Απόκρυφα κείμενα - Και βέβαια ο Δημήτρης Παπαδημητρίου
(Εφημερίδα των συντακτών 29 Μαρτίου 2014)
Απόκρυφα
κείμενα
Διαβάζω:
«Όντως, οι
Σέρβοι είναι ο πιο ωραίος λαός της περιοχής, αν όχι όλης της ηπείρου. Γυναίκες
ψηλές, με σωματικά προσόντα ανάμεσα στη μεστωμένη μητέρα και την περίβλεπτη
καλλονή, εντυπωσιακά μήλα, ερωτική αφθονία στο στήθος, στη μέση, στους
γλουτούς. Όσο για τον αρρενωπό [sic]
πληθυσμό, [...] είναι δύο κλάσεις πάνω από όλους τους γείτονες, των Ελλήνων μη
εξαιρουμένων. Ψηλοί, προς το ρωμαλέο, φάτσες για σινεμά, αρρενωποί και ζόρικοι,
θα έλεγε κανείς ότι είναι μέλη ευγονικής ομάδας. Τέτοιοι πρόσφυγες είναι απολύτως
απαραίτητοι, σε αντίθεση προς το γένος των Αλβανών» (Αθηνόραμα 16.4.1999, παραθέτει ο Ιός, Ελευθεροτυπία 9.5.99).
Και διαβάζω:
τα τουρκικά
σίριαλ είναι «σχέδιο επανοθωμανοποίησης των Βαλκανίων και εκμαυλισμού των
Ελλήνων» (Επενδυτής 13.10.12,
παραθέτει ο Ν. Ορφανός, protagon.gr 19.10.12).
Και διαβάζω:
Για «εναγή [= αναθεματισμένη,
καταραμένη!] κατάσταση όπου [δρουν] ομάδες ξεκαπίστρωτων νεαρών», «κουρσάρικα
φερσίματα», «συγκρότηση ορδής» και άλλα, ήκιστα πολιτικά, για τον Δεκέμβρη του
2008, στη LifO 11.12.08, δηλαδή πέντε
(5!) μόλις μέρες μετά τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου!
Κωστής
Παπαγιώργης έγραφε.
Και, μολονότι
έχουμε να κάνουμε με συγγραφέα, δεν θα επεκταθώ στο καταρχήν της γραφής, στη
γλώσσα, σε συγκεκριμένες γλωσσικές επιλογές και/ή λάθη που απορρέουν ακριβώς
από τέτοιου είδους επιλογές, όπως ο «γερμανόφων Ρουμάνος ποιητής», η «γυναίκα
αρσενοκοίτης», η «εντρύφηση στην ασχολία», οι επιφανείς «που επιλαγχάνουν ή λαγχάνουν σε
προβεβλημένες θέσεις», «τα όσα εκτυλίσσονται κρύβδην και απλέτως γύρω από την υπόθεση…» (Πολλά είχε αποδελτιώσει και ο
ιστορικός Βασίλης Κρεμμυδάς, σε εξαντλητικό επιστημονικό, κατά τα άλλα, έλεγχο
των ιστορικών ακροβασιών του Κ.Π., Τα
Νέα
2.8.03.)
