στο γιατρό (1), ή Θάνατος από χαρτάκια κι αποκόμματα
ή η ζαβολιά/κλοπή και το «μετά από», η Αφροδίτη Μάνου και τα Ανεπίδοτα
Γράμματα, η Δημητριάδη και οι Κυνηγοί του Αγγελόπουλου, ο Διόδωρος ο Κυψελιώτης
και το Υποβολείο της Καθημερινής, οι εκλογές κι ο Τσίπρας και τα Νέα και οι
φίλοι της ΔΗΜΑΡ, το βρόμικο ’89, το πιο βρόμικο ’11 και ο πόνος για τη Χρυσή
Αυγή, ο Κωστής κι ο Στάθης, τι είναι η αυτοκριτική και πώς το γράφουμε εκείνο
το σκεφτικό «χμμ»
παραήταν μεγάλο αυτό το διάλειμμα, έλειψα ώρες κι
είχα έτσι καλή δικαιολογία να το ξαναπιάσω όλο το κομμάτι απ’ την αρχή,
διόρθωσα, ομολογώ, διάφορα, αλλά αλήθεια ψιλοπράματα, προσπάθησα να κρατηθώ στο
παιχνίδι καθαρός, άκου παιχνίδι και καθαρός, τέλος πάντων έκανα
αρκετά μερεμέτια και με κόπο συγκρατήθηκα να μην κάνω καινούριες παρεκβάσεις,
αφήνω στον αέρα και διάφορες όπως για τ’ αμερικανάκια μου ή για την Αφροδίτη
Μάνου, ή μήπως να σας πω γι’ αυτήν, έτσι που ξανατραγουδάω μέσα μου συνέχεια το
τραγούδι της με τον Σαββόπουλο, ανέσυρα μάλιστα και το δίσκο, βινύλιο, και το
’βαλα και το ξανάβαλα το τραγούδι, μόνο αυτό, το επόμενο με την Κύπρο δεν το
αντέχω, η Μάνου λοιπόν, σπουδαία φωνή αλλά και συνθέτρια, βεβαίως συνθέτρια κι
όχι συνθέτις, δεν είναι δα διόλου σπάνιος ο τύπος (θα κοιτάξω κάποια στιγμή
και στο γκουγκλ –απντέιτ: κοίταξα, εβδομήντα τόσες χιλιάδες!), όπως είναι η βουλεύτρια
λόγου χάρη, το συνθέτρια μια χαρά είναι, είχα προσπαθήσει κάποτε να πείσω την
Καραΐνδρου, σ’ ένα πρόγραμμα του Μεγάρου, δε θυμάμαι, νομίζω πως δεν την
κατάφερα, αλλά τη Γαλάνη την έπεισα αμέσως, συμμαθήτριά μου αυτή, άλλη φορά θα σας πω ιστορίες
τρελές, αλλά τι γίνεται μ’ αυτή την υπόθεση, μ’ αυτό που κάνω τώρα γιατρέ;
απομνημονεύματα άρχισα να γράφω, και name dropping τάχα κάνω; με τις σπουδαίες γνωριμίες μου, χμμ
(άθλιο μου φαίνεται πάντοτε αυτό το «χμμ», πάντοτε μ’ ενοχλούσε, αλλά και πώς
να το αποδώσεις στο γραπτό, σκέτο «μμμ» θα είναι μουκάνισμα…, χμμ λοιπόν ––το
ίδιο πρόβλημα, απροπό, με το σκανδαλισμένο τσου τσου τσου: πώς γράφεται κι
αυτό, τς τς τς γράφουν άλλοι, ντς ντς
ντς εγώ, κυρίως με την Τζένη, αλλά ίσως είναι από τα δικά μας αυτό, τσκ τσκ τσκ
άλλοι…, ζόρι!), πολύ απλό, νομίζω, ή όχι; το βρήκα; μήπως πάλι υπεκφεύγω,
αρχίζω και απεραντολογώ, για να μη γράψω πάλι γι’ αυτά για τα οποία αποφάσισα
να γράψω, για να μη γράψω τελικά, κατάθλιψη είναι αυτό, γιατρέ; ή απλώς
ξεμωραμένος λόγος, πρώιμο ξεμώραμα, ο διαρροϊκός λόγος που κοροϊδεύω στους
άλλους ––χα, η αυτοϋποτίμηση τάχα, που είναι συχνά; κατά κανόνα; πάντα; ή τα
παραλέω; πάντως η αυτοϋποτίμηση είναι σίγουρα σωστός ναρκισσισμός από την άλλη,
που προκαλεί τον άλλον να σου πει, μα τι λες τώρα; εσύ που το ’να, εσύ που τ’
άλλο, και καμαρώνεις μέσα σου εσύ, που έκανες και επίδειξη τάχα σεμνότητας, μα
και η σεμνότητα δεν είναι συχνά το άλλο πρόσωπο της αλαζονείας; τα ξέρουμε
άλλωστε οι μεγαλύτεροι εμείς, που προλάβαμε και εντρυφήσαμε ή και επιδοθήκαμε
στην κομμουνιστική αυτοκριτική, που πιο κρυπτο(;)αλαζονική στάση απ’ την
αυτοκριτική δεν υπάρχει, όχι πως η χριστιανική ταπεινοφροσύνη πάει πίσω, τώρα
το ’χασα το νήμα αλλά τώρα αλήθεια δε θα ξανακοιτάξω πίσω, στο λόγο μου, για τη
Μάνου μόνο θα σας πω, και την υπέροχη φωνή της, που αδικήθηκε ίσως όταν πάτησε
πόδι στον Θεοδωράκη κι έχασε ή χάσαμε εμείς την ευκαιρία να ’χουμε
τραγουδισμένα απ’ αυτήν τα Λυρικά
του, σπουδαίο παιδί η Μπουμπού, όπως τη λέγαν απ’ το σπίτι, δεν την έβγαλα έτσι
εγώ, σπουδαίο παιδί, και πανέμορφο (θα βρω κάποια φωτογραφία της από την εποχή
εκείνη, κάτι πρέπει ούτως ή άλλως να βάλω να σπάσω το σεντόνι αυτό),
κάναμε
κάποτε ωραία παρέα, τα χρόνια εκείνα, και με την αδερφή της, τη Μαρία Δημητριάδη,
και το Θάνο, μέσα στη χούντα ακόμα, χαθήκαμε κάποια στιγμή, αγαπιόμαστε όμως,
πιστεύω, από μακριά, την αναζήτησα κατά σύμπτωση τις προάλλες, μετά το θάνατο
του Αγγελόπουλου θυμήθηκα που είχαμε κάπου δει, αλλά πού, σε τι είδους προβολή,
αδύνατον να θυμηθώ, δεν υπήρχαν και ντιβιντί τότε να πεις, είχαμε δει λοιπόν
μεταξύ μας ένα κομμάτι από τα γυρίσματα των Κυνηγών, κάποια κηδεία, και
η Μαρία προχωράει δίπλα στο φέρετρο και τραγουδάει α καπέλα τον Πέτρουλα,
ανατριχιαστική ερμηνεία, ανατριχιαστική εικόνα, μετά την έκοψε στο μοντάζ ο
Αγγελόπουλος, είδαμε κάποτε την ταινία, από τις μέτριες ή κακές του, για
Αγγελόπουλο μιλάμε βεβαίως, και η σκηνή ήταν χωρίς τραγούδι, η νεκρική πομπή
προχωρούσε σιωπηλά, τώρα που το σκέφτομαι ίσως είχε δίκιο ο Αγγελόπουλος, θα
παραήταν αλλιώς δραματική η σκηνή, τότε όμως λυσσάξαμε, σκάσαμε απ’ τη
στεναχώρια και το κακό μας, το θυμήθηκα λοιπόν
