13/5/08

«Λαμβάνω», ένα ρήμα πασπαρτού

Τα Νέα, 27 Οκτωβρίου 2006

Η άρνηση της εξέλιξης της γλώσσας αποτελεί ύβρη που τιμωρείται με το αντίθετο απ’ ό,τι επιδιώκεται, με τη μονοτυπία και την ισοπέδωση


«Έχω μπουχτίσει τις τελευταίες βδομάδες να λαμβάνω γυαλιστερά φυλλάδια» είδα να διατυπώνει τη δυσφορία του κάποιος, τώρα με τις εκλογές. Κι ένιωσα ανάλογη δυσφορία γι’ αυτήν τη χρήση και κατάχρηση του ρήματος «λαμβάνω».

διαβάστε τη συνέχεια...

«Τι σου ’φταιξε το λαμβάνω» νιώθω τη δυσφορία τώρα των άλλων, «αφού η γλώσσα είναι ενιαία, και ζωντανή, κι αφού η πολυτυπία» κτλ. κτλ. Και λέω να επιχειρήσω άλλη μια φορά να δείξω πως τέτοιες τάσεις αρνούνται ακριβώς τον δυναμισμό και την εξέλιξη της γλώσσας –άρα τη ζωντάνια, και κατ’ επέκταση τη συνέχειά της!

Αυτό σε επίπεδο θεωρίας (ιδεολογίας). Στην πράξη, αυτές οι χρήσεις, αυτές οι γλωσσικές τάσεις, προάγουν ίσα ίσα τη μονοτυπία, εκεί ακριβώς που, με τις ειλικρινέστερες και τις αγνότερες προθέσεις του κόσμου, επιζητούν να υπηρετήσουν την πολυτυπία.

Μόλις ένα χρόνο πριν, με τίτλο «Νέα από τον χώρο της μόδας» (1.10.05), έγραφα για το ίδιο θέμα, παρεμπιπτόντως και για το ίδιο ρήμα, σε επιφυλλίδα που εστιαζόταν κυρίως στην αυξανόμενη χρήση δύο άλλων λόγιων ρημάτων, του μορφώνω και του πληρώνω (από το πληρώ). Και έλεγα, μάλλον έλεγαν τα παραδείγματα, ότι ισοπέδωση, άρα γλωσσική ένδεια, είναι το αποτέλεσμα της μονοτυπίας στην οποία οδηγεί η παλινόρθωση λόγιων τύπων, όταν μάλιστα επιβάλλονται στανικά και σε νεοελληνικές χρήσεις. Όντως, από το μορφώνω ιδίαν γνώμην στο «μορφώνω μια κατάσταση», με την έννοια του διαμορφώνω, και από το πάντως ζωντανότερο πληροί τους όρους στο «πλήρωσε το θέατρο», με την έννοια τού γέμισε, το γλωσσικό αίσθημα μοιάζει να έχει νεκρωθεί. Νεκρωθεί; αυτοκτονήσει είναι το σωστό, αφού έχουμε να κάνουμε με εμπρόθετη, σχολαστικά υπολογισμένη χρήση.

Το περίεργο (;) στην ιστορία είναι ότι το λαμβάνω, αντίθετα με τα ρήματα μορφώνω και πληρώνω, είναι εξόχως απροσάρμοστο, που μόνο σαν «ελλειπτικό» διατηρούνταν έτσι κι αλλιώς, χωρίς δηλαδή όλους τους χρόνους του ή όλα τα πρόσωπα ενός χρόνου. Κοινότατος και ομαλός ήταν και είναι ο αόριστος: έλαβα, έλαβες, η προστακτική, κυρίως σε στερεότυπες εκφράσεις: λάβετε θέσεις, λάβε τα μέτρα σου, ενώ ο ενεστώτας είχε προ πολλού μεταπλαστεί σε λαβαίνω, από το οποίο λ.χ. έχουμε το καταλαβαίνω, άσχετο βεβαίως προς το καταλαμβάνω (χώρο). Από το λαβαίνω άλλωστε αποκτήσαμε και παρατατικό: λάβαινα, λάβαινες κτλ. Επικίνδυνη ζώνη ήταν όμως μέχρι πρόσφατα, σε νεοελληνικό εννοείται λόγο, ο παθητικός αόριστος: ελήφθην, ελήφθητε (με εξαίρεση π.χ. το συνθηματικό «ελήφθη, όβερ», υπέροχη συνάντηση της ιερής αρχαιοελληνικής με την επάρατο αγγλική!).

