4/9/10

Ελεύθερη κατασκήνωση, ανελεύθερες σχέσεις;

Τα Νέα, 4 Σεπτεμβρίου 2010

Με μια σκηνή ή άλλη ημιμόνιμη κατασκευή, η αναντίλεκτη φυσιολατρία του άλλου καταργεί, ακυρώνει τη δική μου

Ανάμεσα σε σκηνές και σε ομπρέλες δεν θέλω να επιλέξω. Αν πρέπει, θα αναγκαστώ να επιλέξω ομπρέλες: ακόμα και στην πιο τουριστική παραλία, κάποια στιγμή το βράδυ θα κάνω χαλαρά τη βόλτα μου, ενώ ανάμεσα σε σκηνές θα νιώθω το λιγότερο αδιάκριτος, εισβολέας στην «ιδιωτική» ζωή, στον «ιδιωτικό» χώρο του άλλου (φωτ. από το http://freecampgr.blogspot.com)

το πλήρες κείμενο:

Ελεύθερη κατασκήνωση, ανελεύθερες σχέσεις; Πόπο μεγάλος λόγος, τρομάζω και που τον γράφω, άσε όταν σκέφτομαι και κάποιους φίλους που περιστασιακά αλλά με μέγιστη ηδονή επιδίδονται στο σπορ.

Ελεύθερη κατασκήνωση, ανελεύθερες σχέσεις; Και μετριάζει τάχα τον μεγάλο λόγο το κόμμα αντί για το ίσον, κι αυτό το κουτοπόνηρο ερωτηματικό στο τέλος; Ας είμαστε ειλικρινείς: καθόλου. Έγραψα ωστόσο αυτό ακριβώς που εισπράττω προσωπικά, όπως και προσωπικά με ενδιαφέρει να το προσεγγίσω το ζήτημα, από μια ας πούμε ιδιαίτερη πλευρά, πέρα από θέματα απαγορεύσεων, προστασίας του περιβάλλοντος κτλ.

Εν πάση περιπτώσει, ας αποσύρω για την ώρα τον χαρακτηρισμό «ανελεύθερες», με την υπερβολή ή τον μελοδραματισμό του, κι ας δούμε τον κατά τη γνώμη μου αναντίλεκτο: «ανισότιμες», «άνισες σχέσεις».

Και πού ή ποια η ανισότητα; Πολύ απλά: όταν εσύ χτίζεις σπίτι στην παραλία, και στην καλύτερη εννοείται θέση, κι εγώ ή δεν έχω να σταθώ ή πάντως μοιάζω στανικά φιλοξενούμενός σου, κάποτε μετά βίας ανεκτός –είτε είναι αντικειμενικό αυτό το τελευταίο είτε απλούστατα αίσθησή μου.

«Χτίζεις σπίτι»; Άλλη υπερβολή, αυτός κι αν είναι μεγάλος λόγος! Ωραία, για στήσιμο σκηνής βεβαίως μιλάμε, όμως οι αναλογίες, στις συγκεκριμένες συνθήκες, είναι οπωσδήποτε υπαρκτές, ισχύουν απολύτως. Δηλαδή, εντάξει, δεν υπάρχει μονιμότητα, υπάρχει ωστόσο ημιμονιμότητα, κάτι πολύ περισσότερο από το απλώς περιστασιακό δικό μου, το πάω στη θάλασσα για μια βόλτα, για ένα μπάνιο, για λίγη ώρα, για μερικές ώρες, μισή μέρα το πολύ. Αυτήν όμως τη λίγη ώρα, κάποιος δεν έχει απλώς προηγηθεί, κάτι απολύτως φυσικό και αναπόφευκτο, πάντοτε και παντού, δεν έχει λέω απλώς προηγηθεί και πιάσει ευλογότατα την προνομιακή θέση, αλλά τη θέση αυτή την έχει κιόλας «περιφράξει», μεταφορικά μιλάω, κι έχει υψώσει και σημαία, με θυρεό ορατό, περίβλεπτο, και με όρους χρησικτησίας: θα είναι εκεί πριν από τη δική μου βόλτα, άγνωστο πόσο πριν, κι αυτό το άγνωστο επιτείνει ίσα ίσα το χαρακτήρα τής οιονεί μονιμότητας· θα είναι εκεί κατά τη διάρκεια της δικής μου βόλτας, είτε «φυσικά» παρών είτε απών, αλλά με τη θέση πάντοτε κατειλημμένη· και φυσικά θα είναι και μετά, άγνωστο πάλι πόσο.