αυτό τώρα και αναρωτήθηκα πώς ακριβώς είχε η υπόθεση, πάει καιρός που συλλαμβάνω τη μνήμη μου (σε
εισαγωγικά θα ’πρεπε να τη γράψω τη λέξη «μνήμη») να αλλοιώνει, να παραμορφώνει
διάφορα, ήθελα λοιπόν να θυμηθώ ακριβώς και πιο πολύ να το συζητούσαμε αν
υπήρχε τρόπος να τη βρει κανείς αυτήν τη σκηνή, πώς, άγνωστο, δεν έχω ιδέα,
τέλος πάντων δεν τη βρήκα στο τηλέφωνο την Μπουμπού, δεν ξαναπήρα, να το σημειώσω τώρα να την πάρω, ή να
πάρω το Μικρούτσικο, το Θάνο βεβαίως, αυτός έχει και μνήμη ελέφαντα, αλλά έτσι
κι αλλιώς πρέπει να πάρω την Μπουμπού (τη λένε άραγε ακόμα Μπουμπού; ή μόνο
Αφροδίτη;), θέλω πολύ να της πω και γι’ αυτό που κατά κάποιον τρόπο της κρατάω,
τι της κρατάω, μεγάλη κουβέντα, αλλά να βγει κι αυτό αποπάνω μου, δεν πνίγουν
μόνο τα χαρτάκια, της κρατάω λέω που δεν έκανε τίποτα, αλλά σάμπως έφταιγε
αυτή; νά, λέω που δεν μας έδωσε, που δε μας δόθηκε η ευκαιρία να
αποχαιρετήσουμε τη Μαρία, πάνε δυο χρόνια νομίζω, θεέ μου, ας το ψάξω, δυο
χρόνια, μήπως τρία; που πέθανε, νέα ακόμα, η μεγάλη φωνή, πέθανε και το ’χε
ζητήσει η ίδια να την κάψουν, αλλά δεν ξέρω, δε θα ’λεγα βεβαίως να την
παρακούσουν (άλλα λέω μέσα μου, πάντως, το ομολογώ), δε θα ’λεγα είπα να την
παρακούσουν, μα νά, ας γινόταν κάτι, όχι σώνει και καλά πολιτική κηδεία, δεν
ξέρω, κάτι, από κάπου να περάσουμε, τόσος κόσμος, είμαι σίγουρος, θα το ’θελε,
να τη δούμε να την αποχαιρετήσουμε (να ξαναδώσω γιουτιουμπάκι, με τη Μαρία
τώρα; νά, αυτό, αλλά κι αυτό, Μαρκόπουλος παρακαλώ), αυτά τα λίγα λοιπόν
για τη Μάνου, κι επειδή είπα για γιουτιουμπάκι, θα ξανακοιτάξω τώρα καλύτερα,
είχα κοιτάξει κάποτε αλλά δε βρήκα τίποτα απ’ τα Ανεπίδοτα γράμματα, έναν
εκπληκτικό κύκλο τραγουδιών του Μιχάλη Γρηγορίου, ποίηση Άρη Αλεξάνδρου,
σπουδαία πολιτικά και μαζί ερωτικά ποιήματα, αχ, την είχε αποκηρύξει αυτή την
εξαιρετική δουλειά της η Μπουμπού, σε εποχές ΕΚΚΕ, και αυτό που μου ήρθε τώρα
δεν είναι παρέκβαση, είναι απ’ τα χαρτάκια που ’χω κρατημένα, δε θα το ψάξω να
το βρω, κι ούτε έχει σημασία να το γράψω επακριβώς, αλλά πάει δεν πάει μήνας,
κάποια εκδήλωση είδα έγινε στο καινούριο, το υπέροχο στέκι του Σάμη Γαβριηλίδη
(εκδόσεις Γαβριηλίδη, Βλάση τον λέω εγώ, από τον Βλάση Γαβριηλίδη της Ακρόπολης, κι αυτός τότε με λέει Πέτρο
Χάρη, και κάνουμε έτσι διαλόγους απ’ τον ουρανό, για την ακρίβεια: στον
ουρανό!) και της Βασούλας, της Βάσως Κυριαζάκου, έγινε λοιπόν κάποια εκδήλωση
κι είχε και μουσική ενός Λουκά Θάνου, τραγούδια απ’ τα Ανεπίδοτα γράμματα ή από κάποια από αυτά που τα έχει μελοποιήσει
και αυτός, από τότε, παλιά –– δεν ξέρω τι άλλο, της προκοπής ή όχι, έγραψε όλα
αυτά τα χρόνια, ούτε με νοιάζει, δε με νοιάζει, ή δεν πειράζει, δεν έχει
σημασία που ήταν τόσο ανέμπνευστα εκείνα τα τραγούδια, αλλά ο αφιλότιμος είχε
πάρει αυτά τα εκπληκτικά ερωτικά τραγούδια, γράμματα που γράφει ο ποιητής στην
αγαπημένη του, προφανώς την (ήδη τότε;) γυναίκα του την Καίτη Δρόσου, μέσα απ’
τη φυλακή, απ’ την εξορία, κι εκεί που ένα τελειώνει: «μου ήταν ανάγκη να βλέπω
πως κοντεύω πόντο πόντο να σε φτάσω», την αγαπημένη του εννοείται, ο αφιλότιμος
πρόσθεσε στο τέλος (αυτός ή τάχα ο Ξυλούρης που το τραγουδούσε τότε στην
μπουάτ; παρόντος πάντως του συνθέτη, έπαιζε πιάνο, νομίζω): «Λευτεριά», δηλαδή
«πόντο πόντο να σε φτάσω, Λευτεριά», φτηνές πολιτικές…, νά όμως, ξανακοίταξα
στο ίντερνετ κι έπεσα πάνω στη δουλειά του Γρηγορίου, κάποιος την ανέβασε στο
μεταξύ, απαράμιλλη θα την πω, κι ας ακούγεται μεγαλόστομο, εδώ σίγουρα θα δώσω λινκ, ακούστε τα, σας παρακαλώ, γιατρέ, όλα, μακάρι να τ’ ακούσει κάθε αναγνώστης, αν υπάρξει, αναγνώστης εννοώ, που
θα (έχει) φτάσει ως εδώ ––είπα «αναγνώστης», το ’χα ξαναγράψει και στο
προηγούμενο κομμάτι («συνεδρία» να το πω, γιατρέ; αστείο!), ώστε (η ώρα της
αλήθειας!) όλο αυτό το σχέδιο, το σκέρτσο πήγα να πω, ήταν μήπως για να βρω, να
ξαναβρώ τον τρόπο να ξανασυνδεθώ με τον αναγνώστη, να βρω αναγνώστη, έπειτα από
τόσον καιρό που δε γράφω, ή, το βασικό, να βρω μια φόρμα να γράφω ό,τι μου
’ρθει, που λέει ο λόγος, χύμα, σκόρπια τα διάφορα σχόλια, τα χαρτάκια, χωρίς να
ψάχνω να κεφαλαιοποιώ, να φτιάχνω ενότητες και λοιπά (νά τηνα πάλι ακόμα η
τεμπελιά ––και η ομοιοκαταληξία…); δεν ξέρω, η αλήθεια είναι πως με ανέστελλε
καιρό αυτή η αδυναμία, το να βρω φόρμα δηλαδή, κι όσο μαζεύονταν απ’ την άλλη
χαρτάκια κι αποκόμματα και δεν ήξερα από πού να πιαστώ, και περνούσε στο μεταξύ
η επικαιρότητα, και απ’ την άλλη, το ξαναλέω, βαριόμουν, κι έλεγα μετά, τι στο
καλό, και τα μπαγιάτικα πρέπει να βρω τον τρόπο να τα ξεφουρνίζω, έψαχνα λοιπόν
απελπισμένα (υπερβολές!) μια γενική κατηγορία, και σκεφτόμουν μετά τις
