιμοποιείτο» κ.τ.ό.

Από αυτή λοιπόν την άποψη έχουμε σαφή οπισθοχώρηση, που χαρακτηρίζεται από αναβίωση πλήθους λόγιων στοιχείων και χρήσεων –από το συντακτικό μάλιστα επίπεδο και το λεξιλογικό, έως το καθαρά ορθογραφικό, το ουσιαστικά έσχατο και παραταύτα προνομιακό πεδίο στο οποίο διαλάμπει ανέκαθεν η γλωσσική συντήρηση. Δεν πρόκειται δηλαδή για τα πλήθος λόγια στοιχεία που διατήρησε η γλώσσα στην πορεία της, αλλά για επανεισαγωγή προ πολλού αδρανών και νεκρών τύπων.

Αναβίωση είναι δηλαδή, για να επιστρέψω στο εμβληματικό σημείο εκκίνησης, η γενική σε -ούς, «της Σαπφούς», ουσιαστικά έχουμε επανεμφάνιση τύπου της αρχαίας που είχε περιπέσει σε αχρηστία, μολονότι ακούω ήδη την ένσταση ότι, πώς, αλίμονο, αφού δίπλα μας είναι η οδός Σαπφούς, παραδίπλα η οδός Ηούς, η Λητούς κτλ. Είναι όμως και η οδός Σοφοκλέους, κι ωστόσο κανένας δεν αναφέρθηκε στις λαμπρές επιδόσεις του μπασκετμπολίστα «Σοφοκλέους» Σχορτσιανίτη (όπως σημείωνα στη λεζάντα της φωτογραφίας της προηγούμενης επιφυλλίδας)· είναι και η οδός Ερμού, αλλά κανείς δεν μίλησε ούτε καν για το –αρχαίο!– άγαλμα του «Ερμού» του Πραξιτέλη, ή, κατ’ αναλογία πια προς το Σαπφώ / Γωγώ, κανείς ποτέ δεν έκανε τον Διαμαντή στη γενική: «του Διαμαντού» ή τον Παναγή - «του Παναγού»! Ολόκληρη η Θεσσαλονίκη ζει γύρω απ’ την οδό Αριστοτέλους, κανείς όμως δεν είπε: του «Αριστοτέλους» Νικολαΐδη π.χ., ή μάλλον «Νικολαΐδου», κι ας ήταν απ’ τους ιδρυτές του περιβόητου Ελληνικού Γλωσσικού Ομίλου, ούτε, ήμαρτον Θεέ μου, είπε ποτέ κανείς «το μπριζολάδικο του Τέλους», προκειμένου για τον διάσημο Τέλη της Ευριπίδου, στην Κουμουνδούρου –τουλάχιστον όχι ακόμα.

Κάποτε δηλαδή τα απολιθώματα ήταν απολιθώματα, πολύτιμα στοιχεία και αυτά στη γλώσσα, «μη παραγωγικά» ωστόσο, αδρανή, χωρίς να επηρεάζουν παραπέρα το ζωντανό σώμα της γλώσσας (και χωρίς, προπάντων, να ακυρώνουν με τη χρήση αυτή ή να φρενάρουν την εξέλιξη της γλώσσας): αυτό άλλωστε δεν είναι το γλωσσικό αισθητήριο, η αίσθηση της γλώσσας;

Το ’70 λοιπόν δεν συζητούσε κανείς αν είναι δόκιμο ή τάχα μαλλιαρό π.χ. το εγκαταλειμμένος, αντί για εγκαταλελειμμένος, για τον απλούστατο λόγο πως ήμασταν ήδη εξοικειωμένοι με το εγκαταλειμμένος, και ούτε κατά διάνοια θα έγραφε κανείς τον τύπο πεπολιτισμένος! Δεν αναφερόταν κανένας στο ρόλο του Δικαιοπόλιδος, και ακόμα περισσότερο δεν θα χρησιμοποιούσε τις γενικές Αλκήστιδος και Πάριδος, και μάλιστα για σύγχρονα πρόσωπα. Τέλη του ’60 με αρχές του ’70 (πάντα ενδεικτικά), ο έφηβος κιόλας, ο μαθητής, μ’ όλη την καθαρεύουσα την οποία διδασκόταν στο σχολείο αλλά και η οποία τον περιέβαλλε γενικότερα, διέκρινε σαφώς τις δύο γλωσσικές μορφές, κι έτσι, στη δημοτική, δεν το ’χε «παραλάβει» το λαμβάνω, αντίθετα με τα σημερινά παιδιά, που εύλογα το εντάσσουν στον πιο καθημερινό τους λόγο: «μπορώ να το λαμβάνω όπως θέλω», όπως σημείωνα εδώ.

