16/11/15

Ποίοι οι γλωσσοκτόνοι

(Εφημερίδα των συντακτών 14 Νοεμ. 2015)


 
Παρά τα όσα κοινά χαρακτηριστικά μπορεί να διαθέτει κανείς με τον πατέρα του, τον παππού του, τον προπάππου του κ.ο.κ., όσο πιο πίσω πάει τόσο πιο διαφορετικός εντέλει είναι: το ίδιο αίμα, το ίδιο DNA κτλ., μόνο θεωρητική ισχύ έχουν.

Σ’ αυτό το απεγνωσμένα σχηματικό επιχείρημα κατέφυγα στην περασμένη επιφυλλίδα, σαν έμμεσο σχόλιο-απάντηση στην πεποίθηση πως η μία, ενιαία και συνεχής γλώσσα μπορεί τάχα να σημαίνει αυτομάτως ομοιότητα, με αντίστοιχη κιόλας χρηστική αξία: οπότε παίρνουμε ό,τι θέλουμε απ’ όποια φάση της γλώσσας θέλουμε, και προπαντός το χρησιμοποιούμε όπου και όπως θέλουμε, αδιαφορώντας πρώτα για τους δικούς του νόμους, έπειτα για τους νόμους της γλώσσας, στη συγκεκριμένη φάση της, εννοείται.

Είναι το ίδιο άτοπο και άγονο έως φαιδρό, αλλά και καταστροφικό, με την επίκληση της οικογενειακής περιουσίας μας, προκειμένου να την «αξιοποιήσουμε», για να μείνω προς στιγμήν στο αρχικό μου παράδειγμα-παρομοίωση. Κι όμως, δεν το περνάμε στη ζώνη το παλιό ρολόι του παππού με τη χρυσή καδένα, αν τάχα δουλεύει ακόμα: σε κάποιο συρτάρι ή βιτρίνα έχει τη θέση του, συναισθηματικά πολύτιμο, πρακτικά άχρηστο, έστω μη αξιοποιήσιμο. Και δεν τη φοράμε τη φουστανέλα του προπάππου, τα τσαρούχια με την πλούσια φούντα ή το φλογάτο κόκκινο φέσι, κτλ. κτλ. Και οπωσδήποτε δεν τα φοράμε σε συνδυασμό με το σημερινό κουστούμι, το μπουφάν ή το μπλουτζίν μας (τι λέω, εδώ δεν φοράμε καν το σημερινό κουστούμι, το μπουφάν ή το μπλουτζίν μας μαζί με τις επίσης σημερινές παντόφλες μας ή τα πιο μοντέρνα κροκς μας). Όλα δικά μας, περιουσία μας, ιερά κειμήλια, ακριβά ενθύμια, αλλά στην αποθήκη, σ’ ένα σεντούκι –ή στην ωραία σκαλιστή ή ζωγραφιστή παλιά κασέλα, που κι αυτή σπάνια, σπανιότατα, βρίσκει τη θέση της πλάι στα άλλα μας έπιπλα.

Έτσι και η γλώσσα. Η γλώσσα όχι σαν μεταφυσικό μέγεθος και αφηρημένη έννοια αλλά σαν γλωσσική πραγμάτωση και μαζί κοινωνική πράξη: όπου πια οφείλουμε να έχουμε υπόψη μας αυτό που μαρτυρεί η ίδια η ιστορία της γλώσσας, όλων των γλωσσών, και το καταγράφει έπειτα η επιστήμη: πως η γλώσσα, στη συγχρονία της, με όσες αλλαγές έχει ενσωματώσει, αποτελεί πλήρες σύστημα, σε απόλυτη αντιστοιχία με τις ανάγκες της εκάστοτε γλωσσικής κοινότητας, κοινώς των ομιλητών της. Από κει και πέρα, τα όσα και οσοδήποτε ρευστά περί αισθητικής και οι όποιες ανάγκες του ενός για λέξεις αγγλικές ή άλλες ξένες, του άλλου για αρχαίες, έχουν να κάνουν με λόγους ουσιαστικά εξωγλωσσικούς, και πάντως με το τι (ιδιαίτερα) νοήματα θέλει να παραγάγει και τι (ιδιαίτερα) μηνύματα να στείλει ο χρήστης.

