Ξορκίζοντας τον θάνατο και το κακό
(Εφημερίδα των συντακτών 15 Σεπτ. 2018)
Πάνε κάμποσα χρόνια, σε μια παράσταση του Πέτερ Στάιν στην Επίδαυρο, συνωστισμός
έξω απ’ τα καμαρίνια, μπροστά μου ένα νεαρό ζευγάρι, ο άντρας κρατάει μια τεράστια
φωτογραφική μηχανή, απ’ αυτές με τους χιλιάδες φακούς, επαγγελματική δηλαδή, ο
ίδιος επαγγελματίας ή χομπίστας άδηλο, πάντως δεν τραβούσε φωτογραφίες,
περίμενε να πλησιάσει τον Στάιν. Όταν κόντευε πια, έδωσε τη μηχανή στην κοπέλα
του, κι αυτός χαιρέτησε με χειραψία διαρκείας τον Στάιν, κι έπιασε να του λέει τα
νενομισμένα, «συγχαρητήρια», «τι ωραία» κτλ., όλο πλατιά χαμόγελα και
χειρονομίες, σκέτη πόζα, γυρισμένος με τρόπο προς την κοπέλα του, που
φωτογράφιζε, εννοείται, μανιωδώς, τα δυο καρντάσια. Έπειτα αποχαιρέτησε,
σφίγγοντας πάλι επί ώρα το χέρι του Στάιν, κι έφυγε, τάχα χώρια από την κοπέλα
με τη μηχανή, που του την έδωσε μόλις έσμιξαν λίγο παραπέρα: αποστολή
εξετελέσθη, μια ιστορία πλασματικής φιλίας είχε επικυρωθεί διά του φακού,
αθάνατη πια στο βιογραφικό του νεαρού –που σίγουρα θα είναι γεμάτο από τέτοιες
ιστορίες, ανάλογα ντοκουμενταρισμένες πάντα.
Κοίτα, σκέφτηκα, με κάτι σαν ζήλια, ομολογώ: έπειτα από χρόνια συνεργασία
και επαφή, ούτε διανοήθηκα να ζητήσω να βγω φωτογραφία π.χ. με τον Κούντερα ή
με τον Ελύτη, και ο μεν Κούντερα μου ’δωσε κάποτε μερικές δικές του, του Ελύτη
ούτε του ζήτησα ποτέ, να ’ναι καλά η σύντροφός του, η Ιουλίτα Ηλιοπούλου, που
μου δώρισε, μετά τον θάνατό του, μία εξαιρετική, και σε υπέροχη κορνίζα
μάλιστα.
Παλιά τις απεχθανόμουν τις φωτογραφίες, τη φωτογράφιση για την ακρίβεια, αν
και δεν είναι δυνατόν να ξεχωρίσει κανείς το πολύτιμο συχνά αποτέλεσμα: μια
φωτογραφία-μαρτυρία ή με συναισθηματική αξία λ.χ., από την ενοχλητική έως
βάρβαρη διαδικασία της φωτογράφισης: οι επαγγελματίες αλλά κι οι ερασιτέχνες
που θα σε σπρώξουν, θα σε ποδοπατήσουν, στην καλύτερη περίπτωση θα σου χωθούν
μπροστά, στο μουσείο, στον δρόμο, σε μια εκδήλωση, άσε τα κλικ-κλικ-κλικ σε μια
θεατρική παράσταση ή συναυλία.
Την αντίφαση δεν την έλυσα ποτέ, ίσα ίσα έγινα μέρος της ο ίδιος, όταν
κάποια στιγμή, αρκετά μεγάλος πάντως, με κίνητρο τα ταξίδια με τη χορωδία του
Λυκούργου Αγγελόπουλου, πήρα μια τόση δα ψηφιακή μηχανή, κι άρχισα να τραβάω
αβέρτα, χωρίς δυστυχώς το απειροελάχιστο όχι θράσος αλλά απλό θάρρος να
φωτογραφίσω ξένο κόσμο: πάντα μισές δουλειές.
