Παρίσι, κόντρα στον φόβο (β΄)
(Εφημερίδα των συντακτών 28 Νοεμ. 2015)
μερικά: δεν κοίταξα αν ξηλώθηκε
και το λουκέτο «της απιστίας» που είχα δει πριν από δύο χρόνια:
ΑΡΓΥΡΗΣ-ΧΑΡΑ, έγραφε, η ημερομηνία του «όρκου» αποκάτω, ενώ αργότερα η Χαρά, μάλλον, τα διέγραψε όλα μ’ ένα μεγάλο Χ, σημειώνοντας και την αιτία: ΓΙΑ ΤΗ ΣΟΦΙΑ.
το Κανάλ Σαιν Μαρτέν, που δυστυχώς δεν χώρεσε εδώ |
Ξαναγέμισαν αμέσως τα καφέ και τα
μπαράκια στο Παρίσι, έπειτα από το πρώτο μούδιασμα: «Το χρωστάμε στους νεκρούς
μας φίλους, στη γενιά μας», είπε σε μια τηλεοπτική κάμερα ένας νεαρός που έπινε
με την παρέα του, και τα λόγια του αυτά με λύτρωσαν από κάποιες τύψεις, που από
την προηγούμενη επιφυλλίδα επέλεξα να μιλήσω για το «δικό μου» Παρίσι
ανεξάρτητα από τη ματωμένη επικαιρότητα, που την έζησα συμπτωματικά, επισκέπτης
τις μέρες εκείνες.
Έτσι θα συνεχίσω τώρα, με μερικά σημεία
που ξεφεύγουν από τους επίσημους οδηγούς, ή που απλώς μα και μοιραία τα
προσπερνάει κανείς, μπροστά στα τόσα θαυμαστά και «πρέπει».
Όταν λοιπόν πάτε, υποχρεωτικά, που
λέει ο λόγος, στην ξακουστή συνοικία Μαραί, με την Πλας ντε Βοζ, γυρίστε έπειτα
νότια, και πίσω από την εκκλησία Σαιν Πωλ κερδίστε μια εξαιρετική βόλτα στο Βιλάζ Σαιν Πωλ, ένα μικροσκοπικό «χωριό»
μέσα σ’ ένα από τα πιο κεντρικά σημεία, πολεοδομικό-αρχιτεκτονικό παράδοξο με διάφορα
καταστήματα με αντίκες και χειροτεχνήματα.
Κι αν από το Μαραί συνεχίσετε στη
Βαστίλλη, την καρδιά της νυχτερινής ζωής μετά τη δύση του Καρτιέ Λατέν, γυρίστε
πάλι ανάποδα, προς το ποτάμι, περνώντας από το Πορ ντε λ’ Αρσενάλ, ένα μαγευτικό λιμανάκι, με πάρκο σε
αναβαθμίδες από τη μια του όχθη. Στο ποτάμι πια, ε, όλες τις κεντρικές γέφυρες
θα ’πρεπε να τις περάσετε, σε μία μάλιστα, πίσω από τη Νοτρ Νταμ, στραφταλίζουν
ακόμη από μακριά τη νύχτα τα «λουκέτα της αγάπης» που κατακλύζουν τα
κιγκλιδώματά της: είναι τα λουκέτα όπου γράφουν οι ερωτευμένοι τα ονόματά τους
και πετούν έπειτα το κλειδί στο ποτάμι, ολόκληροι τόνοι μέταλλο εντέλει, που άρχισαν
να δημιουργούν στατικά προβλήματα· έτσι, στην πιο γνωστή και ίσως ωραιότερη γέφυρα,
την Πον ντεζ Αρ, στο ύψος του Λούβρου, απ’ όπου ξεκίνησε η σχετική μόδα, τα
ξήλωσαν ήδη, μόνο στα πλάγια έχουν μείνει ακόμα
ΑΡΓΥΡΗΣ-ΧΑΡΑ, έγραφε, η ημερομηνία του «όρκου» αποκάτω, ενώ αργότερα η Χαρά, μάλλον, τα διέγραψε όλα μ’ ένα μεγάλο Χ, σημειώνοντας και την αιτία: ΓΙΑ ΤΗ ΣΟΦΙΑ.
