15/1/08

Νέα από το χώρο της μόδας

Τα Νέα, 1 Οκτωβρίου 2005

Η εκβιασμένη ομοιομορφία, και μάλιστα προς τα πίσω, όπου π.χ. ισοπεδώνονται τα ρήματα πληρώ-πληρώνω-συμπληρώνω και γίνονται όλα ένα, αυτή ακριβώς σημαίνει φτώχεια γλωσσική, και το χειρότερο: σκέψης!




Μετά το ημίχρονο, «επαναρχίζει ο αγώνας μπάσκετ για τη νίκη». γιατί δηλαδή, αν «ξανάρχιζε», θα χάναμε;

το πλήρες κείμενο:

Πρόλαβε και μας δρόσισε, μάλλον μας μούλιασε ο Σεπτέμβρης, κι έρχονται καθυστερημένα τα τελευταία γλωσσικά ρέστα, που φιλοδοξούσαν λίγο να μας δροσίσουν –αλλιώς, σε δουλειά απλώς να βρισκόμαστε, σιγά μην ιδρώσει τ’ αφτί κανενός.

Έγραφα (1, 2) για την αδυναμία να διδαχτούν τα αρχαία στα γυμνασιακά χρόνια, κυρίως για τη σύγχυση την οποία γεννούν οι ομοιότητες αλλά και οι διαφορές τους από τα νέα, και κυριότατα για την απαξίωση και υπονόμευση των νέων ελληνικών διά των αρχαίων. Έγραφα λόγου χάρη πως αποδιοργάνωση και μόνο θα είναι η –υποχρεωτική– γνώση ότι λογάς ήταν κάποτε ο επίλεκτος, και χρήστης ο δανειστής αλλά και ο δανειζόμενος.

Και αν για την υποχρεωτική εκπαίδευση ισχύει περισσότερο το πρακτικό-επιστημονικό σκέλος, για όλους εμάς τους υπόλοιπους ίσχυε και ισχύει περισσότερο το ιδεολογικό. Έλεγα πως τη σίγουρη για τα παιδιά σύγχυση μπορεί θεωρητικά να τη γλιτώσει ο ενήλικος, που υποτίθεται πως έχει κατακτήσει και καλλιεργήσει ασφαλώς το γλωσσικό του όργανο.

Κι ωστόσο, όπως μας δείχνει η πλειονότητα των λαθών που διαπράττονται, ούτε ο ενήλικος τη γλιτώνει –για να μην πω ότι τις περισσότερες φορές σπεύδει περιχαρής να πέσει στον λάκκο που μόνος του άνοιξε, σκάβοντας στα αβαθή της παραεπιστήμης και στα βαθύτατα της ιδεοληψίας. Αναφέρομαι σε όσους συνειδητά υποτιμούν ή και αποστρέφονται τη γλώσσα τους και καταφεύγουν στα δεκανίκια της περιούσιας αρχαίας, ή σε ό,τι τέλος πάντων νομίζουν για αρχαία.

Μα δεν υπάρχουν μόνο οι αυτόχειρες. Θύματα της σύγχυσης που καλλιεργείται από παλαιοτάτων χρόνων και από πάντα πρόθυμους προφήτες του αφανισμού της γλώσσας πέφτουν και άξιοι επαγγελματίες του λόγου και της γραφής. Η επονείδιστη κατηγορία για βαρβαρισμό, λεξιπενία, «χαμηλή ποιότητα», επί το επιστημονικότερον, κρέμεται πάνω απ’ το κεφάλι του καθενός μας και συχνά μάς σκοτίζει το νου, είτε μπροστά στο μικρόφωνο είτε μπροστά στο λευκό χαρτί.

Ιδού ελάχιστα παραδείγματα, αποτέλεσμα –και μαζί παραγωγός– σύγχυσης πολύ περισσότερο από τον λογά=επίλεκτο και τον χρήστη=δανειστή/δανειζόμενο, καθώς εμφανίζονται ιδιαίτερα απλά και προφανή. Από την αύξουσα, ισχυρίζομαι, τάση για «καθαρολογία», στέκομαι στο μορφώνω και το πληρώνω.