Τώρα ο γλωσσικός καθαρισμός (αυτό δεν είναι η καθαρεύουσα;) απορρίπτει κάθε εναλλακτικό, ομαλότερο τύπο, και επιστρέφει στον «καθαρό»: λαμβάνω και ελάμβανα, και με την άτονη συλλαβική αύξηση δηλαδή, που η νεοελληνική την έχει ουσιαστικά καταργήσει (εγύριζα= γύριζα). Και δεν έγινε από σεβασμό στον λόγιο τύπο η διατήρηση της αύξησης, όταν αλλού, μάλλον στα ίδια ακριβώς χωράφια, ανθούν ψευδοαπλοποιήσεις και υβρίδια τού τύπου «δονείτο», ίσα για να κρατηθεί δηλαδή το καθαρεύον σήμα κόντρα στην τάση εξομάλυνσης και προσαρμογής την οποία αντιπροσωπεύει το δονούνταν στη νεοελληνική γραμματική (ναι, και στου Μπαμπινιώτη –το επισημαίνω για τους όπου και όσο τούς συμφέρει μπαμπινιωτικούς).

1. Με το λαμβάνω λοιπόν παρατηρούμε εκτόπιση, προγραφή θα έλεγα καλύτερα, του ρήματος παίρνω (συνώνυμο το θέλουν βεβαίως τα λεξικά), θαρρείς και το επέβαλε κάποια αόρατη εγγραφή στον ουρανό, «Εν τούτω νίκα», ενώ άλλη, κρυφή αλλά αυστηρότατη εντολή, κυρίως προς διορθωτές, απαγόρεψε τη χρήση του κοινότατου ρήματος παίρνω, που άγνωστο ποιος, πότε, πού και γιατί το θεώρησε, φαίνεται, μαλλιαρό:

Ξεκινώ με τα εξωτερικώς ομαλά, του αορίστου χρόνου, που έστω ότι μπορεί (αλλά προς τι τάχα;) να εναλλάσσονται με τον αντίστοιχο τύπο τού παίρνω, αρκεί να έχουμε κάθε φορά αίσθηση του επιπέδου:

έλαβε προθεσμία για να απολογηθεί· έλαβαν εξιτήριο· έχετε λάβει πολύ καλές κριτικές (=δεχτεί)

έλαβε άδεια από το στρατό: πότε όμως το είπε κάποιος έτσι, σ’ όλη του τη θητεία, ο ίδιος ή η μάνα του, που περίμενε πώς και πώς να πάρει άδεια το παιδί απ’ το στρατό; Ή πότε είπε κανείς: «άντε να ’ρθει το καλοκαίρι, να λάβω την άδειά μου, να σηκωθώ να φύγω»; Και μια και μιλάμε για άδεια: «έλαβε» κανείς άδεια απ’ τη σημαία;

το κανάλι έλαβε πάνω από 200 τηλεφωνήματα, και δεν χρειάζεται καν το «μαλλιαρό» ρήμα παίρνω --ή είναι πάλι "μαλλιαρό" αν δέχτηκε τηλεφωνήματα; Και το παίρνω τηλέφωνο τι θα γίνει; «λαμβάνω τηλέφωνο»; Υπερβάλλω πια και προβοκάρω; Λίγη υπομονή, κι εδώ είμαστε.

Αλλά οι άλλοι χρόνοι;

είναι η πρώτη φορά που λαμβάνω σημείωμα

πάντα λάμβανε μεγάλα ποσοστά· ο στρατός ελάμβανε την εντολή να προχωρήσει· δεν τον ελάμβαναν σοβαρά υπ’ όψη τους.

2. Όμως, πέρα από τη «νόμιμη», έστω εξ αδρανείας, χρήση του, το λαμβάνω βρίσκεται να καμαρώνει ακόμα και σε ανεπίσημο, λαϊκότερο λόγο, όπως στο εναρκτήριο παράδειγμα, πλάι στο μπουχτίζω. Εδώ είναι η ισοπέδωση που έλεγα, η έλλειψη διάκρισης ανάμεσα σε διαφορετικά εκφραστικά επίπεδα, στοιχείο απολύτως καίριο γι’ αυτό που χαρακτηρίζεται ύφος, δηλαδή γι’ αυτό που είναι εντέλει γλώσσα:

η Χ λαμβάνει καταλόγους και τσακίζει τις σελίδες που με ενδιαφέρουν, διάβασα σε υπότιτλο χιουμοριστικής σειράς στην τηλεόραση!

