Παρίσι, κόντρα στον φόβο
(Εφημερίδα των συντακτών 21 Νοεμ. 2015)
φθινόπωρο στον Κήπο του Λουξεμβούργου |
Τρώγαμε μακαρίως με τον Σεραφείμ,
όπως μακαρίως έκανε ό,τι έκανε ο καθένας εκείνο το βράδυ, όταν τηλεφώνησε από
Αθήνα ο Χριστόφορος: τι κάνετε, πού είστε, τι τρώτε, πώς περνάτε, και ξανά πού
είστε, πού ακριβώς είστε, προδόθηκε εντέλει με την επιμονή του, μας το ’σκασε
το νέο, μόλις είχε ακούσει το έκτακτο δελτίο. Καπάκι η Μαρία, απ’ το Παρίσι
αυτή, απ’ το σπίτι της που βρίσκεται στο κέντρο ακριβώς όλων των επιχειρήσεων: «ταξί,
και ξενοδοχείο», σχεδόν αγρίεψε. Τελειώσαμε το υπέροχο φαγητό μας στο Racines, στα Γκραν Μπουλβάρ, ίσως το καλύτερο που
μου ’χει τύχει στο Παρίσι, βγήκαμε για ταξί, πού ταξί, ούτε λεωφορείο, δεν την καλοξέραμε
τη συγκεκριμένη περιοχή, δεν πάει στα κομμάτια, είπαμε στο τέλος, και πήραμε το
μετρό: μια στάση μόνο θέλαμε για ν’ αλλάξουμε και να πάρουμε γραμμή κατευθείαν,
όμως στο μεταξύ είχε κλείσει και αυτή η στάση, ο σχεδόν άδειος συρμός προσπέρασε
άλλες τέσσερις κλειστές, η πρώτη ανοιχτή ήταν στην περιβόητη Βολταίρ με το
Μπατακλάν, κάπως μακριά όμως απ’ το μακελειό. Άντε πάλι για ταξί στην έρημη ήδη
περιοχή, κάποτε βρέθηκε ένα, γυρίσαμε.
Ολονυχτία στην τηλεόραση, την επομένη
φεύγαμε έτσι κι αλλιώς, μεσημεράκι βγήκαμε μια αποχαιρετιστήρια βόλτα, όχι πολύ
κέντρο, όχι κι απόκεντρο όμως: από μεγάλα κι όμως νεκρά μπουλβάρ φτάσαμε στην
περίφημη Μουφτάρ, που τα Σάββατα σπρώχνεσαι να περάσεις: λιγοστός τώρα ο
κόσμος, ούτε μουσικές ούτε αυτοσχέδιοι χοροί στον δρόμο, όπως γίνεται όλα τα
Σάββατα, ήπιαμε έναν καφέ όλο κι όλο, και πήραμε, πάλι χωρίς να βρίσκουμε ταξί,
τον δρόμο για το ξενοδοχείο, να
μαζέψουμε βαλίτσες, κι από κει, τρεις ώρες πριν (ανήκουστο), στο
αεροδρόμιο, προετοιμασμένοι για καθυστερήσεις, χάος, εξαντλητικούς ελέγχους. Τίποτα,
ούτε μισό αστυνομικό ή στρατιώτη δεν έτυχε να δούμε όπου κινηθήκαμε (τα ’γραψε
εδώ ο Άρης Χατζηστεφάνου), ούτε καν στο αεροδρόμιο, όπου τα πάντα ήταν ήρεμα
και ίδια όπως πάντα. Η πιο άγρια, σοκαριστική εικόνα που πήραμε φεύγοντας μαζί
μας ήταν η άδεια πόλη.
Που όμως θέλει και πρέπει να τον
νικήσει τον φόβο. Είπα έτσι να γράψω κι εγώ για την πόλη πέρα απ’ την
επικαιρότητα αυτή, κάτι σαν μικρό ημερολόγιο-οδηγό, με κάποιες γωνιές που δεν
τις βρίσκεις πάντοτε στους μεγάλους οδηγούς, ακριβές γωνιές στις οποίες πάντα ξαναγυρίζω,
σαν σε προσκύνημα, ή άλλες, καινούριες, που κάθε φορά μαθαίνω ή ανακαλύπτω.
