Ένας, ενιαίος και συνεχής
(Εφημερίδα των συντακτών 7 Νοεμ.
2015)
Η φωτογραφία μου που τυπώνεται στη
στήλη αυτή είναι δεκαετίας στο νερό, μπορεί και δωδεκαετίας! Νεανική φυσικά δεν
τη λες με τίποτα, μισόν αιώνα ζωή αποτυπώνει, όμως είναι πια κομμάτι μακριά απ’
τη σημερινή πραγματικότητα. Μπορεί να φανεί δικαιολογία, αλλά από μικρός δεν τα
πήγαινα καθόλου καλά με τις φωτογραφίες, πόσο μάλλον όσο περνούσαν τα χρόνια,
αγώνα έδωσε ένας φίλος τότε, ο Βασίλης Κανελλόπουλος, να με στήσει να με
φωτογραφίσει, πού να ξαναστηθώ τώρα πια… Άρα; μπλόφα η φωτό; απάτη;
Πριν από τρία μάλιστα χρόνια, σε κάποια
εκδήλωση ήρθε και μου συστήθηκε ένας παλαίμαχος εκπαιδευτικός, γνωστός γνωστού
από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, μου μίλησε με τα θερμότερα λόγια, είχαμε μια
σύντομη, εγκάρδια συνομιλία, που του ’δωσε την άνεση να μου πει στο τέλος:
«Ξέρετε, ρώτησα τον τάδε [τον κοινό γνωστό] και μου έδειξε ποιος είστε, γιατί
πού να σας γνωρίσω, μ’ αυτή την αρχαία φωτογραφία που βάζετε στην εφημερίδα!»
Έμεινα εμβρόντητος: εφτά-οχτώ χρόνων φωτογραφία, αρχαία; Ώστε τόσο αγνώριστος
ήμουν, τόσο άλλος;
Το θυμήθηκα τώρα αυτό το
περιστατικό, που ήθελα να γράψω για το αιώνιο θέμα της μιας, ενιαίας και
συνεχούς γλώσσας, που όντως μία, ενιαία και συνεχής, ωστόσο διαφορετική στη μακρά
πορεία της, με τις πολλές, διαφορετικές και διακριτές ανάμεσά τους φάσεις. Το
θυμήθηκα κι είπα να το μεταφέρω, οδηγώντας μάλιστα την ιδέα αυτή στα άκρα,
μολονότι αμέσως σκέφτηκα τους φίλους γλωσσολόγους, που ήδη θα έχουν
ανατριχιάσει –και θα πω μετά γιατί. Σκέφτηκα λοιπόν να βάλω μια φωτογραφία απ’
τα δεκαεφτά μου, πρόχειρη φωτογραφία, απ’ το αυτόματο, αλλά βεβαίως με όλα μου
τα πλούσια μαλλιά και με την ομορφιά του εφήβου! Ιδού λοιπόν: ένας, ενιαίος και
συνεχής, ο ίδιος, κι ωστόσο άλλος!
Δεν αντέχει παραπάνω το
«επιχείρημα» αυτό, είναι όμως ό,τι πιο παραστατικό, πιστεύω, στο πνεύμα και στη
λογική ακριβώς των πιστών της μιας, ενιαίας και συνεχούς, που
(α) θεωρούν ότι μπορούν να αντλούν
αδιακρίτως από όλες τις φάσεις της: όχι όμως, προσοχή, απ’ όποια κι όποια, αλλά
από τις πιο μακρινές και περικλεείς, καθώς
(β) πιστεύουν ότι η πορεία της
γλώσσας είναι μεν συνεχής, πλην κατηφορική: εξωραΐζουν έτσι την εικόνα της
σημερινής, κατ’ αυτούς αλλοιωμένης,
κατώτερης εντέλει,γλώσσας με στοιχεία, λέξεις κυρίως, από τις πιο παλιές, περικλεείς
φάσεις,
(γ) αδιαφορώντας παντελώς αν οι
λέξεις αυτές δεν είναι ενεργές, συχνά από αιώνες, και κυρίως καταληπτές, ακόμα
και από τον ειδικό αναγνώστη.