Μικρογραφία, οπωσδήποτε, όμως σχέσεις και πραγματικότητα ιδιοκτησίας δημιουργούνται αυτομάτως, και ανεξάρτητα, πρέπει να το τονίσω αυτό, από τις προθέσεις του κατασκηνωτή, ανεξάρτητα κι από το αν έχει απλώσει γύρω τριγύρω τραπεζοκαθίσματα, ντουζιέρες, ψησταριές, ή είναι άκρως διακριτικός και μετρημένος. Μια σκέτη σκηνή σε μια ερημική ή άλλη παραλία είναι για τον κάθε «καινούριο» σήμα ιδιοκτησίας από μόνη της. Στη μικροκλίμακα πάντοτε αυτή, η σκηνή είναι ό,τι ένα χτισμένο σπίτι: ακυρώνεται αυτομάτως η έννοια της ερημικής παραλίας όπου έφτασες περιχαρής εσύ, και στην όποια διάρκεια της επίσκεψής σου ακυρώνεται και η όποια αίσθηση ιδιωτικότητας.

Εδώ, προσοχή. Μια απόμακρη, ερημική κτλ. παραλία θα είναι πάντοτε απόμακρη και ερημική, ακόμα κι αν, όταν φτάσεις, υπάρχει ήδη κάποιος άλλος, κάποιοι άλλοι εκεί, και φυσικά ακόμα και αν ακολουθήσουν έπειτα και άλλοι. Θα είστε όλοι εκεί, μαζί και χώρια, στην ίδια παραλία, αλλά με ίσους όρους: περιπατητές, κολυμβητές, εκδρομείς ή ό,τι άλλο. Το σπίτι, η σκηνή, το οτιδήποτε χτιστό ή μονιμότερα στημένο, δημιουργεί, υποβάλλει, επιβάλλει όρους ανισότητας.

Ξανά: Φτάνεις στην απόμακρη ή σε όποια ακτή, αλλά νά ένα σπίτι, ή ευτυχώς, καλύτερα, μια σκηνή, και, ακόμα ευτυχέστερα και καλύτερα, κλειστό το σπίτι, ή κλειστή η σκηνή: κανείς δεν είναι εκεί· όμως ήταν· μπορεί και τώρα να είναι, μέσα π.χ. να κοιμάται, ή πάλι να σε βλέπει (τρομαχτικό!), ή και να σε ακούει· και θα είναι, δηλαδή θα ξεμυτίσει ή θα επιστρέψει, ανά πάσα στιγμή. Παναπεί δεν είσαι μόνος. Και κατά κάποιον τρόπο βρίσκεσαι σε κατοικημένη περιοχή. Και τότε, μήπως ενοχλείς κι αποπάνω; μην τον ξυπνήσεις; Το σίγουρο είναι πως δεν είσαι πλέον χαλαρός, δεν θα τραγουδήσεις λ.χ., δεν θα φωνάξεις, δεν θα παίξεις με την παρέα σου· δεν θα μείνεις μόνος, σιωπηλός, στη φύση, με την αίσθηση, με την απόλαυση πως είσαι μόνος, σιωπηλός, στη φύση.

Και δεν αναφέρομαι φυσικά στους ρυπαντές και περιβαλλοντοκτόνους, που πάντως δεν μπορώ να αμφισβητήσω απριόρι τη φυσιολατρία τους, όπως κι αν την εννοούν· ούτε στους κατασκηνωτές με τα απλωμένα συμπράγκαλα και την πλήρη οικοσκευή, που κι αυτών, ακόμα περισσότερο, δεν θα αμφισβητήσω τη φυσιολατρία τους. Έχω κατά νου, όπως είπα, φίλους με πραγματική οικολογική συνείδηση, έχω επίσης δει, και έχω μάλιστα από μιαν άποψη ζηλέψει, πολλούς άγνωστους άλλους. Όμως, στην πράξη, η αναντίλεκτη φυσιολατρία του άλλου καταργεί, ακυρώνει τη δική μου –και δεν είναι, όπως ελπίζω φάνηκε, θέμα απλώς αντίληψης ή άποψης για τη φυσιολατρία.

Είπα «στην πράξη», αλλά μ’ ένα θεωρητικό σχήμα. Στην πράξη πράξη, και στην πιο κοινή πραγματικότητα, η ανισότητα δεν γίνεται να είναι πιο απτή: μία σκηνή δύο ατόμων καταλαμβάνει χώρο πολλαπλάσιο των δύο. Μετρήστε μόνοι σας: κάτω απ’ το δέντρο, ο χώρος που πιάνει η ίδια η σκηνή, έπειτα ο πλαϊνός και ο λίγο παραπέρα χώρος, όπου αποκλείεται να απλώσετε τη δική σας ταπεινή ψαθοπετσέτα, ο πίσω και ο μπροστά, εννοείται, συν ο χώρος που πιάνουν οι πετσέτες των ίδιων δύο στον ήλιο, όπου θα κάτσουν, φυσικά, κάποια στιγμή.

Συντριπτική, νομίζω, η αριθμητική.

buzz it!