Παρίσι βέβαια για μένα, με το συμπάθιο,
είναι πρώτα πρώτα ο Κούντερα. Που τύχη απροσμέτρητη το ’φερε να μεταφράζω το
έργο του. Μία συνάντηση μαζί του τη φορά με καθησυχάζει για… την πορεία του
κόσμου: πρώτα, εγωιστικά έως αυτιστικά, του δικού μου, έπειτα του κόσμου όλου,
αφού ο Κούντερα είναι από τους ιδιοφυέστερους συγγραφείς, για να το πω όσο
λιγότερο υποκειμενικά γίνεται. Αυτήν τη φορά ο Κούντερα είχε μια
μικροπεριπέτεια υγείας, αμφίβολο αν θα βρισκόμασταν εντέλει, όμως νά τος και
πάλι, κατέβηκε ν’ ανοίξει μόνος του, όπως πάντα, τον χαζεύω, καθώς έρχεται απ’ τον
μακρύ διάδρομο προς τη γυάλινη εξώπορτα, ψηλός, και λες και με τα χρόνια
ομορφαίνει, στητός στα 86 του, μ’ ένα μπλε βελούδινο σακάκι· στο ασανσέρ πια: «είστε
εκθαμβωτικός», άκουσα εμβρόντητος το στόμα μου να λέει –και μακάρι να μπορούσα
να μεταφέρω κάτι από όσα λέει το επίθετο αυτό, που, πιστέψτε με, λίγα λέει!
Στο «ημερολόγιό» μου ακόμα, πριν
από τον «οδηγό», στα προσωπικά μου εννοώ, στο περίφημο Καρτιέ Λατέν της «αριστερής
όχθης», που με την τραγική επικαιρότητα μαθεύτηκε ευρύτερα πως έχει από χρόνια
μεταφερθεί στη Βαστίλλη, πολύβουο ξενυχτάδικο πρώτης, κυρίως έπειτα από τη νέα
όπερα που έγινε εκεί, και στην πλατεία Ρεπυμπλίκ, παραμένει ωστόσο μοναδικό
αξιοθέατο, δεν νοείται να μην το περπατήσει κανείς, αφού εξάλλου ξεκινάει πλάι
απ’ το ποτάμι, με τα μεγαλειώδη μπουλβάρ Σαιν Μισέλ και Σαιν Ζερμαίν: εκεί λοιπόν,
ακριβώς πριν από τη γέφυρα, δεν ξέρω αν θα ’ναι πάντα, για τους άρρωστους
γατόφιλους σαν κι εμένα, ο χαμογελαστός κλοσάρ με τον Έντι, έναν πανέμορφο
άσπρο γάτο, που μόλις σκύψεις μπροστά του σηκώνεται και σου ’ρχεται αμέσως για
χάδια, ατέλειωτα, σπάνια στιγμή ηδονής σε μια πόλη όπου δεν βλέπεις ζώο αδέσποτο
ούτε για δείγμα.
Αυστηρά για γατόφιλους, και πάλι,
το μοναδικό θέαμα της γάτας που βόλταρε πλάι στο Μπομπούρ με τον αστό, αυτήν τη
φορά, κύριό της, δεμένη με ρυθμιζόμενο λεπτό λουρί για σκύλους, και ξαφνικά
σκαρφάλωσε και κούρνιασε σ’ ένα δέντρο, και μας χάζευε αμέριμνη από ψηλά: «τις
προάλλες δεν εννοούσε να κατέβει», είπε ο κύριός της, γάτα με συμπεριφορά
σκύλου κι όμως πάντα γάτα, συμφωνήσαμε, «ευτυχώς ήταν δίπλα ένα Leroy Merlin, πήρα μια πτυσσόμενη
σκάλα και την κατέβασα».
Αρκετά όμως με τα πιο προσωπικά και
με τις γάτες. Την άλλη φορά η πόλη. Η αιώνια, όχι η τώρα λαβωμένη.