Το μαλάκιον του Κατακόλου - Η πάντα αήττητη βλακεία - Η γλώσσα ζόμπι
(Εφημερίδα των
συντακτών 3 Οκτ. 2015)
Το μαλάκιον του Κατακόλου
Τη βλέπω κοντά δυο χρόνια, επί βασιλείας Μπέου δηλαδή,
λίγο έξω απ’ τον Βόλο, ολοκαίνουρια, τεράστια ταμπέλα: ΜΑΛΑΚΙΟΝ. Δεν θυμόμουν
να υπήρχε καν προηγούμενη, πρόσεξα όμως στην είσοδο του εκεί στρατοπέδου: «ΚΑΑΥ
ΜΑΛΑΚΙ». Έψαξα πια, σε χάρτες, στο ίντερνετ, παντού: Μαλάκι, Μαλάκι Βόλου· ακόμα κι αν δώσεις «Μαλάκιον Βόλου», πάλι στο
Μαλάκι θα σε γυρίσει.
Μέρες ευπρεπισμού όμως, και το Μαλάκι, που ακουγόταν και
σαν υποκοριστικό του μαλλιού, έγινε περήφανα «Μαλάκιον»!
Θυμήθηκα, μερικούς μήνες πριν, τον δήμαρχο του Κατάκολου* να
καμαρώνει στην τηλεόραση για τον αυξημένο τουρισμό στην πόλη του, κι όλο «του
Κατακόλου» να τονίζει και κόντρα «του Κατακόλου».
Δηλαδή, γλώσσα και νους, κυρίως, του κατακώλου.
* διόρθωση: το Κατάκολο δεν είναι δήμος, υπάγεται στον δήμο Πύργου, άρα ήταν ο δήμαρχος Πύργου σε επίσκεψή του στο Κατάκολο.
* διόρθωση: το Κατάκολο δεν είναι δήμος, υπάγεται στον δήμο Πύργου, άρα ήταν ο δήμαρχος Πύργου σε επίσκεψή του στο Κατάκολο.
Η πάντα αήττητη
βλακεία
Ξανά μανά Μπαμπινιώτης. Που εδώ
και κάτι μήνες έστησε, όπως έχω ξαναγράψει, μαζί με την ιέρειά του Βίκυ Φλέσσα εκπομπή,
με τίτλο, γραμμένον στο πολυτονικό, «Οι
λέξεις φταίνε». Ένα δεκάλεπτο μόνο είδα από την πρώτη εκπομπή, με καλεσμένο τον
Θ. Π. Τάσιο, και μετέφερα έπειτα εδώ τις χονδροειδείς ανακρίβειες που ακούστηκαν,
για συγκεκριμένες τάχα ελλείψεις όλων των γραμματικών πλην της μπαμπινιωτικής.
Και αποφάσισα να μην την ξαναδώ,
για λόγους αυτοπροστασίας, αλλά και γιατί θα έπρεπε τότε να αφιερώνω τη στήλη
αποκλειστικά σ’ αυτήν. Όμως, τα διαφημιστικά τρέιλερ δεν γίνεται να τα
αποφύγεις, τα βλέπεις μάλιστα και μια και δυο και τρεις φορές, που σημαίνει ότι
το μήνυμα που θέλει να περάσει ο κ. καθηγητής
περνάει ασφαλέστερα απ’ ό,τι με την ίδια την εκπομπή, που έτσι κι αλλιώς θα
τη δουν πολύ λιγότεροι τηλεθεατές. (Βέβαια, και στο σημείο αυτό κάνουν ό,τι
μπορούν οι οικοδεσπότες, που καλούν, όπως λένε, ανθρώπους που «σχετίζονται με τον
λόγο», οι οποίοι εντέλει είναι σχεδόν πάντα γνωστοί ηθοποιοί και τραγουδιστές,
ποτέ κάποιος ταπεινός δάσκαλος, καθηγητής της Μέσης, δημοσιογράφος κτλ.)
Τα «έμμεσα» λοιπόν μηνύματα είναι π.χ.
