21/3/09

Αγαπητέ Γκάζι, αγαπητέ Μιχάλη

Τα Νέα, 21 Μαρτίου 2009

Προϊόν ουσιαστικά ρατσισμού είναι η καταστροφική για την υγεία του ίδιου μετάλλαξη του Μάικλ Τζάκσον

Το θέμα είναι να αποδεχτούμε τον Αλβανό σαν Αλβανό, και όχι σώνει και καλά «ελληνοποιημένο», ούτε σώνει και καλά αφομοιωμένο, που επιπλέον μπορεί να σημαίνει κάποτε και αλλοτριωμένο· και να αποδεχτούμε τον μαύρο σαν μαύρο και όχι κυριολεκτικά ή μεταφορικά λευκασμένο

το πλήρες κείμενο:

Αγαπητέ Γκάζι και αγαπητέ Μιχάλη, πάνε μήνες που θέλω να σας γράψω, κι όλο το αναβάλλω, βρίσκω ζόρικο το θέμα, πέσαν κι ένα σωρό άλλα, ήρθε και ο Δεκέμβρης και μας έκανε χίλια κομμάτια, τον καθένα μόνο του και όλους μεταξύ μας, το γράμμα όλο πήγαινε παραπίσω.

Τούτο το Σάββατο όμως, 21 Μαρτίου, παγκόσμια μέρα κατά του ρατσισμού, η κατάλληλη ευκαιρία, είπα. Δεν είχε νόημα να το τραβάω άλλο, στο μεταξύ με τον Γκάζι τα ’παμε καμιά δυο φορές απ’ το τηλέφωνο, ιδίως για την περίπτωση του Μιχάλη. Πολύ αργότερα γνώρισα, εντελώς συμπτωματικά, τον Μιχάλη: είχα πάει στο Εθνικό, στον Ρομπέρτο Τσούκο, βλέπω να δεσπόζει ανάμεσα στα κρουστά του ένας μαύρος, που έπαιζε υπέροχα και ανάγγελλε τις σκηνές. Λες, μου ’ρθε ξαφνικά, να είναι ο Μιχάλης που μας έγραφε την ιστορία του εδώ ο Γκάζι -–σαν κάτι να μου θύμιζε το πρόσωπό του απ’ τη φωτογραφία, κάτι θυμόμουν έλεγε στο άρθρο και για κρουστά. Στο τέλος κοιτάω στο πρόγραμμα: Μιχάλης το μικρό του· σύμπτωση; Στα παρασκήνια πια, πάω και τον βρίσκω, όντως ήταν αυτός. Είπαμε να τα πούμε, πέρασε όμως πάλι ο καιρός, σήμερα, τελευταία στιγμή, του τηλεφώνησα, ελάχιστα μιλήσαμε, έτρεχε με τις πρόβες, πάλι στο Εθνικό θα τον δούμε –καλή επιτυχία κι αυτήν τη φορά, Μιχάλη.

Αλλά με τη σειρά: Ο Γκάζι, ο Γκαζμέντ Καπλάνι, συνάδελφος στην εφημερίδα, Αλβανός, ζει κοντά 20 χρόνια στην Ελλάδα, μιλάει και γράφει ελληνικά, έβγαλε και βιβλίο στα ελληνικά, και σχεδόν θυμώνει όταν νομίζουν ότι το ’γραψε στα αλβανικά κι έπειτα το μετέφρασε, παραλίγο μάλιστα να τον προτείνουν τελευταία και για βραβείο μετάφρασης: Μικρό ημερολόγιο συνόρων λέγεται το βιβλίο του, πήρε πολύ καλές κριτικές –-δε θα μου κρατάς κακία, Γκάζι, που ακόμα να το διαβάσω!

Ο Μιχάλης τώρα, που μας τον γνώρισε από εδώ ο Γκάζι αλλά πια τον γνωρίζουμε και από τις μουσικές του και το θέατρο, μαύρος, γεννημένος από Νιγηριανούς γονείς στην Ελλάδα, χωρίς χαρτιά παραταύτα, και κοντεύει τα τριάντα –δεν του φαίνεται, παρόλο που είναι μεγαλόσωμος.

Τι έγραφε όμως ο Γκάζι (Νέα 7.6.08) κι ήθελα να του γράψω έπειτα εγώ; Πως κάπου τον πλησίασε τον ίδιον κάποια κοπέλα και του έκανε «τη συνήθη φιλοφρόνηση», ότι μιλάει «πολύ καλά ελληνικά». «Και εσείς» της απάντησε ο Γκάζι, και την άφησε άναυδη. Γιατί αυτό το κομπλιμέντο, γράφει, «σε τοποθετεί στη θέση του αιώνιου ξένου. Στη θέση του ανθρώπου που ανήκει αιωνίως αλλού».