κατηγορίες που φτιάχνω στο μπλογκ και έπειτα τις παρατάω, τώρα όμως πρέπει να
βρω έναν τρόπο για σχόλια, αλλά τι σχόλια, που όταν αρχίσω δε σταματάω, νά,
εισαγωγή είπα κι είμαι στην ένατη σελίδα, σκέφτηκα λοιπόν κάτι σαν εξομολόγηση,
σαν να απευθύνομαι σ’ έναν εξομολόγο, αλλιώς τι άλλο; το ημερολόγιο δεν πιάνει,
το ’χει πολύ πετυχημένα ο Διόδωρος στο Βήμα
της Κυριακής, α, τον ζηλεύω τον Διόδωρο, ο Δημήτρης ο Ψυχογιός ξέρετε είναι, ζηλεύω το
χιούμορ και το σαρκασμό του, την ευρηματικότητά του, την αστραφτερή σκέψη του,
όσο κι αν διαφωνώ συχνότατα με τα πολιτικοϊδεολογικά του, πάντως σίγουρα τον
ζηλεύω, ένα σωρό χαρτάκια καλή ώρα έχω μαζέψει απ’ αυτόν, έπειτα τα χάνω, το
ημερολόγιο λοιπόν («ημερολόγιό μου» είναι η επωδός του) είναι καπαρωμένο, έτσι
κι αλλιώς τετριμμένα είναι όλα αυτά, σίγουρα και το «γιατρός», αυτό κι αν
είναι, μπαναλιτέ σκέτη, όμως καλύτερα απ’ το κάπως εξεζητημένο του εξομολόγου
(και πού θα απευθυνόμουν στο κάτω κάτω; «πάτερ μου» θα έλεγα;), όλο στο γιατρό
γυρόφερνα, «θα πεθάνω, γιατρέ μου;», «που λες, γιατρέ μου», και τα όμοια, η
αίσθηση όμως της μπαναλιτέ με κατέβαλλε, κι όλο το ανέβαλλα, πέρναγε ο καιρός, έχανα
τη μια ευκαιρία, έχανα την άλλη, τώρα είπα δεν πάει άλλο, πρέπει να προλάβω τις
εκλογές, τι δηλαδή, να δώσω τάχα γραμμή; όχι, κάτι να γράψω για να μη λαλήσω,
άρα «γιατρέ» και πάλι «γιατρέ», δεν πάμε, δεν πάω καλά, δεν τα βγάζω πέρα,
μπαναλιτέ-ξεμπαναλιτέ είπα να στρωθώ λοιπόν, στο κάτω κάτω το αλλάζω μετά, ας
αρχίσω όμως τώρα, αλλά νά, «αρχή» είπα και σεντόνι βγήκε, δε γίνεται να το
τραβήξω άλλο, πάλι θα σταματήσω και ούτε για εκλογές ούτε για άλλο έγραψα
Θάνατος τ’ αποκόμματα και τα χαρτάκια τα
στριμωγμένα μέσα στο ημερολόγιο του γραφείου ––δεν είναι δική μου αυτή η αρχή,
του Χριστόφορου είναι, δεν του άρεσε η δική μου, γιατί, δε σας το είπα, γιατρέ,
έτσι που το έσουρα κοντά τρεις μέρες το κομμάτι αυτό, το έδωσα τελικά στους
γνωστούς υπόπτους, την Κοραλία, τον Χριστόφορο και τον Σεραφείμ, τώρα θα το
στείλω και στον Παντελή, δεν του άρεσε είπα η αρχή η δική μου του Χριστόφορου και πρότεινε να
αρχίσω έτσι, «καρυωτακικά», όμως εγώ τη θέλω για διάφορους λόγους τη δική μου
αρχή, με τα σχολαστικά μου, την κρατάω λοιπόν, βάζω όμως και τη δική του, αφού
μου άρεσε· η δική μου τώρα:
Θάνατος από αποκόμματα· χμμ, «απο - απο», δεν
ακούγεται καλά: θάνατος τότε από χαρτάκια
κι αποκόμματα, πιο καλά έτσι ––αυτό είναι, γιατρέ, μαζεύονται, μαζεύονται,
μικρά πάκα τα χαρτάκια, στριμώχνονται μέσα στο ημερολόγιο του γραφείου ή σ’ ένα
διπλωμένο Α4 ή και σε φύλλο εφημερίδας, όταν ψευτοσυμμαζεύω για την καθαρίστρια,
χαρτάκια, παραχαρτάκια, παντού, όχι μόνο στο γραφείο, αλλά και στην
κρεβατοκάμαρα, στο κομοδίνο, πού αλλού, και στην τουαλέτα, κι άλλα πάλι στο αυτοκίνητο,
χαρτάκια και αποκόμματα μαζί, αποκόμματα από εφημερίδες, περιοδικά, άλλα
κομμένα ωραία, τακτικά, άλλα σκισμένα πρόχειρα, άτσαλα, αυτά πια μεγαλώνουν και
τις διάφορες στοίβες που ήδη υπάρχουν πάνω στο γραφείο, κυρίως τη δεξιά ακρινή
στοίβα, αλλά και την άλλη, την μπροστινή της στοίβα, όμως πώς να το περιγράψω
τώρα αυτό, φωτογραφία θα ’πρεπε να βγάλω, τέλος πάντων, κι άλλα, γενναία
σοδειά, ανάμεσα στο πληκτρολόγιο και στην οθόνη, κι όχι μόνο αποκόμματα, αλλά
σελίδες ολόκληρες σκισμένες πριν από το λυτρωτικό πέταμα της υπόλοιπης
εφημερίδας, σελίδες με υπογραμμισμένες ή απλώς κυκλωμένες φράσεις και
παραγράφους, έπειτα πάνω στον εκτυπωτή, και στην άλλη στοίβα στην καρέκλα, εδώ
πώς τα κατάφερα, κενή την είχα τόσον καιρό την καρέκλα, γέμισε κι αυτή ως απάνω,
θάνατος από στοίβες λοιπόν, αλλά το αστείο, τι αστείο, τραγικό είναι, γιατρέ,
το τραγικό είναι το φυσικό πλέον για την κατάστασή μου εδώ και χρόνια, πως όταν
θέλω κάτι να το χρησιμοποιήσω, κάποιο σχόλιο, σημείωση, απόκομμα, όταν έρθει η
ώρα του, που λέμε, δεν το βρίσκω, αδύνατον, κι αρχίζει τότε το μαρτύριο, να
ψάχνεις ένα ένα τα χαρτιά κάθε στοίβας και να τα γυρίζεις ανάποδα στο πλάι, ώστε να ξαναστηθεί μετά η στοίβα όπως ήταν, τάχα ότι
θυμάσαι περίπου την παλαιότητα, την επετηρίδα μού ’ρθε να πω, των αποκομμάτων,
σωστό μαρτύριο, και εντέλει δεν το βρίσκεις το χαρτάκι ή το απόκομμα, πάλι καλά
που είναι και το ίντερνετ, δίνεις δυο λέξεις κλειδιά, το ξαναβρίσκεις, το
ξανατυπώνεις, όταν βεβαίως το βρίσκεις, καμιά φορά είναι αδύνατον, αφήστε,
γιατρέ, όταν πετάνε κάτω οι γάτες τη στοίβα, συνήθως τις δύο στοίβες άκρη
δεξιά, τότε κοντοζυγώνει το εγκεφαλικό, σίγουρα καταφτάνει η υστερία, το ακόμα
χειρότερο είναι όταν μετά από καιρό ανακαλύπτω κάποια σημείωση ή σχόλιο ή άρθρο