Από το μεσαιωνικό μορφώ στο σημερινό μορφώνω και τα παράγωγα και σύνθετά του, έχουμε πια αυτό που συνήθως χαρακτηρίζουμε γλωσσικό πλούτο, τη δυνατότητα δηλαδή να λέμε και να γράφουμε –πλάι στη λόγια στερεότυπη έκφραση «μορφώνω γνώμη», μάλιστα «μορφώνω ιδία γνώμη»– «μορφώνω τα παιδιά μου», και πλέον «διαμορφώνω γνώμη, άποψη, μια κατάσταση, τις προϋποθέσεις…» κτλ. Αν τώρα αρχίσουμε να φοράμε παντού το μορφώνω, λόγου χάρη: «μορφώνω μια κατάσταση» ή «μορφώνω τις προϋποθέσεις», έτσι όπως διάβασα από χείρα εγγραμμάτου ότι κάποιος ποιητής «φιλοδοξεί [...] να μορφώσει ένα είδος παγχρονικής “εσπεράντο” της ελληνικής», τότε απλώς παραμορφώνουμε την ιστορία της γλώσσας, παραμορφώνουμε τη γλώσσα.

Ανάλογα, από το πληρώ φτάσαμε στο πληρώνω, και από εκεί έχουμε το συμπληρώνω κτλ. Στην περίπτωση αυτή, το πληρώ διατηρεί περισσότερα νόμιμα κεκτημένα, όπως «πληροί τους όρους, τις προϋποθέσεις…» Αλλά, όπως καλώς «πληροί τους όρους» και δεν τους «πληρώνει», θα έπρεπε κάθε τύπος να διατηρεί την οικεία του θέση, όπως είδαμε και με το προηγούμενο παράδειγμα του «μορφώνω». Ιδού και πάλι ο πλούτος: πλάι στο «πληροί τους όρους», κάποιος «πληρώνει τους λογαριασμούς» και «συμπληρώνει τα κενά» (ενώ αλλού «γεμίζει») κ.ο.κ. Δεν νοείται δηλαδή να πούμε –παραθέτω από έγκριτους επαγγελματίες του λόγου– πως «η καλλιτεχνική γραφή πληροί το χαρτί» ή ότι «το κοινό πλήρωσε το αργολικό θέατρο».

Δεν χρειάζεται να πολλαπλασιάσω τα παραδείγματα. Από όποια πλευρά και να τα δούμε, από όποια πλευρά και να δούμε την τάση αυτή, το αποτέλεσμα είναι, δεν θα κουραστώ να το λέω, η άρνηση της ιστορίας της γλώσσας, η άρνηση του δυναμισμού και της εξέλιξής της, η άρνηση εντέλει της γλώσσας στην πραγματικότητά της, στην πραγματική της μορφή, εν ονόματι κάποιου φαντάσματος γλώσσας, που οπωσδήποτε, αναπόφευκτα, νομοτελειακά, στην τρέχουσα γλωσσική πραγμάτωση μεταφράζεται σε λίγα αρχαία ή αρχαιόμορφα ράκη. Μας αρέσουν, παραταύτα; Σε κάποιους, φαίνεται, μπορεί, κι αυτό είναι αναφαίρετο δικαίωμά τους. Πέρα όμως από τη δική μου, υποκειμενική ιδεολογική ανάγνωση, και από την οποιαδήποτε υποκειμενική αισθητική αποτίμηση, η απτή γλωσσική πραγματικότητα, έτσι όπως αποτυπώνεται ενδεικτικά στα παραπάνω παραδείγματα, είναι ό,τι ακριβώς μάχονται σθεναρά στη θεωρία οι φορείς και παραγωγοί τους: «ομοιογενοποίηση», τουτέστιν ισοπέδωση.

Γιατί ισοπέδωση είναι όταν όλα πια γίνονται πληρώ-πληρώνω και μορφώ-μορφώνω· ισοπέδωση είναι όταν «επαναρχίζει ο αγώνας μπάσκετ», όταν δηλαδή δεν υπάρχει διάκριση επιπέδου ανάμεσα στο επανα- και το ξανα- (επανακάμπτω αλλά ξανανιώνω, επαναδιαπραγματεύομαι αλλά ξανατρέχω) κτλ. κτλ. Και η ισοπέδωση αυτή, αυτή η νέα νεκρική τάξη, η εκβιασμένη ομοιομορφία, και μάλιστα προς τα πίσω, αυτή και μόνο, αυτή ακριβώς σημαίνει φτώχεια, γλωσσική εννοείται, αλλά το χειρότερο: σκέψης!

Τι φοριέται, τι θα φορεθεί

Έλεγα όμως να ευθυμήσουμε, και παρασοβάρεψε το πράγμα. Ας ξαναπροσπαθήσω: Διάλογος νέων, σε περσινό ριάλιτι, στα σκοτεινά και ψιθυριστά: «Αυτό που νιώθεις δείχνεις;» «Μμμ…» [καταφατικό] «Όπως και αν το λαμβάνω;» «Μμμ…» [καταφατικό] «Δεν είναι κακό…» «Όχι…» «…μου αφήνει το περιθώριο να το λαμβάνω όπως θέλω».

