20/7/13

Η πετυχία, η ποτυχία και ο γκουρού - Το σούσι και η φουστανέλα - Ναι, ρε φίλε, στραβώνω με τους φασίστες!

(Εφημερίδα των συντακτών 20 Ιουλίου 2013)

Η πετυχία, η ποτυχία και ο γκουρού


«Ένα μεγάλο Πι βλέπω στον καφέ σου» λέει η τσιγγάνα σκεφτική: «τώρα πετυχία είναι; ποτυχία; τι να σε πω…» Έπεσε έτσι μέσα η τσιγγάνα, όπως τα μέντιουμ π.χ. των πρωινάδικων, και πιο πολύ όσοι στηθοκοπιούνται, εξ επαγγέλματος θρηνωδοί, για το κακό που θα μας εύρει… Ε, όλο και κάποιο κακό μας βρίσκει, μα φυσική καταστροφή, χαλάζι Μάη μήνα, μα κοτζάμ κρίση, και ιδού, μέσα έπεσαν όλοι!

Έτσι κι ο Σαββόπουλος· μας τα ’λεγε από παλιά αυτός, είπε στον Πλούτο του. Στους «Κωλοέλληνες», φαντάζομαι, αναφέρεται, με το περίφημο: «Στην Ελλάδα ζεις, δεν υπάρχει ελπίς», επιτομή του σκανδαλισμένου μικροαστικού λόγου, ίδιο με το άλλο περίφημο του άλλου, το «Finis Graeciae» του Γιανναρά. Από την άλλη, σκέφτομαι, μας έλεγε για «των Ελλήνων τις κοινότητες», που με την Ορθοδοξία «φτιάχνουν άλλο γαλαξία»!

Τελικά, πλαστουργοί ή κωλοέλληνες; Πετυχία ή ποτυχία;

Μας έλεγε ωστόσο κι άλλα. Για τον «πονηρό πολιτευτή», ένα τραγούδι που, μέσα από τη συνθηματολογική και υπεραπλουστευτική φύση του είδους, μπορούσε κάλλιστα να απευθύνεται εξίσου στον προβληματισμένο αριστερό και στον αντικοινοβουλευτικό ακροδεξιό. Και οπωσδήποτε στον απολίτικο, σκανδαλισμένο, ξαναλέω, μικροαστό –που εξ αντικειμένου ανταμώνει και αυτός, αν όχι την ακροδεξιά, σίγουρα τη δεξιά.

Απ’ αυτή την άποψη, ναι, ο Σαββόπουλος προεικόνισε τη σημερινή ιδεολογική πραγματικότητα. Αλλά προεικόνισε μόνο;


Το σούσι και η φουστανέλα


Ο Σαββόπουλος Πάγκαλος, στο πέρα για πέρα ασύστατο μα και φαιδρό εντέλει έργο «Μαζί τα φάγαμε», ενοχοποίησε τα διακοποδάνεια, που μπορεί να έπαιρναν κάποιοι για το Μπαλί, όπως είπε, έπαιρναν όμως κι όσοι δεν είχαν βίλες και εξοχικά, για να λαϊκίσω κι εγώ μια στάλα μαζί του, ενοχοποίησε τα θηριώδη τζιπ, μαζί και το δικό του, υποθέτω, τα πούρα, μαζί με τα δικά του, είμαι σίγουρος, και το βαρβαρικό, καθότι ξένο στην ελληνική μας παράδοση, σούσι.

Μα και το σούσι; Είπα, φαιδρό το έργο. Και το χειρότερο, για έναν Σαββόπουλο, κοινότοπο, όσο δεν παίρνει άλλο. Γιατί το σούσι του είναι το αντίστοιχο της αστακομακαρονάδας, που την ανέδειξαν άλλοι από καιρό σε σύμβολο νεοπλουτισμού και εξανδραποδισμού, ειρωνευόμενοι τους «Νεοέλληνες» πως έτρωγαν τάχα και στο χωριό τους αστακομακαρονάδα.

Γιατί οι καθαυτό Έλληνες, από αρχαίο σόι και βυζαντινό, κυκλοφορούν, άτεγκτοι φύλακες της παράδοσης, με χλαμύδα ή φουστανέλα και τρώνε, δίχως άλλο, κολοκυθοκορφάδες και τραχανά.

Είπα τραχανά; Θα ανατριχιάσουν! Τραχανότο!


Ναι, ρε φίλε, στραβώνω με τους φασίστες!

«Τραμπουκίζουν τους καθηγητές στο Συμβούλιο Διοίκησης! Τους μπουζουριάζουν τα ΜΑΤ!! Μπουκάρουν έξι, (6), six, βουλευτές του Σύριζα για “συμπαράσταση”!!!... Και στραβώνεις με τους φασίστες ρε φίλε;;;»

Η (ρητορική) ερώτηση είναι του Γρηγόρη Βαλλιανάτου. Του γνωστού γκέι ακτιβιστή, που διέπρεπε, καίριος και ετοιμόλογος, σε πάνελ με θέμα τα ανθρώπινα δικαιώματα και ειδικότερα των ομοφυλοφίλων, και δεν χαριζόταν σε κανέναν, φτάνοντας και να διακόπτει τον συνομιλητή του, συχνά με κάπως παραπανίσια, κατά την αίσθησή μου, ειρωνεία.

Έτσι ριζοσπαστικό και ανυποχώρητο τον γνωρίσαμε, ώσπου παρακολουθήσαμε πέρσι την τραγικωμωδία της εκλογικής σύμπραξής του με τον γνωστό και παραδοσιακά δεξιό Στέφανο Μάνο και τον άγνωστό μας τότε πλην εύγλωττο στις ακροδεξιές θέσεις του Τζήμερο. Λέω τραγικωμωδία, γιατί παρακολουθήσαμε τον Τζήμερο να βάζει βέτο να φύγει από το τριαδικό σχήμα ο (γκέι και αντιεθνικιστής) Βαλλιανάτος· τον Μάνο να υποκύπτει· τον Βαλλιανάτο να μην τους διαολοστέλνει· τους δύο να τον ξαναδέχονται στο σχήμα, αλλά σε μη εκλόγιμη θέση· τον Βαλλιανάτο να μην τους διαολοστέλνει, και όλα αυτά με αοριστολογίες και μισόλογα απ’ όλες τις πλευρές, συν ευφυολογήματα από τον Βαλλιανάτο: το μικρό παιδί που το πετάξαν έξω απ’ την παρέα, κι αυτό κοιτάζει πώς θα το ξαναπαίξουν και πώς θα διασκεδάσει την ταπείνωσή του. (Κι ας αφήσουμε για την ώρα τον άλλο ριζοσπάστη, τον Μάνο, βετεράνο πάντως πολιτικό, που δέχτηκε να γίνει ουρά της διαφημιστικής φούσκας του Τζήμερου.)

Από μιαν άποψη, μπαίνουν ίσως τα πράγματα στη θέση τους. Ο καθένας προχωράει καταπώς νομίζει. Και στραβώνει ή δεν στραβώνει με τους φασίστες.

Εγώ, προσωπικά, αφού με ρωτάνε, ναι, στραβώνω με τους φασίστες. Και πιο πολύ μ’ αυτούς που με ρωτάνε!

buzz it!