Ώστε ο γέρος πια και φαλακρός,
εμφανίζεται νέος, ωραίος, και με πλούσια μαλλιά. Η «παρηκμασμένη» γλώσσα, ρετουσαρισμένη
και καταστόλιστη. Μπλόφα λοιπόν, απάτη! Και μαζί, ένας αφόρητος ναρκισσισμός:
μη με βλέπετε έτσι, ήμουν κάποτε αλλιώς· μην τη βλέπετε τη γλώσσα έτσι, ήταν
κάποτε αλλιώς· αλλά προπάντων, δέστε εμένα, πόσα ξέρω, πόσα κατέχω, μόνο εγώ.
Αυτός ο ναρκισσισμός και η εγγενής γελοιότητα
αυτής της άποψης έπεσε βαριά, ασήκωτη πάνω στο σχέδιό μου: δεν αποτόλμησα να
βάλω την όντως αρχαία μου φωτογραφία, παρόλο που και οι φίλοι με τους οποίους το
κουβέντιασα το βρήκαν διασκεδαστικό σαν ιδέα.
Ήταν όμως κι ο σοβαρότερος λόγος,
αυτός που έχει ήδη οδηγήσει σε αποπληξία τους φίλους γλωσσολόγους, όπως είπα: μια
προεπιστημονική ανθρωπομορφική θεώρηση
της γλώσσας, που την παρομοιάζει με ζωντανό οργανισμό, ο οποίος ωριμάζοντας
φθείρεται κιόλας, γερνάει έπειτα, και ενδεχομένως πεθαίνει (αυτό κι αν το
’χουμε ακούσει κατά κόρον, μετά βεβαιότητος μάλιστα, χωρίς «ενδεχομένως»).
Άκυρη η παρομοίωση λοιπόν, έτσι
όπως σκέφτηκα να την εικονογραφήσω με την αφεντιά μου: ο ίδιος που με τα χρόνια
δείχνει, και είναι, άλλος –κι ας μπορούσε να παρατηρήσει κανείς, σε μια τέτοια περίσταση,
πως η απώλεια σε μαλλιά ισοσταθμίζεται με κέρδος, κατά τεκμήριο, σε μυαλά.
Ας φύγουμε από το πνεύμα και τη
λογική των άλλων, και όχι πολύ μακριά, όμως ασφαλέστερα, ας προσεγγίσουμε το
θέμα μας διαφορετικά: ας πάρουμε λοιπόν όχι τον ίδιο άνθρωπο στις δικές του, επιμέρους
φάσεις (νέος, ώριμος, γέρος κτλ.), αλλά έναν άνθρωπο σε μια συγκεκριμένη φάση
της ζωής του, π.χ. σε ενδιάμεση ηλικία, στα σαράντα του, νέο δηλαδή ακόμα αλλά
και ώριμο, στην ακμή του· και ας αναρωτηθούμε: τι σχέση έχει ο άνθρωπος αυτός με
τον πατέρα του όταν ήταν στην ίδια ηλικία, τον παππού του όταν ήταν στην ίδια
ηλικία, τον προπάππου του κ.ο.κ.; Ένα DNA δηλαδή, πολλά ή και πάμπολλα στοιχεία
ίδια, στο σώμα ή στον νου, πόσο ίδιος λοιπόν αλλά και πόσο διαφορετικός έως τελείως άλλος μπορεί να είναι; Αν
όχι για άλλο λόγο παρά γιατί δεν είναι αυθύπαρκτη μονάδα μες στον χρόνο, αλλά
έχει περιβάλλοντα χώρο και ανθρώπους, κοινωνικές και άλλες συνθήκες και σχέσεις
που αλληλεπιδρούν και καθορίζουν κτλ.