Όλα αυτά, λέω,
να πάρει η ευχή, κανένας δεν τα διάβασε από τους σχεδόν πανομοιότυπα (να ’ναι
καλά ο Γκούγκλης) ανυμνολογούντες; Πόσο μπορεί ένας προσωπικός λόγος και μια
αμεσότητα που όντως διέθετε ο τεθνεώς να εξαφανίζουν κάθε σκιά στην ισοπεδωτική
εντέλει αγιογραφία; Που, όπως κάθε αγιογραφία, αδικεί από μιαν άποψη τον
αγιογραφούμενο, καθώς ανεβάζει σε δυσανάλογα, αφύσικα ύψη τον πήχη, έτσι που οι
όποιες αδυναμίες και ανθρώπινες αντιφάσεις να φαντάζουν ακόμα πιο κραυγαλέες;
Και εξαλείφεται ένας ρατσιστικός λόγος, ιδιαίτερα σε εποχή ανόδου του ρατσισμού
διεθνώς; Ή τάχα είναι που ο νεκρός δεδικαίωται, όπως ακούω ήδη τη σκανδαλισμένη
απάντηση, αυτήν τη χριστιανίζουσα ηθικιστική τάση, που συχνά κρύβει τρόμο
απέναντι στον θάνατο, αν όχι νέτα σκέτα δεισιδαιμονία;
Έτσι, όταν
πρόσφατα λ.χ. πέθανε ο Παύλος Μάτεσις, τίποτα δεν είπαμε που πέρασε κάποια φορά
απ’ την Ομόνοια και είδε
«να αναπαύονται οι λαθρομετανάστες αφού πουλήσουν την ηρωίνη τους. [...] Ο
πέριξ πληθυσμός ακούει τα ελληνικά μάλλον με επιτίμηση. Άραγε για πόσον καιρό ακόμη θα επιτρέπεται η ελληνική
γλώσσα στο πέριξ της Ομόνοιας αλλοδαπό έδαφος;»
Και δεν θα πούμε
άραγε κάποτε για τον γνωστό ζωγράφο και για τον ύμνο του στον βιαστή, τον «ζωντανό
άνθρωπο», τον «ερωτικό» (σε αντίθεση με τον «γερο-ηλίθιο που κάθεται στο σπίτι του και δεν έχει κανένα ερωτισμό μέσα
του»), και για
το «υποτιθέμενο θύμα (που πάει γυρεύοντας)», την κοπέλα «που βγάζει τα βυζιά της απόξω, ή
φορά τη φούστα και φαίνεται η κιλότα της», και άρα «τη βία τη ζητάει η ίδια, θέλει
να τη βιάσουν…» (τα πλάγια, του ζωγράφου);
Η αγιογραφία καταργεί τη μνήμη;
Και βέβαια ο
Δημήτρης Παπαδημητρίου
Ζητείται ραδιοφωνικός
σταθμός που θα ειδικεύεται στη μουσική που δεν βρίσκει θέση αλλού, κυρίως στην
κλασική, και που, την εποχή της υπερπληροφόρησης, δεν θα φλυαρεί ακατάσχετα, επί
ώρες, λ.χ. με μαθήματα ιστορίας. Έτσι έγραψα πως νοσταλγούσα το Τρίτο Πρόγραμμα
πριν κι από τον Χατζιδάκι, οπότε, μαζί με όλα τα όντως θαυμαστά, μπήκαν οι
βάσεις του αντιραδιοφωνικού ραδιοφώνου. Το οποίο έγινε καθεστώς, όταν έλειψε η
ιδιοφυΐα του Χατζιδάκι και ήρθαν οι «γραφειοκράτες» διευθυντές.
«Κύριε
συνάδελφε» με εγκάλεσε εδώ ο Δημ. Γκιώνης (22/3), «όταν σχολιάζουμε τα του
Τρίτου Προγράμματος, δεν είναι δυνατό να στηλιτεύουμε το έργο των θανόντων
διευθυντών Μάνου Χατζιδάκι και Γιώργου Τσαγκάρη και να παραλείπουμε τον ζώντα
διευθυντή των τελευταίων δέκα χρόνων Δημήτρη Παπαδημητρίου».
Δίκιο θα είχε οπωσδήποτε
ο κ. Γκιώνης, αν είχα πει εγώ, ή έστω είχα αφήσει να υπονοηθεί, ότι μετά τον
Τσαγκάρη έστρωσε τάχα το Τρίτο. Παράλειψή μου που δεν κατονόμασα τον ζώντα;
Αλίμονο, ιδού, με κεφαλαία: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ. Που όμως συνέχισε ό,τι ακριβώς
έφτιαξε (= κατέστρεψε) ο Τσαγκάρης. Και πάντα δέχτηκε τα βέλη της κριτικής. Ενώ
οι κατονομασθέντες στάθηκαν πάντα στο απυρόβλητο, λατρευτικά τοτέμ. Δικαίως, ώς
έναν μεγάλο, μέγιστο βαθμό, ο Χατζιδάκις, όχι όμως, κατά την άποψή μου, ο
Τσαγκάρης.
Απόψεις...