Το Καρτιέ Λατέν βεβαίως, όσο κι αν
δεν ζει τις παλιές του δόξες, θα το πολυπερπατήσετε, είναι σε στρατηγικό σημείο
πλάι στο ποτάμι, με την αρχή του μπουλβάρ Σαιν Μισέλ, όπως ξανάγραφα, που
ανταμώνει με το άλλο ένδοξο, του Σαιν Ζερμαίν, πάνω σ’ ένα μικρό μουσείο
διαμάντι, το Κλυνύ. Το ’χουν βεβαίως όλοι
οι οδηγοί, όλοι περνούν και ξαναπερνούν δίπλα του, ζει όμως στη σκιά των
μεγάλων, του Λούβρου κτλ. Το ’χω λιώσει στο περπάτημα αυτό το μικροσκοπικό
σχετικά μουσείο, ένα κομψοτέχνημα μεσαιωνικής αρχιτεκτονικής, με τα εντυπωσιακά
ρωμαϊκά ερείπια πάνω στα οποία είναι χτισμένο, και ιδίως τις ανυπέρβλητες
ταπισερί του: ίσως και να ξεπλένω έτσι την ντροπή μου που δεν είμαι φίλος των
μουσείων, μια οι ουρές, μια η μέση μου, κυρίως όμως ο αναγκαστικός καταιγισμός
εικόνων: με τα χίλια ζόρια πήγα κάποτε στο Λούβρο, έφτασα μπροστά στη Νίκη,
μελό όπως είμαι άρχισαν να τρέχουν ασταμάτητα τα μάτια μου, έμεινα κάμποση ώρα,
σηκώθηκα μετά και έφυγα.
Εκεί κοντά, στην πλατεία Σαιν
Ζερμαίν, όλοι οι οδηγοί θα σας στείλουν στο καφέ Ντε Φλορ, το περίφημο κέντρο κάποτε
των υπαρξιστών, που συγκεντρώνει ακόμα καλλιτέχνες και διανοούμενους, όπως και
το σχεδόν διπλανό Ντε Μαγκό: αν δεν αντισταθείτε στον πειρασμό (το Ντε Μαγκό
έχει πάντως εξαιρετική σοκολάτα), αναζητήστε οπωσδήποτε, πίσω από την εκκλησία,
την πλατεία Φύρστενμπεργκ, με το
Μουσείο Ντελακρουά, όχι τόσο για το μουσείο, με το συμπάθιο, όσο για την ίδια
τη μικροσκοπική πλατειούλα, ένα φαινομενικά μικρό τίποτα, κι όμως θαύμα
θαυμάτων, με μια απίστευτης ομορφιάς αντικερί στη γωνία.
Τέλος, αν πάλι σας πάνε στην παλιά
Όπερα, με την πορφυρόχρυση αίθουσα και την οροφή που είναι ζωγραφισμένη από τον
μοναδικό Σαγκάλ, και κυλιστείτε έπειτα στον βούρκο του καταναλωτισμού των
περίφημων Γκαλερί Λαφαγέτ, καθαρθείτε με μια βόλτα δεξιότερα, στα Γκραν
Μπουλβάρ, όπου τα Πασάζ Κουβέρ, πολυτελείς
στοές σκεπασμένες με γυαλί, στις οποίες εγκλωβίζεται σταματημένος ο χρόνος, με
καταστήματα μικρά μουσεία. Σε μία από αυτές τις στοές, Ντε Πανοραμά, είναι το
εστιατόριο Racines απ’ το οποίο
ξεκίνησα την προηγούμενη επιφυλλίδα, εκεί όπου μας βρήκε το νέο των επιθέσεων,
δημιούργημα νέων κι όμως ήδη πολύπειρων σεφ, που παράτησαν τα μεγαλοεστιατόρια
για να κάνουν το κέφι τους, φτιάχνοντας, θέλω να πιστεύω, και το δικό σας.
Την επομένη, όπως είπα, γυρίζαμε.
Στο ταξί για το αεροδρόμιο, ο μεσόκοπος, καλοσυνάτος μαύρος οδηγός τηλεφωνιόταν
με κάποιον φίλο του σε ξένη χώρα: «πόλεμος σ’ εσάς εκεί» ακούσαμε, χάρη στην ανοιχτή ακρόαση· «έτσι είναι οι Άραβες» είπε ο
οδηγός μας, «αν ήταν στο χέρι μου, θα τους εξολόθρευα όλους».
Προσγειωθήκαμε, πριν καν
απογειωθούμε.