Μνήμη Χριστόφορου Λιοντάκη
(Εφημερίδα των συντακτών 25 Ιουλ. 2020)
* Ένας χρόνος ακριβώς από τον θάνατο του Χριστόφορου. 26 Ιουλίου 2019. Ένας χρόνος «κιόλας», όπως λένε, μα δεν είναι, δεν είναι μόνο αυτό αλήθεια. Από τη μια σου φαίνεται «σαν χτες», από την άλλη αιώνες, έτσι όπως εναλλάσσονται και άλλοτε συμπίπτουν απουσία και παρουσία.
Έτσι όπως πιάνεις κάθε τόσο το τηλέφωνο να του τηλεφωνήσεις. Να πείτε δυο κουβέντες επιτέλους· ή για κάτι που βλέπεις ξαφνικά στην τηλεόραση και ξέρεις πως θα του άρεσε, για ένα μικρό κουτσομπολιό, ένα τίποτα. Έτσι όπως τον μελετάς με τους φίλους: «όπως έλεγε / όπως θα έλεγε ο Κρις», ή «ο ποιητής» –η προσωνυμία ανάλογα με τον φίλο.
Ένας χρόνος λοιπόν χωρίς τον Χριστόφορο. Τη μια μέρα, ξημερώνοντας Σάββατο, ζήτησε απ’ τον Πάνο να τον πάει στο νοσοκομείο (μ’ ένα βιβλίο στην τσάντα, να ’χει να διαβάζει, το Καπούτ του Μαλαπάρτε!), όλη τη μέρα στα εξωτερικά με εξετάσεις· την άλλη μέρα, Κυριακή, στον θάλαμο, ανακουφισμένος από τις πρώτες φροντίδες και την αποκαταστημένη αναπνοή, έλεγε και ξανάλεγε στον καθένα, να επιβεβαιωθεί, ότι καλά έκανε και μπήκε στο νοσοκομείο, ένιωθε πια μια σιγουριά· και την επομένη, Δευτέρα πρωί πρωί, πηγαίνοντας για κάτι δικά μου ιατρικά, περνάω και τον βρίσκω να κοιμάται βαθιά μα και ανήσυχα· δεν τον ξύπνησα· σε δύο ώρες που ξαναπέρασα, τον είχαν ήδη διασωληνώσει.
Αυτό ήταν όλο. Τρεις μέρες. Κι από τη γαλήνη της Κυριακής πέρασε στη μακρά και βασανιστική πορεία για το τέλος. Ενάμιση μήνα στην Εντατική, κι εκεί έσβησε.
* «Όπως λέει ο Προυστ, la délivrance arrive quelquefois inattendue», «η λύτρωση φτάνει κάποτε αναπάντεχα»: έτσι μου έλεγε συχνά σε όποιες δυσκολίες, του το αντιγύριζα σε δικά του ζόρια –είχε γίνει το μότο μας. Θέλησα να το χρησιμοποιήσω σ’ ένα μικρό σημείωμα για το αφιέρωμα το οποίο στήσαμε με τον Δημήτρη Αγγελίδη εδώ, επιστρατεύοντας φίλους και συνεργάτες να πουν δυο λόγια, μέσα σε ένα 24ωρο ουσιαστικά, να προλάβουμε τη Δευτέρα, που ήταν και η κηδεία (29/7). Και είπα να κάνω ένα τσεκάρισμα στο ίντερνετ: πουθενά! Δοκίμασα όλους τους δυνατούς συνδυασμούς, ούτε Προυστ ούτε κανένας άλλος. Εγκατέλειψα προσωρινά, αλλά έπειτα απευθύνθηκα σε φίλους και φίλες, από τον χώρο του βιβλίου, σε Γάλλους και Γαλλίδες, του βιβλίου επίσης: τίποτα. Να ’ταν δική του αυτή η φράση; δεν τα έκανε τέτοια τερτίπια. Τη συνέθεσε ασύνειδα στον νου του, ποιος ξέρει από τι σπαράγματα; άγνωστο. Δεν έχει σημασία. Αρκεί που είχε έρθει η λύτρωση, αναπάντεχα. Γιατί βασανίστηκε πολύ τα τελευταία χρόνια, γιατί βασανίστηκε στη ζωή του ο Χριστόφορος: μέσα ή έξω δαίμονες, κι αυτό δεν έχει σημασία πια, πάντως δαίμονες.