ολόκληρο που το είχα κρατήσει χωρίς να θυμάμαι καν ότι το είχα κρατήσει ή και
διαβάσει ακόμα, το διανοείστε, γιατρέ, να μη θυμάμαι ότι έκανα κάποια σκέψη,
ότι σκέφτηκα κάποιο επιχείρημα, που μπορεί και να μου φαίνεται ατράνταχτο, ή
ότι βρήκα κάποιο γερό παράδειγμα για κάποιο θέμα…, είναι όμως βαρύ αυτό,
γιατρέ, καταθλιπτικό, συντριπτικό θα έλεγα, αλτς αλτς, γιατρέ· όμως πού ήμουν,
δε θυμάμαι, αλλά έχετε δίκιο φυσικά εδώ, με το να τα γράφω, (θα) μπορώ
να ανατρέξω στα πιο πριν και να ξαναδώ κάτι, βέβαια είπαμε να τα γράφω σαν να
σας τα έλεγα, πως μόνο έτσι έχει σημασία, αλλά ο πειρασμός είναι μεγάλος, και ο
ναρκισσισμός, κακά τα ψέματα, πώς να τα γράψω «ωραία» δηλαδή, έτσι ––νά, τι να
κάνω τώρα, που μόλις παραπάνω ξανάγραψα «έτσι», ας το αφήσω όμως, για ξεκάρφωμα,
αλλού όμως κοιτάζω λίγο παραπάνω, νά νά, και τώρα, πήγα να γράψω «ξανακοιτάζω»,
αλλά είχα κοντά το «ξανάγραψα», συν το ξι στο «ξεκάρφωμα», κι έγραψα σκέτα
«κοιτάζω», ψυχαναγκασμός δεν είναι κι αυτό; καλά, έλεγα λοιπόν ότι με το να σας
τα γράφω, ακόμα και όπως ακριβώς μου ’ρχονται, καταλύεται όπως και να το
κάνουμε η έννοια του προφορικού, κι ο πειρασμός είπα είναι μεγάλος, την κάνω,
ομολογώ, τη ζαβολιά μου, γυρίζω πίσω και ξαναβρίσκω (τώρα μπορώ να βάλω το
«ξανά», δεν είναι κολλητά με τ’ άλλα), ξαναβρίσκω λέω τον ειρμό μου, ξαναπιάνω
το νήμα (τώρα αυτή η επανάληψη του «ξανά» είναι σκόπιμη, μεγάλο θέμα η
επανάληψη, έχω ξαναγράψει, θα ξαναγράψω, αλλά όχι τώρα), ξαναπιάνω λοιπόν το
νήμα, ή και διορθώνω, στρώνω κάποια έκφραση, ζαβολιά σίγουρα, είπα «ζαβολιά» και
δεν ξέρω αν το ’χετε προσέξει, η λέξη αυτή δεν πολυχρησιμοποιείται πια, τώρα το
cheat μεταφράζεται όλο «κλέβω», και ακόμα και
αυτό που λέγαμε «αντιγράφω» στις εξετάσεις, το λέμε «κλέβω» πια, από το cheat που λεν για την αντιγραφή οι αγγλοαμερικάνοι, ή
«μην κάνεις ζαβολιές» που λέγαμε στα παιχνίδια, ε τώρα σε διάφορα μέιλ που
κυκλοφορούν με κουίζ και άλλα τεστ, «μην κλέψεις» σου τονίζουν, άλλος ένας
ξενισμός που εγκαταστάθηκε ήδη, συγνώμη, πάλι με τα γλωσσικά μου σας ζαλίζω,
αλλά αυτό είναι κατεξοχήν ψυχαναγκασμός, εδώ λίγο σταματάω, θα το βρω σίγουρα
από δω το νήμα, ουφ, «εδώ» και «δω» δίπλα δίπλα, ας τ’ αφήσω κι αυτό, ας
αποφασίσω, ας πούμε, αχ, τρία «ας» στη σειρά, αλήθεια δε γίνεται έτσι δουλειά,
ή λέτε θα συνηθίσω; ας αποφασίσω λοιπόν (μαζί με το πολλοστό τώρα «ας») ότι θα
επεμβαίνω, όμως να βρω το μέτρο, τα όρια των επεμβάσεων, είπα σταματώ και πάλι
συνεχίζω, οκέι, σταματώ
ίσως επειδή είναι αρχή ακόμα, αλλά μπορεί και έτσι
να συνεχιστεί, πάντως είναι αρχή και έτσι (δεύτερο «έτσι»!), κοιτάξτε, άλλο ήθελα
να ρωτήσω, ή να αναρωτηθώ, καλά, μετά, έλεγα πως τώρα που είναι αρχή το
ξαναδιάβασα το πρώτο κομμάτι ––κομμάτι; πρόλογο, εισαγωγή να το πω; πάντως το
ξαναδιάβασα το αρχικό κομμάτι και διόρθωσα ουκ ολίγα, αφήνοντας όμως και πολλά
να παριστάνουν το προφορικό, και έλεγα πως αναρωτιέμαι, πόσο τάχα θα «ελέγχω»,
ας βάλω εισαγωγικά, πόσο θα ελέγχω τις παρεκβάσεις, π.χ. όταν έγραφα για το ζαβολιά/κλέβω
μού ’ρθαν έντονα στο μυαλό τα αμερικανάκια μου όταν δίδασκα σ’ ένα μυστήριο
κολέγιο, που δεν ήξεραν από αντιγραφή, κι ήθελα να πω ένα χαρακτηριστικό
περιστατικό, πολύ ενδιαφέρον, σχεδόν αστείο, να το πω, αξίζει τον κόπο, ή να μην το πω;
αναρωτιέμαι λοιπόν τι να λέω και τι να μη λέω, μάλλον πόσο θα αφήνομαι σε
παρεκβάσεις, όπως και με το «χαρτάκια κι αποκόμματα», που απ’ τη στιγμή που το
’γραψα, ψάχνω μέσα μου το τραγούδι του Σαββόπουλου, απ’ τα καλά του, απ’ τα
πολύ καλά του, έχει γράψει όντως και μεγάλα τραγούδια, πάντα το παραδεχόμουν,
ακόμα κι όταν ήθελα να τον σκοτώσω, καλά, δε μου ’ρθε άλλη έκφραση, δεν
πρόκειται για «τόσο μένος», θα μου πείτε μετράει η έκφραση που βγήκε αυθόρμητα,
που ήταν πιο πρόχειρη, αλλά δε θέλω να καθυστερήσω τώρα με το μένος μου για τον
Σαββόπουλο, σίγουρα όμως, να προλάβω, να ξεκαθαρίσω, δεν πρόκειται για
πατροκτονία, ποτέ δεν τον είχα πατέρα ή γκουρού τον Σαββόπουλο, κάθε άλλο, τα
’χω γράψει όμως αυτά, και μη μου λέτε να βάζω παραπομπές και να δίνω λινκ, δε
γίνεται συνέχεια αυτό, βαριέμαι, στο κάτω κάτω ολόκληρη κατηγορία (ετικέτα το λεν αλλού) έχω στο
μπλογκ, για τα «κομμάτια κι αποσπάσματα» ήθελα να πω, αυτά μού ήρθαν στο μυαλό
όταν έγραψα για τα δικά μου «χαρτάκια κι αποκόμματα», και με συνοδεύουν όλη
αυτή την ώρα, άρα νά, από την επιμονή ίσως κάθε εικόνας ή ανάμνησης θα κρίνεται
αν θα την κάνω την παρέκβαση ή όχι
τώρα αξίζει τον κόπο; το τραγουδάω όμως συνέχεια
μέσα μου, είναι το «σβήνω αυτό το φως…», που το λέει μαζί με την υπέροχη
Αφροδίτη Μάνου, θα σας πω μετά γι’ αυτήν, «σβήνω αυτό το φως, βάλε για καφέ…»,