Ακούω κι εγώ, και λέω, πού στο καλό το ψώνισαν, 18χρονα-20χρονα παιδιά, κοτζάμ λαμβάνω, για να το βάλουν μάλιστα πού; σε ποια επίσημη τάχα περίσταση;

Ιδού, στη χώρα όπου προγράφτηκε ξαφνικά το –μαλλιαρό;– ρήμα παίρνω (αλλά και το δέχομαι, σε ορισμένες περιπτώσεις): «ένας μικρός δρόμος [...] που έλαβε το όνομά της…», «η Ν. Μούσχουρη δεν θέλησε να λάβει αμοιβή», «αυτήν τη στιγμή στο τηλεφωνικό κέντρο λαμβάνουν τηλεγραφήματα», «[αμοιβή] για τις επιπλέον ώρες λαμβάνει ό,τι και για τις κανονικές», «οι κάμερες δεν λαμβάνουν εικόνες από εισόδους ή μπαλκονόπορτες» κ.ά.

Όλο και περισσότερο, όλο και πιο κοινά ρήματα, σε όλο και πιο κοινά συμφραζόμενα, προγράφονται, εξοβελίζονται, απαγορεύονται: όλοι εισέρχονται, διαμένουν, αναγιγνώσκουν, επαναρχίζουν, αναμένουν! Τι αναμένουν; Το καινούριο λόγιο κοκαλάκι, το καινούριο κοσκινάκι, γραμματικοσυντακτικό, λεξιλογικό, ορθογραφικό –το «αίολος» αντί έωλος, καληώρα, που αρκεί να τους το παίξει κουδουνίστρα μπρος στα μάτια τους το λεξικό Louis Vuitton, και παθαίνουν αλλεπάλληλους οργασμούς: δεν πά’ να βρίσκεις (βρίσκουν όμως;) δεκάδες λήμματα, αν π.χ. ανοίξεις (ανοίγουν όμως;) το περίφημο και προσιτότατο σήμερα βοήθημα Thesaurus Linguae Graecae (TLG), όπου Ιωάννης Χρυσόστομος, Φώτιος, Σούδα, Επιφάνιος, πανστρατιά, δίνουν με εω- όχι μόνο τον «μπαγιάτικο» αλλά και τον «αστήρικτο»: έωλος λόγος, έωλος υπόθεσις, έωλος η του διαβόλου επιβουλή, έωλον και αναπόδεικτον, έωλος η συκοφαντία κτλ.

Ας κλείσουμε όμως την προσφιλή, τακτική μας ανασκόπηση στο χώρο της γλωσσικής μόδας. Είδαμε τις νέες τάσεις. Καλά κρατούν όμως και οι παλαιότερες, με χαρακτηριστικότερη την ακλισία: τον περασμένο μήνα έλαμψε στα περισσότερα έντυπα η γενική της Σύλβια Πλαθ: έχω μπροστά μου τρεις εκτενείς κριτικές παρουσιάσεις, όλες μέσα σ’ ένα σαββατοκύριακο, του βιβλίου Ο θάνατος και η ζωή της Σύλβιας Πλαθ: ναι, αυτό το βιβλίο είχαν στα χέρια τους, βάζουν και φωτογραφία το εξώφυλλό του, όπου φαίνεται το -ς στη γενική, στη μία μάλιστα παρουσίαση αναφερόταν δύο φορές μέσα στο κείμενο ο τίτλος, πάντα με το σίγμα του, αλλά ο συντάκτης διόρθωνε το μέγα «σφάλμα», σύμφωνα με τις επιταγές της ορθογραφικής modernité: της Σύλβια. Αλλά και της Σαχάρα, της Μόσχα, του Πεκίνο, της Μιμή Ντενίση, ή της Λιάνα Κανέλλη, που είπε ο περίφημος Λιακόπουλος σ’ ένα από τα πολλά κανάλια όπου εμφανίζεται. Κι ακόμα: της καντάτα και του μαέστρο, από τους φωτερούς του Τρίτου, ή τα γιαπί, της κάποτε προσεχτικής Καθημερινής, αλλά και του πόπολο και τα μπανιερό.

Και οι γενικές πληθυντικού: «το τραγούδι των σειρηνών», «ένα κοπάδι σαρδελών», «μια συρραφή φετών ζωής», και, αυλαία παρακαλώ, «το ντεμοντέ των σουπών».

Ζητείται σχόλιο.

buzz it!