* Γράφω όσα δεν μπόρεσα να γράψω πέρσι, ν’ αποχαιρετήσω τον μεγάλο φίλο, από τους δοτικότερους ανθρώπους, όπως σημείωνα τότε. Που μοίραζε στοργή, αγάπη και αφοσίωση. Και μαζί ταπεράκια με φαγητό, ενώ στην ταβέρνα σου ’χωνε την μπουκιά με το στανιό στο στόμα, όταν δεν πετύχαινε μύτη, μάγουλο κ.ά., επιμένοντας πως μια χαρά πάει το ψάρι που έτρωγε εκείνος με το κρέας που έτρωγες εσύ, ή το αντίστροφο. Και μοίραζε επίσης χειροφιλήματα: σου τραβούσε ξαφνικά τα δυο σου χέρια και τα φίλαγε, ειλικρινά συγκινημένος από κάτι που τον ευχαριστούσε, έτσι με την Κατερίνα, στο εστιατόριο της Άνδρου, για τις νοστιμιές της, με τον Γιώργο, τον σερβιτόρο του Θαλασσινού, για τη θετική του αύρα και το αστείρευτο χιούμορ, με την ηλικιωμένη θεία μου όπου πήγαινα βαρυγκομώντας καμιά φορά εγώ, και μου ζητούσε να ’ρθει μαζί εκείνος –και νά τα χειροφιλήματα στη θεία, και τα χάδια, στα χέρια, στα λευκά μαλλιά. Αγαπούσε ο Χριστόφορος.
* Γενναιόδωρος ακόμα, αν όχι πιο πολύ, με τη δουλειά του. Που σ’ την εμπιστευόταν, περίπου εν λευκώ, με Άρειο Πάγο πάντοτε την Κοραλία, ποιήματα και μεταφράσεις· και: «βάλε ό,τι θες», ήταν η συχνότερη απάντησή του. Στις μεταφράσεις ιδίως, σχεδόν σήκωνε τα χέρια ψηλά: «γιατί με βασανίζεις; κάν’ το όπως θες», επέμενε, λες κι ήθελε να την ξεφορτωθεί πια –ενώ απ’ την άλλη επανερχόταν επί μήνες σε μία και μόνο φράση ή λέξη. Είχα εντυπωσιαστεί ιδιαίτερα, όταν έβγαλε στον Γαβριηλίδη (άλλος νεκρός που δεν τον αποχαιρέτησα…) σε δύο τόμους τις παλιές του συλλογές, με τη γενναιότητα που αναθεωρούσε και διόρθωνε στίχους, στροφές, ποιήματα ολόκληρα. Εξέφραζες τον δισταγμό σου για μια λέξη: «πέτα τον» σου ’λεγε αμέσως, «ποιον;», «τον στίχο όλο» έλεγε κατηγορηματικά –και πάλευες τότε εσύ, μπας και τον περισώσεις!
Κι ένα τελευταίο, ευτράπελο. Δουλεύαμε με δόσεις τον Σκοινοβάτη του Ζενέ· κάποια φορά στο σπίτι μου, πιο απρόθυμος από ποτέ: «Δεν είμαι στα καλά μου» είπε, «πάω να βάλω ένα ουίσκι». Πήγε στην κουζίνα, έβαλε το ουίσκι του, απογέμισε, όπως συνήθιζε, το ποτήρι με νερό ώς απάνω, ήρθε και άρχισε να πίνει. Σε λίγο δεν ήταν όντως καλά, ξάπλωσε φαρδύς πλατύς σ’ έναν καναπέ, αρνούμενος να κάνει οτιδήποτε. Απελπισμένος, πήγα να βάλω κι εγώ ένα ουίσκι, βρήκα στον πάγκο και τη βότκα που είχα στο ψυγείο: την είχε πάρει για νερό, κατάλαβα αμέσως, αφού το ίδιο σκηνικό είχε γίνει πρόσφατα στης Κοραλίας και του Βαγγέλη –εκεί μάλιστα είχε απογεμίσει το μπουκάλι τη βότκα με νερό, και το ξανάβαλε στο ψυγείο.
Πάντα γελούσαμε μαζί, μ’ αυτά και μ’ άλλα. Τώρα γελάμε μόνοι μας οι φίλοι, οι περιλειπόμενοι. Κι έχει μια πίκρα αυτό το γέλιο… Δηλητήριο…
Update: το αίνιγμα λύθηκε μια-δυο (!) μέρες μετά τη δημοσίευση της επιφυλλίδας αυτής. Βλ. εδώ.