Από αυτήν πια τη σκοπιά πρέπει να δούμε τι σημαίνει η παραβίαση του εκάστοτε (γλωσσικού) συστήματος και των νόμων του. Τι σημαίνει λόγου χάρη αν η γλώσσα, μέσα από διεργασίες αιώνων και όχι έπειτα από διατάγματα τα οποία εκδίδουν σοφοί γραμματικοί ή άσοφοι κυβερνήτες, έχει αποβάλει ή αντικαταστήσει ή προσαρμόσει πλήθος στοιχεία, λέξεις, απαρέμφατο, τελικό νι, δοτική πτώση, παλιά τριτόκλιτα, συνθετική σύνταξη και πλήθος άλλα, και εμείς επανερχόμαστε ή επιμένουμε σε απαρέμφατα, σε ουδέτερα με τελικό νι, σε παλιά τριτόκλιτα, ή ανασύρουμε λέξεις καταχωνιασμένες από αιώνες σε κάποιο λεξικό.

Τι σημαίνει δηλαδή η άρνηση του συγκεκριμένου συστήματος, της συγκεκριμένης φάσης της γλώσσας, πολύ απλά: της γλώσσας, γιατί αυτή είναι παντού και πάντοτε η γλώσσα, η γλώσσα στη συγχρονία της κι όχι στη διαχρονία της.

Τι σημαίνει η καλλίπυγος μαγωδία και η πάλαι υλήεσσα Αττική, αυτοί που δεν εισκομίζουν καινόν τι ή ο πολυπραγμονήσας, τα εν ακαρεί και το ισχνέγχυλον, ο τερψιψυχόνους και ο υψιγόνους, τα ρητορήματα λυσιτέλειας των δογμάτων τους ή κάποιος που τελεί εν νωδότητι, τα σπαργωδώς, τα πώποτε και τα εκοσμήθη δάφνης, η πειραθείσα συγχώνευση των τραπεζών και οι δρόμοι που δεν διεπλέοντο αυτοκινήτων; (Τα παραδείγματα όλα από θεωρητικούς της αείζωης ενιαίας.)

Προσβολή της γλώσσας, θα πω εγώ, βιασμός, ουσιαστικά γλωσσοκτονία.

Για άλλους μπορεί το –παραγλωσσικό, θα έλεγα, ή μεταγλωσσικό– αποτέλεσμα να μοιάζει έργο τέχνης, αισθητικό επίτευγμα, ή ό,τι άλλο. Όμως, ως προς τη γλώσσα, απέναντι στη γλώσσα και για τη γλώσσα, εγώ θα επιμείνω: γλωσσοκτονία.

Γλωσσοκτονία, προσοχή, σαν απαξίωση και άρνηση της γλώσσας, κατά πρώτο και κυριότατο λόγο, κι όχι επειδή πολλά από αυτά δεν αντέχουν σε γραμματικοσυντακτικό, νοηματικό ή απλώς λογικό έλεγχο, είναι δηλαδή, παρά την όποια τυχόν αυτόνομη αισθητική τους αξία, απλώς ακυρολεξίες και βαρβαρισμοί, κοινώς λάθη.

Και σκέφτεσαι, εντέλει: γιά φαντάσου! η γλώσσα του Σολωμού, του Ρίτσου, του Σεφέρη και του Ελύτη, η γλώσσα που χώρεσε τον Σολωμό, τον Ρίτσο, τον Σεφέρη και τον Ελύτη, δεν μας χωράει τώρα πίσω πίσω εμάς, τόσο μεγάλους, δυσθεώρητους και αχώρητους.

buzz it!