«Στα πρώτα χρόνια της παραμονής» συνεχίζει ο Γκάζι, «το κομπλιμέντο για τη γλώσσα σε κολακεύει. Από ένα σημείο και πέρα σου φαίνεται περιττό. Και όταν κοντεύεις να περάσεις τα μισά χρόνια της ζωής σου στη χώρα όπου μετανάστευσες, αρχίζει και σε ενοχλεί. Γιατί σημαίνει ότι ο συνομιλητής σου, όταν μιλάς, δεν σε ακούει μέσω αυτών που λες αλλά μέσω της καταγωγής σου, του ονόματός σου, του χρώματος της επιδερμίδας σου. Και καλά εγώ που ήρθα εδώ 24 χρονών. Σκέφτομαι τον μαύρο φίλο μου, τον Μιχάλη, που έχει γεννηθεί στην Ελλάδα και ακούει και αυτός συχνά την ίδια φιλοφρόνηση: “Μιλάτε εξαιρετικά ελληνικά”. Απαντά ότι γεννήθηκε εδώ, αλλά οι συνομιλητές του, κρίνοντας από το χρώμα της επιδερμίδας, συνεχίζουν: “Παρ’ όλα αυτά μιλάτε εξαιρετικά ελληνικά”.»*

Θα σου γράψω απ’ την επιφυλλίδα, του είπα του Γκάζι, αλλά, όσο δεν έγραφα, τα είπαμε, όχι εξαντλητικά, απ’ το τηλέφωνο. Υπερασπιζόμουν, εντέλει, την κοπέλα. Που δεν μπορούσε να ξέρει σώνει και καλά τα πλήρη βιογραφικά και τις γνώσεις του Γκάζι. Και ούτε είναι αυτονόητο έτσι κι αλλιώς πως ένας Αλβανός μιλάει «πολύ καλά ελληνικά», ακόμα κι αν ζει χρόνια στην Ελλάδα. Η Αμερικανίδα φίλη Κατερίνα, παλιά μου διευθύντρια σ’ ένα αμερικανικό σχολείο, ζούσε ήδη τότε κάμποσες δεκαετίες στην Ελλάδα, είχε φτάσει ώς τα πιο απόμακρα ορεινά χωριά, ήξερε ήθη και έθιμα καλύτερα κι από λαογράφους, αλλά δεν έφτασαν στο ίδιο επίπεδο και τα ελληνικά της. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως είναι γενικά κοινωνικοί-ταξικοί οι λόγοι που σχετίζονται με την εκμάθηση της γλώσσας της ξένης χώρας όπου ζει κανείς: έτσι, η Αμερικανίδα Κατερίνα που είχε μάθει τέλεια την Ελλάδα και τους Έλληνες δεν έμαθε και τέλεια ελληνικά, έτσι, από την άλλη, Αλβανοί και λίγο πιο πριν Πολωνοί μετανάστες έμαθαν άψογα ελληνικά. (Αλλά και η σχετική αδυναμία, από μιαν άλλη πάλι πλευρά, Ασιατών και Αφρικανών μεταναστών, κι αυτή σε κοινωνικούς λόγους οφείλεται, καθώς ζουν κατά κανόνα γκετοποιημένοι.)

Και μαζί με τη συνομιλήτρια του Γκάζι υπερασπιζόμουν και τους συνομιλητές του Μιχάλη, που θαύμαζαν τα «εξαιρετικά ελληνικά» του, κι όταν τους έλεγε πως είναι γεννημένος εδώ, επέμεναν ότι, «παρ’ όλα αυτά», είναι εξαιρετικά τα ελληνικά του. Εκ πρώτης όψεως, γελοίο. Και για τον ίδιο τον Μιχάλη, εξοργιστικό. Γιατί σ’ αυτή την αλλόκοτη αντίδρασή τους συμποσούνται κατά κάποιον τρόπο οι πάσης φύσεως διακρίσεις που έχει ζήσει, και όχι μόνο ο ίδιος. Δίκιο έχει λοιπόν ο Μιχάλης. Αλλά δίκιο μπορεί να ’χει και ο συνομιλητής του: γιατί το σήμα που δέχεται, το μαύρο χρώμα δηλαδή, είναι πολύ πιο ισχυρό, καθότι άμεσο, ορατό, από το έμμεσο που φτάνει στη συνομιλήτρια του Γκάζι, η οποία δεν είδε αλλά πληροφορήθηκε κάποια στιγμή ότι ο συνομιλητής της είναι Αλβανός.

Και το ισχυρό αυτό σήμα αποκωδικοποιείται αυτόματα και μεταφράζεται σε κάτι περισσότερο από ξένον, μετανάστη, παραπέμπει με βεβαιότητα σε άλλους λαούς, άλλες φυλές· η δήλωση τότε του Μιχάλη απλώς επιτείνει, αν δεν τη δημιουργεί κιόλας, τη σύγχυση, την αμηχανία.