εδώ την εξομολογούμαι από πριν τη ζαβολιά: θα τα κοιτάξω έπειτα τα λόγια από το
δίσκο, μη γράφω άλλ’ αντ’ άλλων, «ραγίζει η αγάπη μας, κομμάτια κι αποσπάσματα»
λέει, εδώ ίσως να βρω και γιουτιουμπάκι (νά το), ας το ξαναθυμηθούμε το τραγούδι, να ξεσκάσει και λίγο ο αναγνώστης,
ξέρετε, όσο και να το ξέρεις ––ξέρετε/ξέρεις! κι αυτό θα τ’ αφήσω, αλλά
αλήθεια, μήπως κάνω τον έξυπνο μ’ αυτά τα αυτοσχόλια εδώ, πως όλα τάχαμου τα
πιάνω στον αέρα και τίποτα δε μου ξεφεύγει; κι αποπάνω πουλάω και μούρη, ότι τα
πιάνω μεν αλλά δεν τα διορθώνω, γιατί δεν είμαι τάχα λεπτολόγος, μάλλον αλλιώς:
τα πιάνω, τα λάθη ή «λάθη» εννοώ και τις αστοχίες, τα πιάνω στον αέρα αλλά τα
αφήνω, γιατί κάνω ή γράφω κάτι καλύτερο από αυτά, ή δεν έχουν σημασία αυτά,
αλλά τι γράφω τάχα θεέ μου; να τα βγάζω από μέσα μου είπαμε, να μη σκάσω, γιατί
η τεμπελιά μου, για «δομική τεμπελιά» είχα γράψει στο μπλογκ μου, γιατρέ, όταν
σταμάτησα απ’ την εφημερίδα, και κάποιος σχολίασε στο μπαζ: «αν έχει δομική
τεμπελιά ο Χάρης, τι να πούμε τότε εμείς», ή κάπως έτσι, και μ’ άρεσε, με
κολάκεψε το σχόλιο αυτό, αλλά νά που τον διέψευσα πανηγυρικά, θριάμβευσε η
τεμπελιά, οπ, εδώ μας πρόκυψε ρίμα: πανηγυρικά-τεμπελιά…, πώς με
τρέλαινε αυτό στη μετάφραση, να σου βγαίνει μια πρόταση, πιστεύεις ωραία, και να
διαπιστώνεις, συνήθως με το φωναχτό διάβασμα, θα σας πω άλλη φορά γι’ αυτό,
έχει πολύ ψωμί η υπόθεση ––αλλά τι θα σας πω και θα σας πω, μήπως πρέπει πάλι να
φτιάχνω καινούρια ξαφνικά χαρτάκια, όπου θα σημειώνω τα θέματα που βγαίνουν
τώρα καθώς γράφω; αμάν, σταματώ λιγάκι
εμ βέβαια τα ξαναδιάβασα όλα τα πριν, είχα χάσει
τ’ αβγά και τα πασχάλια, έλεγα για την τεμπελιά, που, τώρα που έλειψε και η
πίεση της εφημερίδας, βρήκε και θέριεψε, κι ενώ μάζευα συνέχεια αυτά τα
χαρτάκια με τις σημειώσεις μου, κι έλεγα, αυτό οπωσδήποτε θα το γράψω, δε θέλει
άλλωστε παραπάνω από δυο-τρεις αράδες, όταν όμως στρωνόμουνα να γράψω, κάτι το
ένα θα έψαχνα στο ίντερνετ, κάτι το άλλο, τηλεόραση κτλ., και σηκωνόμουνα
περιχαρής σε λίγο απ’ το γραφείο, με μια αίσθηση αλήθεια λυτρωτική, ότι γιατί να
γράψω σώνει και καλά τώρα, κι όχι αύριο ή μεθαύριο, ή γιατί όχι και ποτέ, τίποτα
δε με υποχρεώνει, αρκετά έγραψα εξάλλου ––αρκετά; δώδεκα χρόνια ολόκληρα;
υπεραρκετά, σεντόνια επί σεντονιών, αλλά νά, αυτό έλεγα, απ’ τη μια πνίγηκα απ’
τα χαρτάκια κι είπαμε να τα γράφω για σας, ή σαν να τα γράφω για σας, ή να τα
γράφω σαν να σας τα λέω, ή όπως θα σας τα ’λεγα, μπερδεύτηκα, θα το ξανακοιτάξω
κι αυτό αργότερα, απ’ τη μια λοιπόν πνίγηκα κι είπαμε να τα γράφω, να εκτονωθώ
κιόλας διάολε, άλλωστε τεμπελιά-ξετεμπελιά, η μωροφιλοδοξία δε σ’ αφήνει ποτέ,
πάντοτε θες να την πεις την κουβέντα σου, τι υδροχόος θα ’σουν άλλωστε (κι άλλο
«άλλωστε»!), ή γιος του πατέρα σου ––αν όμως κάνω τώρα την παρέκβαση, τόμους θα
γράψω, γιατρέ, για πατέρα και λοιπά εννοώ, ξέρετε, ενώ λοιπόν (λοιπά-λοιπόν!)
είπαμε να γράφω για να λυτρωθώ από κάποια, αν όχι απ’ όλα τα χαρτάκια, με τη
μέθοδο αυτή, έτσι όπως πάω, είμαι στην πέμπτη σελίδα κι ακόμα είναι όλα
ανοιχτά, εννοώ το θέμα τού τι θα γράφω και γιατί το γράφω αυτό το «πρώτο
κομμάτι», με τη μέθοδο λέω αυτή θα χρειαστεί να φτιάξω κι άλλα χαρτάκια, ή να
σημειώνω σε άλλο, χωριστό χαρτί τις εκκρεμότητες που προκύπτουν από δω, με τις
παρεκβάσεις και λοιπά (γλωσσικός ίλιγγος κατάντησε αυτό, με το λοιπόν
και τα λοιπά, α, πρέπει να τα κόψω τα αυτοσχόλια, παραπάει, γίνεται
πόζα, όμως αλλιώς θα έπρεπε να κάθομαι κάθε φορά να τις αντιμετωπίσω τις
επαναλήψεις αυτές, και θα ’χανα τότε ακόμα περισσότερο τον ειρμό μου)! ξανά
διάλειμμα
αυτό είναι λοιπόν, γιατρέ; έγραψα τόσα τελικά για
να μη γράψω;
επιστροφή μετά από ώρες, «μετά ώρες» θα έγραφε η Καθημερινή, ε, αφού δε γράφω για τις
εκλογές, ας γράφω τα γλωσσικά μου, γιατρέ, η Καθημερινή λοιπόν, μάλλον η Διόρθωση της Καθημερινής, πρέπει να έχει αναρτήσει σε κάποιον τοίχο των γραφείων
της κάποιους απ’ τους κανόνες-τυφλοσούρτες που βάζει τους διορθωτές και τις
διορθώτριές της να τους αποστηθίζουν, εν προκειμένω ότι το «μετά», επειδή είναι
πρόθεση, δεν πάει μαζί με άλλη πρόθεση, την «από», έτσι «πρέπει» να λέμε «μετά
το φαγητό» κι όχι «μετά από το φαγητό»: σχολαστικισμός αφόρητος, βεβαίως, γιατί
όταν λέμε: «έπειτα από το φαγητό» και «ύστερα από το φαγητό», πώς να μην πούμε
και «μετά από το φαγητό»; αλλά έστω ότι διαφυλάσσουμε αυτήν τη λεπτή διάκριση,
πρόκειται πάντοτε για τη «μισή αλήθεια»: διότι λέμε «μετά το φαγητό», χωρίς την
πρόθεση «από», επειδή έχουμε έναρθρο όνομα: «ΤΟ φαγητό», αν όμως ήταν