Εδώ είναι και η νεκρανάσταση του αμιγώς καθαρευουσιάνικου (και εκ της γαλλικής) λαμβάνω χώραν:

την ώρα που το κακό λάμβανε χώρα σε αλλουνού την επικράτεια· η συζήτηση ελάμβανε χώρα στο εξωτερικό

–αυτή η δράση αποκτά ιδιαίτερη σημασία καθώς λαμβάνει χώρα εκτός συνόρων
: όμως η δράση έτσι κι αλλιώς δεν λαμβάνει χώρα. Απλούστατα, η ψυχαναγκαστική πλέον χρήση τού λαμβάνω, η έξοδος δηλαδή από το γλωσσικό αισθητήριο, οδηγεί σε γενικότερη σύγχυση και εκφραστική αδυναμία.

Κοινώς ελληνικούρες

3. Είναι κάτι αναπόφευκτο, περίπου νομοτελειακό. Μόλις διαβούμε τα όρια του αισθητηρίου μας, παρ’ όλες τις προσευχές και τις χοές στα είδωλα και τα τοτέμ της Διαχρονίας και της Μιας και Ενιαίας, δουλεύουμε με άγνωστα και δύσχρηστα υλικά. Έτσι, κι αν έστω προς στιγμήν λησμονήσουμε το μείζον, που είναι η άρνηση, όπως είπα, της εξέλιξης της γλώσσας, ύβρις που τιμωρείται με το αντίθετο απ’ ό,τι επιδιώκουμε, με την ισοπέδωση και τη μονοτυπία, αν λέω λησμονήσουμε το μείζον, πλέον το επιμέρους, σε επίπεδο «ταμείου», είναι απλώς ελληνικούρες. Όπως τον «παλιό καλό καιρό», με την καθαρεύουσα, την τεχνητή δηλαδή γλώσσα που μοιραία γεννούσε τέρατα –ή επέτρεπε τέρατα, για να θυμηθούμε την άλλη βασική παράμετρο αυτής της ιδεολογίας, όπου χρησιμοποιούνταν ακριβώς ψεύτικη γλώσσα, κυρίως για να κρύψει την κενότητα ή να παραπλανήσει (π.χ. γλώσσα της πολιτικής, γενικά της εξουσίας), άλλοτε απλώς για να θαμπώσει (βλ. π.χ. τη ζουράρειο «καλλίπυγον μαγωδία», που μεταφραζόμενη σημαίνει κάτι σαν παντομίμα με ωραίους γλουτούς!).

Έτσι, στο προκείμενο, το λαμβάνω έφτασε να αντικαθιστά διάφορα άλλα, άσχετα ρήματα, έγινε ρήμα πασπαρτού, που με την καθαρεύουσα αίγλη του και τα νεοαποκτηθέντα εύσημα γλωσσικής ευπρέπειας καλείται να βολέψει την αδυναμία ή απροθυμία μας να βασανίσουμε το μυαλό μας λίγο παραπάνω:

ο Μπρίττεν έλαβε τις μεγαλύτερες τιμές· εξαιτίας της ελλιπούς φροντίδας που έλαβε ο Χ…: ούτε έλαβαν ούτε βέβαια και πήραν· αυστηρώς και μόνο δέχτηκαν·

οι απίστευτες αντιδράσεις που λαμβάνω με έκαναν να δημιουργήσω τα τρικ που κάνω τώρα, (μετέφρασαν πως) είπε ο μάγος Κόπερφιλντ, αλλά δεν λαμβάνει κανείς ούτε παίρνει αντιδράσεις (δείτε με την ευκαιρία πώς αναδεικνύεται το λάθος, μόλις μεταφραστεί η καθαρεύουσα σε κοινή γλώσσα), απλώς δέχεται κτλ. αντιδράσεις· εδώ, αν μάλιστα ήθελε κανείς λογιότερο επίπεδο: οι αντιδράσεις που / τις οποίες εισπράττω / συναντώ, οι αντιδράσεις των οποίων γίνομαι αποδέκτης κτλ.

μόλις έλαβα τη θέση μου στα πρώτα καθίσματα με γυαλιά ηλίου: εδώ το ύφος απαιτούσε κάτι σαν: μόλις έπιασα θέση…, μόλις στρώθηκα

τιμωρήθηκε με… επειδή συνελήφθη να πίνει αλκοόλ στην παραλία και θα ελάμβανε το υπόλοιπο της ποινής του μόλις συνερχόταν, αλλά αυτό είναι από μετάφραση, άρα αμετάφραστο εδώ!

Με αυτά τα ελάχιστα που χώρεσαν σήμερα, και τα πολύ περισσότερα που θα βρείτε αν παρακολουθήσετε ειδικά τον Τύπο, το λαμβάνω μοιάζει να κατέχει τη θέση νούμερο ένα στο top ten της μόδας. Κι αυτό είναι ίσως και η παρηγοριά, πως σύντομα θα περάσει. Θα το «λάβει» το ρέμα, θα το «λάβει» ο ποταμός.

buzz it!