Την έχω ξανακάνει την αυτοκριτική μου, με άλλες ιστορίες και κυρίως με άλλη
αφορμή: το προβοκατόρικο πρωτοσέλιδο της κιτρινόμαυρης φυλλάδας του μαύρου Αναστασιάδη,
που το έπιανε όλο η φωτογραφία του μαχαιρωμένου Φύσσα, στα χέρια της καλής του,
με τίτλο «Δεν ξεχνώ τον φασισμό»!
Όμως, «αυτή η συγκλονιστική
Πιετά, με τον σπαραγμό στο πρόσωπο της ανακαθισμένης κοπέλας που κρατάει τον
γερμένο απάνω της ετοιμοθάνατο Παύλο Φύσσα, επείγει να αποσυνδεθεί από τον
βούρκο του Αναστασιάδη και να μας δοθεί. Καθαρή, όπως είναι από μόνη της.
Ιστορία πια και ιστορία μας –περιουσία μας» έγραφα τότε, που, λίγο τα προσωπικά
δεδομένα (ορθώς καταρχήν), λίγο η φρίκη ή κι η αηδία, λίγο (μάλλον πολύ) ο
μεταφυσικός μας τρόμος, γενικευόταν ήδη η αντίδραση στη δημοσίευση φωτογραφιών
με τραυματίες και νεκρούς, ιδίως παραμορφωμένους. Και ιδιαίτατα
απανθρακωμένους, όπως τώρα με την τραγωδία στο Μάτι, που είναι και η νέα μου
αφορμή.
Είναι αφάνταστα λεπτό το θέμα, όταν αμέσως αμέσως σκεφτεί κανείς πως κάθε
τραυματίας ή νεκρός έχει γονείς, παιδιά, αδέρφια, φίλους κτλ. Από την άλλη,
είναι γνωστό ότι, χωρίς τις φωτογραφίες των σκελετωμένων του Άουσβιτς, αλλά και
των σκελετών των ομαδικών τάφων, ελάχιστα θα ξέραμε, και κυρίως θα ήμασταν σε
θέση να αποδείξουμε παραέξω, για το Ολοκαύτωμα. Πως δεν θα ’χαμε την ίδια
εικόνα για τον πόλεμο στο Βιετνάμ χωρίς το επίσης σκελετωμένο γυμνό κοριτσάκι,
που τρέχει κλαίγοντας να σωθεί από τις φλόγες των ναπάλμ. Ούτε για την τραγωδία
των μεταναστών, χωρίς φωτογραφίες με πνιγμένους που επιπλέουν στο νερό, με το
ξεβρασμένο στην ακτή κορμάκι του τρίχρονου Αϊλάν, με μανάδες και πατεράδες με
μωρά στην αγκαλιά, τον άντρα με την υπέργηρη μάνα του στους ώμους, τον νεαρό που
υποβαστάζει τον φίλο του με το ακρωτηριασμένο πόδι ή σπρώχνει το αναπηρικό
καροτσάκι κάποιου άλλου.
Άλλωστε με φωτογραφίες, γενικότερα, βίντεο κτλ., εικόνα δηλαδή, στηρίζονται
οι κατηγορίες στη δίκη της Χρυσής Αυγής, και με τα παραμορφωμένα πρόσωπα των
θυμάτων από τις παλιές ή νέες επιθέσεις της αποκτούν υπόσταση τα ίδια τα θύματα
απ’ τη μια, τα εγκλήματα απ’ την άλλη.
Όχι, δεν πιστεύω στο υπεραπλουστευτικό κλισέ πως μία φωτογραφία ίσον χίλιες
λέξεις, όμως η εικόνα δεν επιτρέπει σε κανέναν να δηλώνει ανίδεος και άρα αθώος,
η εικόνα μας φέρνει αντιμέτωπους με τη μεγαλύτερη φρίκη, όπως είναι λόγου χάρη
ένα απανθρακωμένο πτώμα, γιατί αυτός είναι ο καθρέφτης όπου πρέπει να είμαστε
έτοιμοι να κοιταχτούμε ανά πάσα στιγμή.