Τρία μπίρες και τρεις τοστ - Ποιος αλλοτρίωσε το γούστο του κοινού
(Εφημερίδα
των συντακτών 12 Ιουλίου 2014)
Τρία μπίρες και τρεις
τοστ
«Τριάμισι χρόνια, όχι τρεισήμισι χρόνια που
μας επέβαλαν τα Ρ/Τ μέσα» διαμαρτύρεται δικαίως αναγνώστης της Καθημερινής (4.7.14), που πρωτάκουσε,
όπως γράφει, το λάθος αυτό σε δελτίο ειδήσεων λίγο μετά τη μεταπολίτευση, λάθος
το οποίο αποδίδει όμως στην καθιέρωση της δημοτικής, που θα παρέσυρε τον
«προοδευτικό» (δικά του τα προφανώς ειρωνικά εισαγωγικά) συντάκτη ή εκφωνητή
του δελτίου ειδήσεων.
Είπα πως δίκιο έχει στον χαρακτηρισμό του
λάθους ο επιστολογράφος, αφού τρεις είναι
το αρσενικό και το θηλυκό, τρία όμως
το ουδέτερο, άρα: τρεις αιώνες, τρεις βδομάδες, τρία χρόνια,
και ανάλογα: τρεισήμισι αιώνες, τρεισήμισι βδομάδες, τριάμισι χρόνια. Δεν ξέρω αν η
αριθμητική ενδεχομένως υπεροχή τού αρσενικού και θηλυκού τρεισήμισι συμπαρασύρει το ουδέτερο, μην τα φορτώνουμε όμως στη
δημοτική και την «προοδευτικότητα» ή μη του συντάκτη κτλ., όταν κοτζαμάν Λεξικό
Μπαμπινιώτη, το κατεξοχήν ρυθμιστικό λεξικό, ακόμα και στη διορθωμένη δεύτερη
έκδοσή του, στο λήμμα τρεισήμισι
δίνει μακάριο παραδείγματα: τρεισήμισι
ημέρες, τρεισήμισι σελίδες, αλλά
και τρεισήμισι εκατομμύρια. Και αμέσως
μετά: «Επίσης τριάμισι». Επίσης, τι; τριάμισι ημέρες, τριάμισι σελίδες, πλάι στα σωστά τριάμισι εκατομμύρια;
Άρα, εναλλάξιμα απολύτως και τα τρεις και τρία; Τα τρεις κακά της μοίρας μας τότε.
Ποιος αλλοτρίωσε το
γούστο του κοινού
«Ποιος, πότε
και πώς αλλοτρίωσε το γούστο ενός κοινού που πριν από 40 χρόνια άκουγε
Χατζιδάκι και Θεοδωράκη, έβλεπε Κουν και Μινωτή, απολάμβανε τις έξι λαϊκές
ζωγραφιές με σκηνικά Μόραλη και χορογραφία Ραλλούς Μάνου, διάβαζε την τριλογία
του Βασιλικού, αποθέωνε τον Γιάννη Χρήστου σε έργα όπως Η κυρία με τη στρυχνίνη, έβλεπε την Αναπαράσταση του Αγγελόπουλου…»
Έτσι
στηθοκοπιόταν ο κ. Κ. Γεωργουσόπουλος (ΚΓ) πριν από μερικά χρόνια (Τα Νέα 21.7.08), σ’ ένα άρθρο όπου προάσπιζε
την παράδοση απέναντι σε κάποιον που ασέβησε προς τον Ροντήρη του. Και
κατακεραύνωνε έτσι το θύμα του που «δεν έχει ακούσει τίποτα για την ελληνική
δημοτική μουσική που ενέπνευσε τον Μπέλα Μπάρτοκ, τον Ρίμσκι-Κόρσακοφ και τον
Σαιν-Σανς, αλλά και τον Δημ. Μητρόπουλο, τον Σκαλκώτα, τον Ι. Ξενάκη και τον
Γιάννη Χρήστου»!