Δικαιολογούσα λοιπόν αυτή την αμηχανία, υπερασπιζόμουν, ας το πω έτσι, το δικαίωμα στην αμηχανία –γεγονός επίσης γελοίο, από μιαν άποψη επίσης εξοργιστικό, όταν ο Μιχάλης διεκδικεί την ύπαρξή του, τον ελάχιστο σεβασμό στην ύπαρξή του. Έλεγα όμως και λέω ότι, έτσι κι αλλιώς, δεν είμαστε ακόμα εξοικειωμένοι με την ιδέα μεταναστών δεύτερης γενιάς, και πολύ περισσότερο μαύρων. Που αυτοί ιδίως, με το έντονα διαφοροποιό στοιχείο, το χρώμα, σε πρώτη επαφή μοιραία θα διεγείρουν πάντοτε τα ίδια ανακλαστικά. Πέρα απ’ αυτό, το γενικό, ως προς τη γλώσσα ειδικότερα, ξένοι γεννημένοι εδώ, μακάρι κι Έλληνες πολίτες, δεν είναι αυτονόητο πως θα μιλάνε σώνει και καλά «εξαιρετικά ελληνικά». Στο πολυφυλετικό Λονδίνο λόγου χάρη, και Αφρικανοί και ιδίως Ασιάτες, Ινδοί, Πακιστανοί κ.ά., εμφανέστατα Άγγλοι πολίτες, αφού τους συναντάς σε δημόσιες θέσεις, κάθε άλλο παρά «εξαιρετικά» αγγλικά μιλάνε.

Έτσι, πάντα θα είναι γνήσιος έπαινος, ατόφιος, που θα δηλώνει θαυμασμό, και συγκίνηση ακόμα, η παρατήρηση για τα «πολύ καλά» ή «εξαιρετικά» ελληνικά σου, φίλε Γκάζι, και ακόμα περισσότερο για σένα, αγαπητέ Μιχάλη.

Μαύρος και όχι λευκασμένος

Το πιο σημαντικό ωστόσο είναι να αποδεχτούμε τον Γκάζι και ιδιαίτερα τον Μιχάλη όχι για τα καλά ελληνικά τους αλλά μέσα στην ετερότητα, τη διαφορά τους, εθνοφυλετική ή όποια άλλη. Να αποδεχτούμε τον Αλβανό σαν Αλβανό, και όχι, όχι μόνο, «ελληνοποιημένο», ούτε σώνει και καλά αφομοιωμένο, που επιπλέον μπορεί να σημαίνει κάποτε και αλλοτριωμένο· να αποδεχτούμε τον μαύρο σαν μαύρο και όχι λευκασμένο, μεταφορικά ή κυριολεκτικά, Μάικλ Τζάκσον λόγου χάρη.

Τώρα ο Μιχάλης, όπως μας τον σύστησε εδώ ο Γκαζμέντ Καπλάνι, δεν είναι σκέτα Μιχάλης. Είναι ο Μιχάλης Αφολαγιάν. Που τον είδαμε στην παράσταση του Ρομπέρτο Τσούκο, να παίρνει και καλές κριτικές. Και πιο πριν, σε παράσταση πάλι του Εθνικού. Ή να διδάσκει κρουστά σε σεμινάρια. Και μέσα στη σεζόν θα τον ξαναδούμε, σε άλλη παράσταση. Όμως, μετά την παράσταση, έξω στο δρόμο, ο Μιχάλης Αφολαγιάν θα είναι πάλι σκέτα Μιχάλης. Και ούτε καν. Θα είναι ίδιος με Αλή, με Αχμέτ κτλ. Το θέμα είναι να γίνει αποδεκτός ακριβώς σαν πιθανός Αλή, Αχμέτ κτλ. Όπως ακριβώς και ένας οποιοσδήποτε άλλος, με όνομα και επώνυμο πλην λευκός, στο δρόμο είναι σκέτα Γιάννης, Γιώργος ή Μανόλης.


* «Εγώ είμαι περήφανος που είμαι μαύρος» έλεγε άλλη φορά ο Μιχάλης στον Γκ. Καπλάνι (Νέα 17.11.07). «Το να είσαι μαύρος όμως σημαίνει ότι συναντάς μπροστά σου έναν τοίχο. Σημαίνει ότι πρέπει να ξοδεύεις πολλή ενέργεια για να πείσεις τους γύρω σου ότι δεν είσαι γεννημένος μόνο για να πουλάς CD και να παίξεις μπάσκετ. Ότι μπορείς να γίνεις γιατρός, λογοτέχνης, σχεδιαστής μόδας, οτιδήποτε. Το να είσαι μαύρος σημαίνει ότι ζεις με αυτό το χρώμα, το αναπνέεις, ότι δεν σε αφήνουν ποτέ να νιώσεις αόρατος. Τη μεγαλύτερη έκπληξη την προκαλείς όταν μιλάς ελληνικά χωρίς προφορά. Παθαίνουν πλάκα. Μερικοί κάθονται με το στόμα ανοιχτό και σε κοιτάνε σαν εξωγήινο.»

buzz it!