άναρθρο, τι τάχα θα λέγαμε; «μετά φαγητό, δεν κάνει να κολυμπάμε»; ή «μετά
σκέψη, αποφάσισα…»; και «μετά προσπάθειες, πέτυχα…»; άναρθρα ελληνικά είναι
αυτά! έχω αποδελτιώσει αρκετά τέτοια της Καθημερινής,
που δείχνουν ακριβώς ότι υπάρχει συγκεκριμένη «γραμμή», δεν έχει νόημα να τα
ψάχνω τώρα, το πιο τελευταίο μόνο (1/4), που το έχω πρόχειρο: «μετά
αγωνιστικούς λόγους»! και μη χειρότερα να πω;
και την τελεία πότε θα τη βάζω, γιατρέ, γιατί έτσι
δεν τελειώνω ποτέ, σταματάω, πάω βόλτα, βλέπω τηλεόραση, χαζεύω στη βεράντα,
βγαίνω για φαγητό, γυρίζω, ξανακάθομαι, γράφω, πέφτω για ύπνο, συνεχίζω, ό,τι
θέλω κάνω, ό,τι θέλω παριστάνω, πως γράφω τάχα συνέχεια, ασταμάτητα, κανείς δεν
μπορεί να το ελέγξει αυτό, ακόμα κι όταν το γράφω ότι σταματάω, κι αυτό τερτίπι
μπορεί να ’ναι, για ν’ αλλάξω θέμα, ύφος κτλ., γενικά τι στιλ θα είναι αυτό, με
τον τάχαμου αυθόρμητο λόγο, σιγά μην το ρίξω και στην αυτόματη γραφή, πώς θα
τις μετράω τις «συνεδρίες», με το χρόνο π.χ. μιας «κανονικής» συνεδρίας; ή θα
τα γράφω μαζεμένα, όσα αντέχω τη φορά, αλλά εδώ ούτε εσείς μπορείτε να μου
πείτε, ή να ελέγξετε, αυτό όμως το περίφημο «πρώτο κομμάτι» δεν πάει άλλο,
ποιος θα διαβάσει δέκα, πάω για ενδέκατη, σελίδες, και πώς θα το στήσω όλο αυτό
στο μπλογκ για να διαβάζεται, να το σπάσω άραγε σε μικρότερες παραγράφους; να
βάλω τιτλάκια; μπας και τσιμπήσει κανείς, α, γιά να δούμε, τι λέει για το «μετά
από», ή για τις εκλογές; και νά τες πάλι οι εκλογές, πρέπει πια, επιβάλλεται να
σταματήσω, οι εκλογές ήταν η τελευταία μου προθεσμία, ντεντλάιν, κίνητρο για να
πάρω επιτέλους φόρα, ημέρα Πέμπτη σήμερα, πολύ φορτωμένη μέρα, το ίδιο και η
αυριανή, θα γράψω τάχα το Σάββατο, τελευταία μέρα; μάλλον έτσι, και καλύτερα
ίσως, από μιαν άποψη, να μη φανώ και ψωνισμένος, πως πάω να δώσω γραμμή, αλλά
σάμπως και τι θα γράψω; τίποτα, όχι αναλύσεις εννοώ και τέτοια, απλώς θεωρώ
κάπως χρέος μου να γράψω τι θα ψηφίσω, όπως θα το ’γραφα αν ήμουν στην εφημερίδα,
όπως έγραψα στις τελευταίες εκλογές, μες στον μεγάλο χαμό, ένα γερό, ε ναι,
περιαυτολογώ, κομμάτι για τον Συνασπισμό, δύο μάλλον ήταν (ιδού τα, α και β), κάποιοι με πείραζαν μετά, το βράδυ των
εκλογών, πως έτσι ανέβηκε το ποσοστό, από κει που πήγαινε ίσια κάτω, βεβαίως
πλάκα, αλλά δε θα πω πως δε μου άρεσε η πλάκα, αλλά και γιά σταθείτε, γιατρέ,
μικρό πράμα νομίζετε ήταν δύο ολόκληρες σελίδες στη μεγαλύτερη πασοκική
εφημερίδα, στο φόρτε τού από πάντα λυσσαλέου αγώνα κατά του Συνασπισμού, του
εκάστοτε, ας πούμε, Συνασπισμού, παλιά, εννοώ, του ΚΚΕ Εσωτερικού, κ.ο.κ.,
νομίζετε λέω πως ήταν μικρό πράγμα δύο ολόκληρες σελίδες στα Νέα, ας είναι καλά
πάντως και ο Καψής, ο Παντελής, ποτέ δε μου λογόκρινε το παραμικρό, παρόλο που
και βέβαια μου είπε, μεταξύ σοβαρού και αστείου, πως αν δεν ήμουν τάχα εγώ, θα
την έσκιζε τη σελίδα, ενώ τώρα, αν ήμουν τώρα ακόμα εκεί, με την καινούρια
διεύθυνση, ούτε μπορώ να διανοηθώ τι θα είχε γίνει, τι θα μου είχαν κάνει ή τι
θα είχα κάνει, που δε θα ’ξερα πού να κρυφτώ, ή μήπως θα την είχα κοπανήσει,
γιατί δε νομίζω να ’χα αντέξει σ’ αυτόν τον ––λυσσαλέο πάλι να πω; λίγο είναι,
πάντως απίστευτα αήθη πόλεμο κατά του Σύριζα, και προσωπικά του Τσίπρα, γιατί
πού ακούστηκε ν’ αρχίζει ρεπορτάζ, προσέξτε, όχι επιφυλλίδα, που σηκώνει πιο
οικείο και καθημερινό ύφος, αλλά ρεπορτάζ, ν’ αρχίζει με τη φράση: «Σε
καινούρια κόλπα περνά τώρα ο Τσίπρας», ή κάπως έτσι, πάντως το «κόλπα», που
έχει σημασία, αυτό σίγουρα το θυμάμαι, ή να έχει φωτογραφία, κάνα μήνα πριν,
τον Τσίπρα να μιλάει κάπου με ντουντούκα και η λεζάντα να λέει: «Ο Αλέξης
Τσίπρας στην τελευταία συναυλία του», ή τώρα μ’ αυτή την ιστορία με τον
Καμμένο, όπου έπειτα πια κι από τη συνέντευξη τύπου του Τσίπρα, έγραφαν μεν στο
άρθρο μέσα τα περί ψήφου εμπιστοσύνης, στήριξης ή ανοχής, που δε γινόταν να μην
τα γράψουν, όμως οι τίτλοι πάλι για «συγκυβέρνηση» μιλούσαν, τα ίδια είπε δυστυχώς κι ο Κουβέλης, δεν ξέρω τι να πω, το εύκολο θα ήταν να πω πως κάτι
δείχνει αυτός ο πόλεμος, πόλεμος μεγαλύτερος απ’ ό,τι απέναντι στον Καρατζαφέρη
ή τη Χρυσή Αυγή, αλλά τι λέω πόλεμος, ποιος πόλεμος στον Καρατζαφέρη, το
χαϊδεμένο παιδί της μιντιακής ιδιαίτερα ζωής, απαξαπάσης (πώς σας φάνηκε
αυτό!), ακόμα και των τάχα προοδευτικών, των κατά τεκμήριο πάντως προοδευτικών
δημοσιογράφων, αυτών που ακριβώς ανέδειξαν το Λάος, το έβαλαν ενισχυμένο στη
Βουλή (εδώ όμως να παραπέμψω σε παλιότερα κείμενά μου, να μην ξαναγράφω
συνέχεια τα ίδια, είπα πιο πάνω για δέκατη σελίδα, και δε με βλέπω να τελειώνω
ούτε στην ενδέκατη, έχω γκαζώσει όμως τώρα, κουρντίστηκα για τα καλά, αλλά έτσι