Είχα ασχοληθεί τότε με αυτό το κοκτέιλ ανακριβειών, αφού, με
εξαίρεση τον Σκαλκώτα (και με τα χίλια ζόρια τον Ξενάκη, με κάποιες πρώιμες
συνθέσεις του, σαφώς έξω από το μετέπειτα, καθαυτό ύφος του!), κανένας από αυτούς
τους συνθέτες δεν έχει εμπνευστεί από την ελληνική δημοτική μουσική.
Έτσι κι
αλλιώς, έμεινε αναπάντητο το αγωνιώδες ερώτημά του ΚΓ «ποιος, πότε και πώς
αλλοτρίωσε το γούστο ενός κοινού που…» κτλ.
Η απάντηση
μπορεί εντέλει να εξαχθεί από τωρινό κείμενό του (Ελευθεροτυπία 28.11.14). Ώς τους αρχαίους φτάνει τώρα η νοσταλγία,
όταν μάζες, αλλά τι μάζες, λέει, «βλέπανε και βραβεύανε Αισχύλο, Σοφοκλή,
Ευριπίδη, Αριστοφάνη, και αργότερα Σαίξπηρ, Μολιέρο, Γκαίτε, Σίλλερ, Τσέχωφ,
Γκόγκολ…»
Αλλά και
σήμερα, λέει ότι «λέει η γλωσσολογία» (!), «η ρωσική καθημερινότητα [...] και η
αγγλική καθημερινότητα διαπιστώνει πως ο μέσος Ρώσος και ο μέσος Άγγλος
χρησιμοποιούν στον καθημερινό τους λόγο φράσεις, εκφράσεις, λέξεις και “ρητά”
του Γκόγκολ ή του Σαίξπηρ σε αναλογία 30 στα εκατό. Το ίδιο γινόταν και στην
αρχαιότητα, το ίδιο όμως συνέβαινε και στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, που ο
μέσος, αναλφάβητος σκλάβος χρησιμοποιούσε τη γλώσσα με τον παροιμιακό της
χαρακτήρα, τον έρρυθμο και έμμετρο».
Ζαλιστήκαμε,
ακολουθώντας την πολυδαίδαλη σκέψη του ΚΓ; Τι να πει τότε η γλωσσολογία… Υπομονή
όμως, φτάσαμε στην Καάμπα του συλλογισμού του ΚΓ:
«Ελάτε τώρα»
σαλπίζει «και δείτε και ακούστε τα “καθημερινάδικα”, υποτίθεται το λαϊκό
καθημερινό λόγο του μέσου Έλληνα, όπως τον εισπράττει και όπως τον μεταδίδει:
βόθρος, άχυρα, πίτουρα, φύκια και μπουρμπουλήθρες. Ένας ηλίθιος εμετός, μια
αερολογία βλακείας, χυδαιότητας, ματαιοδοξίας και φτήνιας».
Και γιά δες πώς
μου ’ρθε τώρα εμένα, καθώς θυμάμαι ώρες και ώρες στα κανάλια, θαρρείς, λέω, και
φωτογραφίζει τον παραταύτα εκλεκτό του, τον Μάρκο Σεφερλή, και το κοινό του, αυτό
που διαπαιδαγωγεί ο ποιών ήθος Μάρκος Σεφερλής! Όπως τον βλέπω εγώ τουλάχιστον να
αναδύεται από την αποτροπιαστική τοιχογραφία του ΚΓ: «βόθρος, άχυρα…», ενώ ο
ίδιος τον κατατάσσει ίσα ίσα στη χορεία των μεγάλων, μετεμψύχωση του Αριστοφάνη
και βάλε…
De gustibus…, θα πείτε.
Για τα δικά
μου όμως γούστα, και ευτυχώς και άλλων, αν ο εν λόγω ηθοποιός αποτελεί επιτομή
της φτήνιας, του σεξισμού, της χυδαιότητας, τότε ο υμνητής του, με το βάρος
ακριβώς του ειδικού, προαγωγός εντέλει αυτού που αντιπροσωπεύει ο εκλεκτός του,
αυτός δεν έχει άραγε κάποια ευθύνη, κάποιο μερίδιο, σημαντικό θα έλεγα, στην
αλλοτρίωση του γούστου του κοινού;