ότι υπάρχουν τάχα και σήμερα ενεργά τα μακρά και τα βραχέα, αφού έτσι δήλωνε σε
ένα τρέιλερ ο Γιάννης Ζουγανέλης, ο οποίος μάλιστα τα χρησιμοποιεί στη μουσική
του… Αντιστάθηκα και δεν την παρακολούθησα την εκπομπή, όπως ξανάγραφα, να δω
αν και τι θα σχολίαζε ο ειδικός επιστήμονας, που φυσικά διδάσκει, έστω και με
βαριά καρδιά, ότι στη νέα ελληνική μακρά-βραχέα δεν υπάρχουν.
Νέο κρούσμα, από παλιότερη
εκπομπή, που όμως δεν το δηλώνει η κουτοπόνηρη ΕΡΤ, το λέω ωστόσο νέο, γιατί
τώρα έτυχε να δω και να ξαναματαδώ το σχετικό τρέιλερ, εν όψει επαναπροβολής
την περασμένη Κυριακή. Αυτήν τη φορά ο συμπαθής Ιεροκλής Μιχαηλίδης εκδηλώνει
τη χαρά του που ήρθε σε εκπομπή με δασεία και περισπωμένη στον τίτλο της, και
αναγαλλιάζει το πρόσωπο του Μπαμπινιώτη, ενώ το τρέιλερ κλείνει με τη Φλέσσα
που απαγγέλλει το παλιό και πολυανασκευασμένο, αλλά δε βαριέσαι, πως «μόνο στην
ελληνική μπορείς να βάλεις ένα κύμα πάνω σ’ ένα άλλο κύμα»!
Είναι η γνωστή μεγαλοπρεπής
ανοησία, δυστυχώς του Εμπειρίκου, όπως λέγεται, που την έκαναν παντιέρα οι
πολυτονιστές, χωρίς να χρησιμοποιήσουν μισό δράμι νου, να δουν ότι το κύμα πάνω
στο άλλο κύμα, η περισπωμένη δηλαδή, εξαφανίζεται και γίνεται, στο ίδιο πάντα κύμα, οξεία στη γενική
του: κύματος, όπως και στην περικλεή αρχαία
δοτική, στο Κύματι θαλάσσης π.χ., και
στον πληθυντικό βεβαίως, όπου θα περίμενε ίσα ίσα πολλά κύματα κανείς πάνω στα
κύματα, αλλά φευ!
Μένει ολόρθη και στητή η οξεία, να
αποδεικνύει και να μνημειώνει τη βλακεία. Που, για επιστήμονες όμως πια, φτάνει
να μοιάζει αγυρτεία.
Η γλώσσα ζόμπι
Η αδιάσπαστη συνέχεια του γένους των Ελλήνων
αποδεικνύεται καθημερινά, σε πείσμα όλων των Φαλμεράγερ του κόσμου, από διάφορα
χαρακτηριστικά, απαράλλαχτα στους αιώνες.
Ένα από αυτά, η στάση μας απέναντι στην άλλη αδιάσπαστα
συνεχή, τη γλώσσα. Που την κηδεύουμε τόσο συχνά, που απορίας άξιο είναι πότε
και πόσο προλαβαίνει να μείνει ζωντανή, ώστε να την πεθάνουμε έπειτα εμείς.
Από τον Φρύνιχο του 2ου αιώνα μ.Χ., που έβρισκε αηδείς και μιαρές τις λέξεις της εποχής του, και όριζε: Σκίμπους λέγε αλλά μη κράββατος, την εποχή τού άρον τον κράββατόν σου, ώς τον Γιανναρά και τον Μπαμπινιώτη, η
γλώσσα σταθερά, αδιαλείπτως, χάνεται, πεθαίνει… Ακόμα πιο δραματικά: δολοφονείται, όπως διάβασα τις προάλλες
εδώ (26/9), όπου η ερώτηση δημοσιογράφου προς πρώην ποδοσφαιριστή με γλωσσικά
ενδιαφέροντα προεξοφλούσε πως «η γλώσσα αλήθεια δολοφονείται, όλο και
συχνότερα!»
Πόσος κοινός νους απαιτείται πάλι για να αναρωτηθεί έστω
κανείς ποια γλώσσα που επί χιλιετίες πεθαίνει ή δολοφονείται μπορεί να έφτασε
(νεκρή;) ώς αυτόν.