ξεμπερδεύω με αυτά που τρωγόμουνα να γράψω τώρα με τις εκλογές), έβαλαν λοιπόν
το Λάος στη Βουλή, και έπειτα και στην κυβέρνηση! τι θράσος αλήθεια, στα όρια
του εγκεφαλικού έρχομαι τώρα ιδίως, όποτε ακούω να μιλάν ακόμα για το «βρόμικο
89», οι τάχα σοσιαλιστές που έβαλαν, άκουσον άκουσον, την ακροδεξιά στην
κυβέρνηση, ν’ αρχίσουμε τότε να γράφουμε συνέχεια για το
απείρως-πιο-βρόμικο-11, το 2011 δηλαδή, και λίγο λίγο, με το ξέπλυμα της
ακροδεξιάς του Λάος, με την υιοθέτηση της ατζέντας του Λάος, με εθνικισμούς,
ρατσισμούς, ξενοφοβίες κτλ., άρχισε να νομιμοποιείται από κοντά και η Χρυσή
Αυγή, καρέκλα τώρα και στους Χρυσαυγίτες σ’ όλα τα τηλεκάναλά μας, και ξαφνικά
σηκώθηκε κύμα ιερής οργής (βεβαίως υπερβάλλω, ή και σαρκάζω: ούτε κύμα ούτε
τίποτα, καμιά κουβέντα πού και πού, καμιά ντουφεκιά, και πολύ λέω, σίγουρα στον
αέρα), η Χρυσή Αυγή τάχα τους ξεσήκωσε τώρα, που βέβαια είναι πιο χοντρή
ιστορία απ’ το Λάος, την ίδια στιγμή που με ελεεινολογώ που βρέθηκα, που
βρεθήκαμε να τραβούμε διαχωριστικές λέει γραμμές ανάμεσα στο Λάος και τη Χρυσή
Αυγή…
σαν να ξεθύμανα λίγο που τα ’πα, γιατρέ, ξεθύμανα
με την έννοια πως τα ’γραψα επειδή όφειλα να τα γράψω, όπως πίστευα και πως
όφειλα να τη δηλώσω την ψήφο μου, χωρίς πολλά πολλά, το είδατε εξάλλου: ούτε
επιχειρήματα ούτε αναλύσεις ούτε τίποτα, όφειλα απλώς να τη δηλώσω, όσο
αντιδημοφιλής κι αν είναι από μια μεριά, αλλά το όφειλα αυτό, ιδίως τώρα που
πολλοί καλοί φίλοι και δικοί βρέθηκαν με τη ΔΗΜΑΡ και τον Κουβέλη
ας σταματήσω, θα ’θελα να την αιτιολογήσω,
ας πούμε, την ψήφο μου, γιατί Τσίπρα και όχι Κουβέλη, αλλά τότε θα πέσουμε στις
ζυμώσεις, όμως μεγάλα παιδιά είμαστε, δε θα πάμε να πείσουμε τώρα ο ένας τον
άλλο, ή πάντως όχι τώρα, παραμονές της ψήφου, ή δεν ξέρω πάλι, τώρα πάντως
πρέπει ανυπερθέτως να τελειώνω, ουφ, αλήθεια ανακουφίστηκα κάπως, γιατρέ
υστερόγραφο να το πω; κοροϊδεύομαι, γιατρέ, τον
ασυμμάζευτο έχω, κάτι ακόμα για Τσίπρα θέλω να γράψω, ή μήπως σκόπιμα πάλι
κωλυσιεργώ, γιατί καλά τα ’γραψα, αλλά πώς τα βγάζω παραέξω, έτσι άντε άντε;
οπότε, ξανά μανά, το γνωστό ψυχοβγαλτικό διόρθωνε και ξαναδιόρθωνε, εντάξει,
ψυχοβγαλτικό, ίσα για να γκρινιάζουμε, από την άλλη η γοητεία όλη, η μαγκιά, η
καύλα του γραπτού αυτή είναι, το γράψε και ξανάγραψε, φέρε τα πάνω κάτω, αλλά
μπορεί και πάλι, τώρα το σκέφτομαι αυτό, να είναι λιγότερο για να το στρώσεις
ένα κείμενο και περισσότερο για να κερδίσεις χρόνο, να βολέψεις τις ανασφάλειές
σου, αυτό το ’χα ιδίως τον πρώτο καιρό, τι καιρό, πολλά, τα περισσότερα χρόνια,
με την εφημερίδα, από ένα σημείο και έπειτα κατάφερα να λέω, σχεδόν στην ψύχρα,
αλήθεια, πως διάολε, δεν πειράζει κι αν ένα κομμάτι μου δεν είναι σόι, όχι πως
πάντοτε δεν υπάρχουν και υπέρ και κατά, οι υπέρ εννοώ και οι κατά, για
αναγνώστες τώρα μιλάω, απλώς να μην είναι ένα κείμενο καν σόι, να είναι πιο
κάτω κι απ’ ό,τι εσύ ξέρεις πως μπορείς, και για ιξ (αστείο που είναι αυτό το
ιξ, έτσι γραμμένο), για ιξ λέω λόγους να μην έχεις διάθεση ή και περιθώριο να
το προχωρήσεις κι άλλο, ή ίσως και να το πετάξεις, και να πεις, το έχω πει, στο
λόγο μου, αρκετές φορές, πως δεν πειράζει, έχω γράψει ένα σωρό κείμενα, έχω
δώσει ένα μέτρο αυτών που μπορώ και κάνω, ας μην είναι στο ίδιο επίπεδο αυτό με
τ’ άλλα, κι είναι ανακουφιστικό να το λες αυτό και να το εννοείς, όσο κι αν
ακούγεται λίγο αλαζονικό, παρ' όλα αυτά ο αγώνας με το γραπτό είναι πάντα αγώνας,
ζόρικος, μπορεί μία να είσαι χαλαρός και άνετος, αλλά οπωσδήποτε δέκα είσαι
στην τσίτα, όσο σίγουρος και να ’σαι, περίεργο αυτό!, με το αποτέλεσμα ––πάλι το
τράβηξα, γιά να γυρίσω πίσω, έλεγα πόσο συναρπαστικό, όσο κι αν ζόρικο, μπορεί
να είναι το γράψε και ξαναγράψε· εδώ όμως, τώρα, τώρα δα, ίσως να είναι σκέτα,
μόνο ζόρικο (εντάξει, «κλέβω» λίγο, με την έννοια της ζαβολιάς το λέω!), γιατί
αν είναι να τα παιδέψω κι αυτά που γράφω εδώ όπως τ’ άλλα, πάει, το ’χασα το
παιχνίδι, οπότε αλήθεια σταματάω, μόνο αυτό για τον Τσίπρα να πω, τι μου μπήκε
τώρα, θα μου πείτε, αφού κάλλιστα μπορώ και αύριο, και μετά τις εκλογές, τρέμω
όμως, αλήθεια (όχι δεν είναι καλή αυτή η επανάληψη τού «αλήθεια», ας τελειώνω
όμως), τρέμω λέω μήπως, παρά τα μεγάλα μου λόγια και τις μεγάλες μου αποφάσεις,
ξαναμείνω μέσα στα χαρτάκια μου και τα αποκόμματα, στην τεμπελιά και την
απόλαυση, ναι, ναι, γιατρέ, απόλαυση, η χαρά της ανεργίας και της αεργίας ––ας
το πω λοιπόν κι αυτό το τελευταίο για τον Τσίπρα, που σιγά τη διαπίστωση,
γιατρέ, μα να το πω, θα σκάσω, πως σπάνια υπήρξε τέτοια απαξίωση πολιτικού
προσώπου, πολιτικού αρχηγού, από τα πρώτα πρώτα του μάλιστα, όχι μόνο τώρα, απαξίωση