Τώρα ο καθαρισμός, σε όλη του τη μικρόλογη σχολαστικότητα, ξαναπιάνει ακόμα και τη συζήτηση για ευγενή και μη ευγενή συμφωνικά συμπλέγματα, μιλάει για φθήνια αντί για φτήνια, κι όταν αρχίζει εκπομπή τηλεοπτική που λέγεται «Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου», και φτάνει στις εφημερίδες το δελτίο τύπου, βρίσκεται δημοσιογράφος, διορθωτής, δεν ξέρω, που ευπρεπίζει το «επίσημο» όνομα, στο κάτω κάτω, και το κάνει «Καθρέπτη, καθρεπτάκι μου», και όταν γράφει ο Κριαράς στα Νέα «να διδαχτούν τα αρχαία ως ξένη γλώσσα», τον διορθώνουν: «να διδαχθούν». Ώστε μαζί και με τις άλλες διορθώσεις και επιταγές, για την αποκλειστική χρήση συγκεκριμένων λόγιων ή αρχαϊκών τύπων, μπορούμε να μιλούμε για βίαιο εντέλει εξαρχαϊσμό.

Έτσι διαμορφώνεται ένας ευπρεπισμένος λόγος, αδιανόητος –επιμένω στην οπτική γωνία μου– λίγες δεκαετίες πριν, όπου κανένας, προσθέτω λίγα ακόμα, δεν θα σκεφτόταν καν να γράψει για «αναζήσασα όπερα», κανένας δεν θα τόνιζε «του ντελιρίου» ή «του χαμογέλου», δεν θα ’λεγε πως «εισερχόμαστε στην αποψινή μετάδοση», ή «η εκκίνηση του δείπνου» και «η επίσημη ώρα εκκίνησης της συναυλίας», δεν θα μιλούσε για «φορτηγάκι έμφορτο με πορτοκάλια», για τα «ύδατα που υπερχείλισαν» και τις «υπέρχειλες πιστωτικές κάρτες», ή για την «απεργία που εκσπά».

Ξαναδιαβάζω αυτά τα εξωφρενικά που αντιγράφω τώρα εδώ και σκέφτομαι ότι δεν έχουμε ξεκολλήσει από συζητήσεις του ’70, του ’50, του ’30, των αρχών του (περασμένου) αιώνα. Ας το δούμε τότε αυτό και σαν παρήγορο σημάδι, ότι όλο με μπρος και πίσω προχωράει η γλώσσα, και σίγουρα τραβάει το δρόμο τον δικό της. Ας ξέρουμε όμως ανά πάσα στιγμή, όσον αφορά έστω τα καθ’ ημάς, την εποχή μας, ποιο είναι το μπρος, ποιο και πότε είναι το πίσω.

* * *

Αλλά εδώ ο λόγος των λαλίστατων κάποτε γλωσσονόμων είναι ανύπαρκτος. Επιδεικτική, θαρρείς, σιγή είναι η απάντηση στη νέα στροφή της γλώσσας. Για να το πω αλλιώς, και μια και αναφερθήκαμε στις τελευταίες δεκαετίες: αμέσως μετά τη μεταπολίτευση, και ειδικά στις αρχές της δεκαετίας του ’80, ανθεί ο διορθωτικός λόγος που στηλιτεύει τις «δημοτικιστικές ακρότητες», σε εποχή στο κάτω κάτω γλωσσικής απελευθέρωσης, κι ενώ, αν μη τι άλλο, κανείς δεν έχει διδαχτεί ώς τότε συστηματικά τη δημοτική. Ατέλειωτες ιερεμιάδες γράφονται για την αποκοπή του τελικού -ν, για τον «πουπουισμό», την αλυσιδωτή χρήση τού που, και τη «σανίτιδα», την κατάχρηση, λέει, τού σαν, και πλείστα όσα. Είναι η εποχή του Μπαμπινιώτη, που τότε, πριν από τη σημερινή δηλαδή μεταστροφή του, στηλιτεύει τη γλώσσα των νέων, η εποχή του Γιανναρά με το «Finis Graeciae» του, που το περιφέρει έκτοτε από επιφυλλίδα σε επιφυλλίδα κι από βιβλίο σε βιβλίο, ή του Γιάννη Καλιόρη που κατακεραυνώνει τη «δογματοκομματοπαγή στρεβλή και βαρβαρόπλαστη δημοτική», είναι η γέννηση και η ακμή του Ελληνικού Γλωσσικού Ομίλου, η εποχή του ενορχηστρωμένου αγώνα για την απαξίωση των νέων ελληνικών.