λέω, σνομπάρισμα να το πω; ή να το πω ρατσιστική αντιμετώπιση; ακούγεται
υπερβολικό, ε; καλά, αλλά τόσο πια «ο ξύλινος λόγος του Τσίπρα» και «ο ξύλινος
λόγος του Τσίπρα», γιατί χορτάσαν βλέπεις τον χλωρό όλων των άλλων, νισάφι τόση
μίρλα, ήρθαν έπειτα και τα περί Σύριζα-προστάτη των κουκουλοφόρων κι έγινε έτσι
ο Τσίπρας Αρχικουκουλοφόρος, έλεος πια, αλλά εδώ αλήθεια χρειάζεται συνεδρία
άλλη, ξεχωριστή, κι ίσως δε φτάνει καν η μία…, ας πάμε λοιπόν στα τωρινά και
γενικά, τόσα επίθετα λοιπόν και μειωτικούς χαρακτηρισμούς αντί για τ’ όνομά του
ούτε ο Καρατζαφέρης δεν τα γνώρισε, άντε «ο κωλοτούμπας» ή ο «Καρατζαφύρερ»
μερικές φορές, αλλά ο Τσίπρας είναι πάντα Συριζοτσιπρίξ, Τσυριζοτσιπρίξ τον
έγραψε τις προάλλες ο τόσο αγαπημένος μου παλιά Βασίλης, το Υποβολείο της
κυριακάτικης Καθημερινής, ήμασταν προ αιώνων μαζί στην ΕΡΤ, αμέσως μετά
τη μεταπολίτευση, ιστορίες ένδοξες, έχω γράψει κάτι λίγα κατά καιρούς, άλλη
φορά, ελπίζω, να στρωθώ, ο Βασίλης-που-με-πονά λοιπόν σκάρωσε και το ανήκουστο:
«η γειτόνισσα το Αλεκοτσιπρώ» τον έγραψε πριν κάνα μήνα, εγώ, γιατρέ, ντρέπομαι
και που το διαβάζω, τέτοια χοντροκοπιά και κακογουστιά ελπίζω πως την κατάλαβε
έπειτα κι ο ίδιος, κι έτσι δεν το επανέλαβε, μακάρι να το «αποκήρυξε», έστω
σιωπηρά, όμως εγώ αλήθεια θα έσκαγα αν δεν σας το ’λεγα, σαν να το λέω, ή όντως
το λέω, στον ίδιο το Βασίλη, να μην το κουβαλάω άλλο
αυτά, κι άλλα δεν έχει νόημα, όπως είπα, για τις
εκλογές εννοώ, δεν έχει νόημα να γράφω, εδώ ιδίως και τώρα, παραμονές,
επιχειρήματα ή αναλύσεις, όχι ακριβώς δεν έχει νόημα, το βρίσκω, πώς να το πω,
σόλοικο; άκομψο να το πω; δεν ξέρω αλήθεια, δε μου ’ρχεται τώρα κάποιο επίθετο
ή χαρακτηρισμός, δηλαδή τι; θα προσπαθήσω ξαφνικά να κάνω μάθημα, να πείσω,
φίλους και δικούς, τόσους και τόσο καλούς που είναι, όπως είπα, στη ΔΗΜΑΡ; για
να μην πω πως πιο πολλούς ίσως φίλους έχω στη ΔΗΜΑΡ παρά στον Σύριζα εν γένει,
και φυσικά, γιατρέ, μιλάω μόνο για τη ΔΗΜΑΡ, για το χώρο που είναι ο πιο
κοντινός στο χώρο που μου είναι πάντοτε πιο κοντινός, για τους φίλους που
ήμασταν ώς πρόσφατα μαζί, αφού για αριστερά είναι πάντοτε ο λόγος, αριστερά
πλην ΚΚΕ εννοείται, μόνο σ’ αυτούς λοιπόν θα είχε νόημα να απευθυνθεί κανείς,
εν πάση περιπτώσει εγώ, για μένα μιλάω, αλλά γι’ αυτό ακριβώς δεν έχει νόημα να
κάνει κανείς, εγώ πάλι, το δάσκαλο σ’ αυτούς, σε φίλους, σε ανθρώπους που τους
πονάει και ακόμα τον πονάνε, στον Κωστή τον Παπαϊωάννου αίφνης, που κατεβαίνει
και υποψήφιος μαζί τους, με τη ΔΗΜΑΡ, και τον ξεχωρίζω αυτόν, γιατί δεν είναι
τόσο φίλος προσωπικός, όμως είναι από τους λίγους που έχουμε στην αριστερά, και
θα σας έλεγα μάλιστα, γιατρέ, αν δεν ψηφίσετε τάχα εμάς, σιγά το «εμάς», σε
εισαγωγικά ας πούμε, ψηφίστε τον Κωστή, καλά, αστειεύομαι, ούτε πού ξέρω
άλλωστε τι, κατά πού ψηφίζετε, εννοώ πως πάω απλώς να αποφορτίσω, να αλαφρώσω
το κλίμα, και είναι αυτός ο ρημάδης, χίλιες φορές το έχω πει, ο ρημάδης ο
γραπτός που δεν αποδίδει, νά, εδώ, τι είδους αστεία κάνει κανείς, ααχ, πώς να
το πω, ότι δεν αστειεύομαι όταν λέω να ψηφίσετε τον Κωστή, μακάρι να τον
ψηφίζατε, χώρια που ο Κωστής είναι στο επικρατείας, άρα δεν παίρνει ψήφο, ε,
εδώ ας πω απροπό κι ότι ζηλεύω, που οι άλλοι έχουν στο επικρατείας τον Κωστή κι
εμείς τον Στάθη με τα εθνοπατριωτικά του, τα ρατσιστικά και τουρκοφαγικά του
(βεβαίως κι έχω γράψει και γι’ αυτά), και μάλιστα στην τελευταία, τιμητική,
λέει, θέση, έλεγα λοιπόν πως αστειεύομαι με το να προσγειώνω έτσι το ατέλειωτο
αυτό κομμάτι, μετατρέποντάς το σε ντουντούκα προεκλογικής συγκέντρωσης, μόνο
και μόνο για να κλείνω, επιτέλους, μπορεί και για να κρύψω ότι απ’ την
πεισματική σχεδόν… αγραψία, από την αγραψία λοιπόν ώς το τέτοιο-τώρα-εδώ
γράψιμο η απόσταση είναι εντέλει ένα τίποτα, τέτοιο και τόσο όμως που να χωράει
έναν ψυχαναγκασμό νά, με το συμπάθιο, αυτά, κι ευχαριστώ, γιατρέ, ξημερώνει
Παρασκευή, 4 Μαΐου, και το βράδυ πια, αργά, η σπαζοκεφαλιά πώς το ποστάρω, τι
θα κάνω που είπα με τιτλάκια, εικονογράφηση και λοιπά, 15η σελίδα έφτασα ––εγώ!
θα φτάσει άραγε κι άλλος; λολ, όπως γράφουμε στο ίντερνετ, και μ’ αρέσει να το
γράφω έτσι, ελληνικά, όπως όλα τα ξένα, για πλάκα φυσικά και επειδή βαριέμαι να
πατάω στο πληκτρολόγιο κάθε τόσο σιφτ και αλτ, λολ λοιπόν, δηλαδή lol, που είναι τα αρχικά τού laugh out loud, που σημαίνει γέλια τρελά, ότι ξεκαρδίζεται κάποιος, όπως μ’ όλα αυτά τα
εικονίδια, π.χ. τα χαμόγελα, που στην πιο απλή «τυπογραφική» μορφή
παριστάνονται σαν :-) πάντα για να χρωματίσουν, να διασαφήσουν τον ρημάδη, όπως
ξανάπα, γραπτό λόγο, λολ λοιπόν ––η ψυχούλα μου το ξέρει αυτό, γιατρέ!