Τώρα η σιωπή απέναντι στα καινούρια αλλά λογιόστροφα λάθη, συντακτικά και άλλα, είναι εκκωφαντική. Δεν χρειάζονται παραδείγματα, ένα μόνο, καθώς αναφέρθηκα στη «σανίτιδα» και όσα της έσουραν τότε: είδε ποτέ κανείς να σχολιαστεί με μία έστω λεξούλα η «αντισανίτιδα», η πλήρης δηλαδή επικράτηση τού ως, ακόμα και σε χρήσεις που δεν υπακούουν σε όποιους κανόνες επικαλούνταν τότε οι «αντισανιστές»;

Και βέβαια υπάρχουν εξηγήσεις γιατί δεν επισημαίνονται ποτέ τα λογιόστροφα λάθη, ακόμα και τα πιο κραυγαλέα. Καταρχήν, το λέω απερίφραστα, είναι η αγαλλίαση πολλών από τη στροφή αυτή καθαυτήν, αγαλλίαση που παραβλέπει, ανέχεται, για να μην πω και καλοδέχεται τέτοια και άλλα ακόμα λάθη. Παραπέρα, και πιο σοβαρά τώρα: το πλήθος των επαγρυπνούντων, λ.χ. των αποστράτων-επιστολογράφων της Καθημερινής, ακόμα και επιστήμονες ειδικοί, φιλόλογοι, απλούστατα αγνοούν πως δεν συντάσσεται ούτε και συντασσόταν ποτέ με γενική το διαφεύγω ή το μετέρχομαι και πως δεν γράφεται ούτε και γραφόταν ποτέ σαν δύο λέξεις το διό ήτο εξαπίνης, και ίσα ίσα σπεύδουν να ενστερνιστούν τέτοια λόγια μπιχλιμπίδια που νοστιμεύουνε τον γλωσσικό χυλό τους.

Ώστε, τουλάχιστον με τη σιωπηρή επιδοκιμασία πολλών, υπάρχουν σήμερα, εντονότερα προφανώς από ό,τι την περασμένη μόλις δεκαετία, αρχαϊστικές τάσεις, παιδιά της απαξίωσης της γλώσσας απ’ τη μια, της αναζήτησης μιας «επίσημης», κουστουμαρισμένης γλώσσας απ’ την άλλη.

Ο πελάτης έχει πάντα δίκιο

Υπάρχουν λοιπόν αρχαϊστικές τάσεις, ένας βίαιος ή όχι, πάντως εξαρχαϊσμός. Και τύποι λόγιοι ή και αρχαϊστικοί ευδοκιμούν σε όλο και ευρύτερα στρώματα, και κληροδοτούνται έτσι στις νεότερες γενιές σαν αυτονόητοι και μόνοι σωστοί.

Είτε σκέτα λόγιοι είτε, ακόμα χειρότερα, και λόγιοι και λανθασμένοι (σύμφωνα και με τους νόμους δηλαδή της αρχαίας), αυτή είναι για την ώρα η γλωσσική πραγματικότητα, χωρίς τίποτα να αποκλείει να είναι αυτή και αύριο, άγνωστο αν οριστικά ή οπωσδήποτε για μεγάλο διάστημα.

Αν όμως έτσι αποφασίσει η γλωσσική κοινότητα, και αφού από την άλλη λέμε –το λέει δηλαδή η ιστορία των γλωσσών και το λέει η ειδική επιστήμη, η γλωσσολογία– ότι το λάθος με τη χρήση απολανθάνεται και πια καθιερώνεται, προς τι όλος αυτός ο έλεγχος, ή και ο στιγματισμός, αυτών των φαινομένων.

Αν δηλαδή αποφασίσει η γλωσσική κοινότητα να μιλάει ακόμα και σκέτη καθαρεύουσα ή έστω ένα αρχαΐζον υβριδικό γλωσσικό ιδίωμα, ας μιλάει καθαρεύουσα: να το ξέρουμε όμως ότι πρόκειται για καθαρεύουσα, να ξέρουμε ότι θέλουμε καθαρεύουσα –και φυσικά γιατί τη θέλουμε.

Αλλά ώσπου να αποφασίσει η γλωσσική κοινότητα, θέση δική μας, αφού άλλωστε μέλη της γλωσσικής κοινότητας είμαστε και εμείς, δουλειά δική μας, για να μην πω τη λέξη χρέος, είναι να επισημαίνουμε πρώτα το όποιο και όσο λάθος, και έπειτα, κυρίως, την κινητήρια ιδεολογία της όποιας αλλαγής, τον κοινωνικό της λόγο.


* Η μεταρρύθμιση αυτή, μείζων σταθμός στην ιστορία του γλωσσικού, ο τελευταίος εξάλλου πριν από την ιστορική κατάληξη του 1976, όλως παραδόξως δεν μνημονεύεται καν στο οικείο κεφάλαιο («Γλωσσικό ζήτημα», σ. 24 κ.ε.) της εκτενούς εισαγωγής στο μεγάλο Λεξικό του Γ. Μπαμπινιώτη.

buzz it!